Ο Μιθριδάτης ο ΣΤ΄, ο βασιλιάς του Πόντου, πολέμησε τους Ρωμαίους με σκοπό την ίδρυση ενός
μεγάλου Ελληνιστικού βασιλείου στην Ανατολή. Αντιστάθηκε, αναγκάζοντας τους να
αναλάβουν τρεις εκστρατείες εναντίον του.
Ο χαλκέντερος Πόντιος βασιλιάς Μιθριδάτης
ο ΣΤ΄
Ο Μιθριδάτης ήταν γιος του Μιθριδάτη
Ε΄ του Ευπάτωρα, βασιλιά του Πόντου. Όταν ήταν δώδεκα χρονών πέθανε
ο πατέρας του και για να μην δολοφονηθεί από τη φιλόδοξη μάνα του,
περιπλανήθηκε στα βουνά του Πόντου για επτά χρόνια. Για να αποφύγει τον κίνδυνο
να τον δηλητηριάσουν, συνήθισε τον εαυτό του στα δηλητήρια ώστε να μην τον
πιάνουν.
Ο Μιθριδάτης δημιούργησε τον όρο «Μιθριδατισμό», καθώς έπινε μικρές αλλά μη θανατηφόρες δόσεις
δηλητηρίου, επειδή φοβόταν μήπως τον δηλητηριάσουν. Με αυτό τον τρόπο κατάφερε
να αποκτήσει ανοσία.
Επέστρεψε στη Σινώπη και αφού παραμέρισε τη μάνα του και τον αδελφό του
κλείνοντας τους στη φυλακή, ανέλαβε το βασίλειο του Πόντου. Η μητέρα του η Λαοδίκη ήταν Ελληνίδα και η παιδεία του Μιθριδάτη ήταν επίσης Ελληνική.
Ο Μιθριδάτης ήταν φιλόδοξος και είχε όνειρο να εκδιώξει
τους Ρωμαίους από τη Μικρά Ασία και να γίνει
ένας νέος Μέγας Αλέξανδρος.
Έτσι κηρύσσει πόλεμο εναντίον της Ρώμης το 88 π.Χ. και διεξάγονται τρεις πόλεμοι, γνωστοί ως «Μιθιδρατικοί πόλεμοι».
Το 84 π. Χ. ηττάται από τον Σύλλα
και τον αναγκάζουν να παραδώσει στους Ρωμαίους τη Βιθυνία, την Καππαδοκία και να πληρώσει 2 χιλιάδες τάλαντα.
Το 82 π.Χ. ακολουθεί δεύτερος
πόλεμος, αλλά ο σημαντικότερος είναι ο τρίτος πόλεμος από το 74-64 π.Χ..
Ο Λούκουλλος
Η πολεμική
μηχανή που ετοίμασε ο δαιμόνιος Πόντιος ήταν τεράστια, ακόμα και για τα σημερινά
δεδομένα: 400 χιλιάδες πεζοί και 16
χιλιάδες ιππείς.
Κατά τα πρότυπα
του Αλέξανδρου τον ακολουθούν χιλιάδες άλλοι: οδοποιοί, έμποροι, σκευοφόροι.
Πριν το τελικό χτύπημα κάνει θυσίες στον Δία και προς τιμήν του Ποσειδώνα
καθελκύει στη θάλασσα άρμα με λευκά άλογα… Ποντιακή
πρωτοτυπία προφανώς!
Σύμμαχός του Μιθριδάτη ήταν ο Τιγράνης,
άντρας της κόρης του. Με τη βοήθειά του εισβάλλει στη Βιθυνία και νικά τα
Ρωμαϊκά στρατεύματα.
Καταφθάνει από
τη Ρώμη ο Λούκουλλος και πολιορκεί συγχρόνως την
Αμισό, την Αμάσεια, τη Θεμίσκυρα, τη Σινώπη
Ο Μιθριδάτης βρισκόταν στα Κάβειρα (Νεοκαισάρεια) και εκεί τον πολιορκεί
ο Λούκουλλος. Ο Μιθριδάτης τον αποκρούει και συλλαμβάνει αιχμάλωτο τον
ίππαρχο Πομπόνιο. Οι Ρωμαίοι όμως είναι
αποφασισμένοι να τελειώνουν πια με τον Μιθριδάτη. Ο Λούκουλλος
κυριεύει όλες τις πόλεις του και τα Κάβειρα, όπου βρισκόταν ο ίδιος. Ο Μιθριδάτης καταφεύγει στην Αρμενία, κοντά στον Τιγράνη.
Η Αμισός ανθίσταται κάτω από την διοίκηση του
γενναίου στρατηγού και μηχανικού Καλλίμαχου. Όταν την
καταλαμβάνει και αυτήν ο Λούκουλλος, ο Καλλίμαχος καίει την πόλη.
Ο Λούκουλλος προσπάθησε να κατασβήσει την
φωτιά συμπονώντας τους κατοίκους της, αλλά οι στρατιώτες τους προέβησαν σε
αρπαγές και λεηλασίες. Η φωτιά έσβησε μετά από μια ραγδαία βροχή, αλλά οι
καταστροφές ήταν πολύ μεγάλες.
Ο Λούκουλλος στάθηκε πολύ γενναιόδωρος απέναντι στους κατοίκους της
Αμισού. Ανοικοδόμησε όλα τα κατεστραμμένα
κτήρια και δέχτηκε πίσω όλους τους κατοίκους, προσφέροντας χρηματική βοήθεια σε
κάθε Αμισηνό.
Ο Τιγράνης
Κατόπιν, ο Λούκουλλος στρέφεται εναντίον του Τιγράνη
ζητώντας να συλλάβει τον Μιθριδάτη. Αυτός όμως ξανάρχεται στον Πόντο και καταφέρνει να νικήσει τους
Ρωμαίους στα Ζήλα, το 68 π.Χ.. Όπου χάνουν τη ζωή τους επτά χιλιάδες Ρωμαίοι
στρατιώτες.
Επί χρόνια, το
βασίλειο του Πόντου στις νότιες ακτές της Μαύρης Θάλασσας, αποτελούσε μόνιμο
πονοκέφαλο στη Ρώμη.
Το γεγονός αυτό
αναγκάζει τους Ρωμαίους να στείλουν εναντίον του έναν ακόμα στρατηγό, τον Πομπήιο. Η τελική μάχη και η χαριστική βολή για τον Μιθριδάτη, είναι η μάχη στα Δάστειρα
το 67 π.Χ.. Εκεί όπου κτίστηκε η Νικόπολη του Πόντου. Ως ανάμνηση της μεγάλης
αυτής νίκης του Ρωμαίου στρατηγού.
Ο Μιθριδάτης κατέφυγε στον Βόσπορο, ενώ ο γαμπρός του ο Τιγράνης τον εγκαταλείπει και προσκυνά τον Πομπήιο,
παρέχοντας του το στέμμα του. Ο Πομπήιος δεν το δέχεται και τον
αφήνει να είναι βασιλιάς της Αρμενίας, αλλά φίλος πια των Ρωμαίων.
Ολόκληρος ο
Πόντος γίνεται επαρχία του Ρωμαϊκού κράτους και προσαρτάται στη Βιθυνία, η
οποία ήταν ήδη επαρχία των Ρωμαίων από 74 π.Χ..
Το τέλος του Μιθριδάτη
Ο Μιθριδάτης είχε ακόμα σχέδια και κουράγιο να συνεχίσει
να πολεμά την Ρωμαϊκή κυριαρχία. Σχεδίαζε
από τον Βόσπορο να περάσει από Θράκη και να επιτεθεί στην
ίδια τη Ρώμη. Για την ευόδωση του παράτολμου αυτού σχεδίου είχε
έρθει σε συνεννόηση με τους Κέλτες.
Τον είχαν όμως
εγκαταλείψει όλοι. Ακόμη και ο γιος του ο Φαρνάκης
τον πρόδωσε, συμμαχώντας με τους Ρωμαίους. Έτσι,
παρακάλεσε τον αρχηγό των Κελτών, τον Βοήτιον, να του κόψει το νήμα της ζωής. Έτσι και έγινε. Ήταν
το 63 π.Χ, όταν ο Μιθριδάτης βρισκόταν στο 68ο έτος της ηλικίας του και
στο 57ο της βασιλείας του.
Φαρνάκης ο Β΄
Ο Φαρνάκης ο Β΄ ήταν μεγαλύτερος γιος του Μιθριδάτη ΣΤ΄. Ο οποίος αναγορεύτηκε βασιλιάς μετά την
ήττα του πατέρα του. Βασίλεψε στο κράτος του «Κιμμερίου
Βοσπόρου», τον σημερινό πορθμό «Κερτς», που ενώνει τον Εύξεινο Πόντο με τη θάλασσα του «Αζόφ».
Ο βασιλιάς Φαρνάκης συνέχισε τις προσπάθειες για την επέκταση του βασιλείου
του, με την ανακατάληψη των χαμένων εδαφών της Καππαδοκίας. Στη προσπάθεια του
να ανακτήσει το βασίλειο του Πόντου, πολιόρκησε την Αμισό και τη κυρίευσε.
Όταν ο Καίσαρας πληροφορήθηκε την επίθεση του, νίκησε τον Πομπήιο στην Αίγυπτο και επέστρεψε για να αντεπιτεθεί στον βασιλιά Φαρνάκη και στα στρατεύματά του. Στη μάχη που ακολούθησε στα Ζήλα,
ο Ιούλιος Καίσαρας χρειάστηκε μόλις 5 ημέρες για να εξουδετερώσει το
υποτιθέμενο καλά οργανωμένο Ποντιακό στράτευμα.
Την νίκη του
ανήγγειλε στη Ρώμη με τη παρακάτω περίφημη φράση, η οποία χρησιμοποιείται μέχρι
και σήμερα για να περιγράψει τη γρήγορη επιτυχία:
«Veni, Vidi, Vici» (Ήρθα, Είδα,
Νίκησα)