Από τη Βικιπαίδεια,
Ο Ιωάννης (Μιχαήλ) Μεταξάς (Ιθάκη, 12 Απριλίου 1871 - Αθήνα, 29 Ιανουαρίου 1941) ήταν Έλληνας στρατιωτικός και στη
συνέχεια πρωθυπουργός και δικτάτορας (1936-1941).
Ως αξιωματικός
του Ελληνικού Στρατού έλαβε μέρος
στους Βαλκανικούς πολέμους. Διαδραμάτισε
σημαντικό ρόλο και στον Εθνικό διχασμό και
το 1917 εξορίστηκε
στην Κορσική. Με την επιστροφή του ίδρυσε
το κόμμα των Ελευθεροφρόνων,
το οποίο κατάφερε πολλές φορές να εισέλθει στη Βουλή συγκεντρώνοντας όμως
χαμηλά ποσοστά. Το 1936, κατόπιν διαφόρων
συγκυριών, διορίστηκε Πρωθυπουργός της Ελλάδας, στη
θέση του αποβιώσαντος Δεμερτζή και στη
συνέχεια πρωτοστάτησε στην επιβολή του δικτατορικού καθεστώτος της 4ης Αυγούστου, κυβερνώντας έως το θάνατό του το 1941.
Έμεινε στην
ιστορία για την
αρνητική απάντηση που έδωσε στο Ιταλικό τελεσίγραφο της 28ης Οκτωβρίου 1940 και για την ταχεία πολεμική
προπαρασκευή της Ελλάδας ενόψει του ελληνοϊταλικού πολέμου και της γερμανικής εισβολής στην Ελλάδα.
Ο Ιωάννης
Μεταξάς ήταν γιος του Παναγή Μεταξά και
της Ελένης Τριγώνη από το Αγρίνιο και γεννήθηκε στην Ιθάκη, όπου ο πατέρας του ήταν έπαρχος. Ήταν γόνος του
οικονομικά ξεπεσμένου Κεφαλληνιακού κλάδου των Αντζουλακάτων
της παλαιάς Βυζαντινής οικογένειας
των Μεταξάδων, ενώ η
οικογένειά του διατηρούσε τον τίτλο του Κόμη. Είχε
δύο αδέρφια, τον Κωνσταντίνο, ο οποίος
σπούδασε νομικά, αλλά σχετικά νέος οδηγήθηκε στο ψυχιατρείο γι' αυτό και ο
Ιωάννης Μεταξάς του είχε ιδιαίτερη αδυναμία και τη Μαριάνθη. Τα παιδικά του χρόνια ήταν ευτυχισμένα παρ' όλες τις
οικονομικές δυσκολίες της οικογενείας του. Η κατάσταση επιδεινώθηκε το 1879, όταν ο πατέρας του
έχασε την πολιτική θέση που κατείχε και αναγκάστηκε να μετακομίσει στην Κεφαλονιά. Εκεί ο Μεταξάς γράφτηκε
στο γυμνάσιο της πόλης απ' όπου και αποφοίτησε με επιτυχία. Από τότε είχε φανεί
η ιδιαίτερη κλίση που είχε στα μαθηματικά.
Στις 24 Σεπτεμβρίου του 1885, σε ηλικία 14 ετών, εισήλθε στη Στρατιωτική Σχολή Ευελπίδων επιλέγοντας το
Σώμα Μηχανικών. Η επιλογή του δεν ήταν τυχαία, αφού στο ίδιο σώμα υπηρετούσαν
δύο συγγενείς του, ο Γεράσιμος και
ο Νικόλαος Μεταξάς,
μετέπειτα υπουργός των Στρατιωτικών. Το 1890 εξήλθε από τη σχολή ως ανθυπολοχαγός του Μηχανικού. Το
Σεπτέμβριο του 1892 μπήκε στη σχολή
Μηχανικών Στρατού και δύο χρόνια αργότερα βρέθηκε στην τοπική φρουρά του Ναυπλίου. Εκεί ζούσε με την οικογένεια
του, αφού ο πατέρας του είχε μετατεθεί στο Ναύπλιο.
Το 1897 μετατέθηκε στο υπουργείο Στρατιωτικών, δίπλα
στον θείο του, τον υπουργό Νικόλαο Μεταξά.
Ύστερα από πιέσεις του ίδιου μετατέθηκε στο επιτελείο του τότε Αντιστράτηγου,
στη θέση του υπευθύνου των εμπιστευτικών αρχείων του επιτελείου. Εκεί είχε την ευκαιρία να γνωρίσει τον διάδοχο του θρόνου Κωνσταντίνο και να συνδεθεί φιλικά. Η συμμετοχή στον ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1897 του δίδαξε πολλά
και τον βοήθησε να κερδίσει την εύνοια του Βασιλιά. Το 1898 κέρδισε υποτροφία από τον Βασιλιά και έτσι
συμπλήρωσε τις σπουδές του στη Γερμανία, στην Πολεμική Ακαδημία του Βερολίνου,
από την οποία και αποφοίτησε, το 1902, με ιδιαίτερες διακρίσεις , δεχόμενος
εμφανείς επιρροές από τον πρωσικό μιλιταρισμό.
Επανερχόμενος
στην Ελλάδα το 1903 τοποθετήθηκε στο
τότε νεοσύστατο κατά τα ξένα πρότυπα Γενικό
Επιτελείο Στρατού συμβάλλοντας σημαντικά στην
οργάνωση του στρατού. Εκεί συνεργάστηκε με τον
Βίκτωρα Δούσμανη για
τη σύνταξη των νέων στρατιωτικών κανονισμών,
οι οποίοι ψηφίστηκαν στη Βουλή το 1904, ύστερα από εισήγηση του Θεοτόκη. Δύο χρόνια αργότερα, το 1906,
προήχθη σε Λοχαγό πρώτης τάξεως. Ως μέλος του επιτελείου ανέπτυξε στενή φιλία
με τον πρίγκηπα Ανδρέα,
αδερφό του διαδόχου Κωνσταντίνου, ενώ
το 1907 του ζητήθηκε να αναλάβει
τη στρατιωτική εκπαίδευση του μετέπειτα Βασιλιά Γεωργίου Β'. Για τα επόμενα δύο χρόνια ο Ιωάννης Μεταξάς του
δίδασκε στρατιωτική ιστορία και τακτική.
Με την έκρηξη
του στρατιωτικού κινήματος το 1909, οι
επαναστάτες μετέθεσαν το Μεταξά
στη Λάρισα, αφού ήταν γνωστός για τις σχέσεις
του με τη βασιλική οικογένεια. Χαρακτηριστικό της στενής του σχέσης είναι ότι
η Βασίλισσα Σοφία τον
αποκαλούσε Γιαννάκη. Στις 19 Οκτωβρίου του 1910 ο Βασιλιάς διόρισε πρωθυπουργό τον Ελευθέριο Βενιζέλο.
Την ίδια μέρα ο Ιωάννης
Μεταξάς, ο οποίος είχε ανακληθεί πίσω στην Αθήνα, έλαβε πρόσκληση να
επισκεφθεί τον Βενιζέλο στο ξενοδοχείο
που διέμενε. Όταν τον συνάντησε, ο Βενιζέλος
του πρόσφερε τη θέση του πρώτου υπασπιστή του. Έτσι ο Μεταξάς
έγινε ο ουσιαστικός σύνδεσμος μεταξύ του πρωθυπουργού και των ανακτόρων. Αυτόν
τον σκοπό εξυπηρετούσε ο διορισμός του ως υπασπιστή και στρατιωτικού συμβούλου
του Βενιζέλου.
Το 1912, λίγο πριν την έκρηξη
του πρώτου Βαλκανικού πολέμου,
ο Βενιζέλος έστειλε τον Μεταξά στη Σόφια για να διαπραγματευτεί τη στρατιωτική
συνθήκη μεταξύ της Ελλάδας και της Βουλγαρίας.
Στις 5 Οκτωβρίου η συνθήκη είχε υπογραφεί.
Μετά την υπογραφή της συνθήκης αναχώρησε για το Βελιγράδι και τέλος στις 17 Οκτωβρίου έφτασε στη Λάρισα, όπου είχε εγκατασταθεί το Γενικό
Επιτελείο.
Ο Ιωάννης Μεταξάς ήταν τέταρτος στην ιεραρχία του επιτελείου, αλλά μπορεί να θεωρηθεί
ως ο εγκέφαλός του. Συμμετείχε σε όλες τις μάχες του πρώτου Βαλκανικού πολέμου,
ενώ μαζί με τον Δουσμάνη διαπραγματεύτηκε την παράδοση της Θεσσαλονίκης από
τον Ταξίν Χασάν Πασά.
Το σχετικό πρωτόκολλο υπεγράφη στις 26 Οκτωβρίου 1912 δια του οποίου
παραδόθηκε ο Τούρκος στρατηγός Ταξίν Χασάν Πασάς με όλο το σώμα
στρατού που διοικούσε. Τον Δεκέμβριο
του1912 ο Μεταξάς μετέβη στο Λονδίνο ως στρατιωτικός σύμβουλος του
τότε Πρωθυπουργού Ελευθερίου Βενιζέλου προς
διαπραγμάτευση των όρων της σύναψης ειρήνης με την Τουρκία. Όμως στις 16 Ιανουαρίου του 1913 ο Μεταξάς ανακλήθηκε από την κυβέρνηση και στάλθηκε αμέσως στην Ήπειρο, όπου ο στρατός αντιμετώπιζε
προβλήματα. Θεωρείται ο εμπνευστής
και ο δημιουργός του σχεδίου κατάληψης του Μπιζανίου, που περιέλαβε τον μεγαλύτερο μέχρι τότε
βομβαρδισμό της ιστορίας, ενώ ήταν και αντιπρόσωπος των Ελλήνων στην παράδοση
των Ιωαννίνων. Τον Απρίλιο του 1913 προήχθη στο βαθμό
του ταγματάρχη λόγω
αρχαιότητας και διορίστηκε διοικητής του επιτελείου. Από αυτή τη θέση πήρε
μέρος στον δεύτερο Βαλκανικό πόλεμο,
μετά δε το πέρας αυτών των πολέμων προήχθη σε αντισυνταγματάρχη και τοποθετήθηκε ως διευθυντής των Επιχειρήσεων του Γενικού Επιτελείου Στρατού, καθώς και ως διευθυντής της Ανώτερης Στρατιωτικής Ακαδημίας. Λίγο αργότερα, τον Οκτώβριο του 1913, παρασημοφορήθηκε από
τον Βασιλιά με το Χρυσόν Σταυρόν του Σωτήρος.
Κατά τη διάρκεια
της κρίσης με την Τουρκία το 1914 για το ζήτημα των νήσων
του Ανατολικού Αιγαίου, ο Μεταξάς
συνέταξε και σχέδιο αιφνίδιας απόβασης και κατάληψης των Στενών
των Δαρδανελλίων σε περίπτωση πολέμου.
Σημαντικό ρόλο
διαδραμάτισε στον Εθνικό Διχασμό
του 1915. Ο Ιωάννης Μεταξάς
υποστήριζε τον Βασιλιά και συνεπώς την απόφασή του για ουδετερότητα.
Αναγκαστικά λοιπόν ήρθε σε σύγκρουση με τον Βενιζέλο.
Τον Φεβρουάριο του 1915, ύστερα από την απόταξη
του Δούσμανη, προήχθη σε αναπληρωτή
αρχηγό του Επιτελείου. Η απόφαση του Ελευθέριου
Βενιζέλου για ένταξη της Ελλάδας στον πόλεμο στο
πλευρό των Συμμάχων εξόργισε τον Μεταξά. Αμέσως
υπέβαλλε την παραίτησή του (Μάρτιος 1915) στον Βενιζέλο με
το αιτιολογικό ότι δεν συμφωνούσε με τον επικείμενο πόλεμο και επομένως δεν
μπορούσε να παραμείνει αρχηγός του Γενικού Επιτελείου. Στις 6 Οκτωβρίου ο Ελευθέριος Βενιζέλος διώχθηκε
από το αξίωμα του πρωθυπουργού, ενώ ο Μεταξάς ανακλήθηκε στο σώμα ως υπαρχηγός του Επιτελείου.
Στις 26 Μαΐου του 1916 οι
γερμανοβουλγαρικές δυνάμεις επιτέθηκαν εναντίον του οχυρού Ρούπελ στα
ελληνοβουλγαρικά σύνορα. Ο Μεταξάς,
ύστερα από πιέσεις του Βασιλιά, έδωσε εντολή να
παραδοθεί το οχυρό χωρίς αντίσταση. Για τη στάση του
αυτή επικρίθηκε πολλές φορές και χαρακτηρίστηκε από τους πολιτικούς του
αντιπάλους ως «αρχιπροδότης». Στις 27 Ιουνίου, ύστερα από τελεσίγραφο των Μεγάλων
Δυνάμεων, δημοσιεύτηκε το διάταγμα της γενικής αποστράτευσης.
Με την αποστράτευσή του ο Μεταξάς προήχθη σε συνταγματάρχη.
Αμέσως μετά οι
απόστρατοι οργανώθηκαν σε ομάδες εφέδρων και έγιναν γνωστοί ως «οι Επίστρατοι». Ανεπίσημος αρχηγός των επιστράτων ήταν ο Ιωάννης Μεταξάς. Μεγάλο
μέρος του στρατού προσχώρησε στους επίστρατους. Οι Αγγλογάλοι
απαίτησαν από την κυβέρνηση των Αθηνών να τους παραδώσει
μεγάλο μέρος του στόλου της καθώς και πολεμοφόδια. Ο Βασιλιάς Κωνσταντίνος αρνήθηκε. Τότε ο Γάλλος αντιναύαρχος Φουρνέ αποβίβασε
3000 στρατιώτες στο Φάληρο και
στον Πειραιά για
να προελάσουν στην Αθήνα. Το
δρόμο όμως τους έφραξε ο στρατός των επιστράτων όπου και συγκρούσθηκε με τους
Αγγλογάλλους κυρίως γύρω από την περιοχή του Φιλοπάππου. Οι Αγγλογάλλοι ηττήθηκαν και την επόμενη μέρα αποσύρθηκαν προς το
Φάληρο, ενώ ο συμμαχικός στόλος άρχισε να βομβαρδίζει από το
Φάληρο την Αθήνα. Κατόπιν αυτής της εξέλιξης το καθεστώς του Κωνσταντίνου άρχισε να καταδιώκει τους
βενιζελικούς. Από το 1916 έως το 1917 οι επίστρατοι
ασκούσαν ουσιαστικά την εξουσία. Η δράση τους όμως συνεχίστηκε μέχρι το 1920, οπότε και επανήλθαν
στην εξουσία οι Βασιλικοί.
Στις 7 Ιανουαρίου του 1921 ο Ιωάννης Μεταξάς
ανακλήθηκε στο στρατό, προήχθη σε αντιστράτηγο και αποστρατεύθηκε αμέσως.
Αμέσως μετά την εκθρόνιση του Βασιλιά, ο ύπατος αρμοστής των προστάτιδων δυνάμεων έστειλε στον
πρωθυπουργό Αλέξανδρο Ζαΐμη κατάλογο
με τους ανεπιθύμητους Βασιλικούς, οι οποίοι έπρεπε άμεσα να
εξοριστούν. Ο κατάλογος περιείχε μεγάλες προσωπικότητες της εποχής,
καθώς και τον Ιωάννη
Μεταξά. Στις 20 Ιουνίου
του 1917 επιβιβάστηκε στο ελληνικό
ατμόπλοιο «Βασιλεύς Κωνσταντίνος» με προορισμό την Κορσική. Στο ίδιο πλοίο επέβαιναν
οι Δημήτριος Γούναρης, Γεώργιος Πεσμαζόγλου, Κωνσταντίνος Έσσλιν κ.α.
Στις 29 Ιουνίου, ύστερα από ταξίδι
εννιά ημερών έφτασε στο Αιάκειο. Ο Μεταξάς είχε πάρει μαζί του την οικογένεια του, η οποία
αποτελείτο από τη σύζυγό του και τις δύο τους κόρες. Κατέλυσαν στο Grand Hotel μαζί με άλλους σημαντικούς εξόριστους.
Στην Κορσική ο Μεταξάς μάθαινε γαλλικά, ενώ μάθαινε στις κόρες του ελληνικά με ένα αλφαβητάριο που
είχε συντάξει ο ίδιος. Τα νέα περί ανακωχής των κεντρικών δυνάμεων
ανησύχησαν τους εξόριστους. Λίγο αργότερα έφτασε η είδηση ότι οι
Φιλελεύθεροι είχαν ζητήσει τους Βασιλικούς πίσω για να τους δικάσουν. Αυτή
η είδηση επηρέασε σε μεγάλο βαθμό τον Μεταξά και τον ανάγκασε να σκεφτεί για πρώτη φορά την περίπτωση της απόδρασης.
Στους επόμενους
μήνες που ακολούθησαν ο Μεταξάς
ήρθε σε επαφή με πολιτικούς προκειμένου να καταφέρει να βρει τρόπο διαφυγής. Αποφασίστηκε να κλέψουν το αυτοκίνητο του νομάρχη γιατί ήταν το μοναδικό
το οποίο μπορούσε να κυκλοφορεί το βράδυ. Στο σχέδιο συμμετείχαν ο Δημήτριος Γούναρης και
ο Γεώργιος Πεσμαζόγλου ενώ
ο Ιωάννης Σαγιάς αρνήθηκε να
συμμετάσχει. Στις 6
Δεκεμβρίου του 1918 οι τρεις εξόριστοι
έφυγαν κρυφά από το ξενοδοχείο, αφού διένυσαν μεγάλη απόσταση και επιβιβάστηκαν
σε ένα καΐκι με προορισμό τη Σαρδηνία. Μετά την αποβίβασή τους
και ύστερα από πολύωρη πεζοπορία κατέλυσαν σε ξενοδοχείο ύστερα από παράκληση
των Γούναρη και Πεσμαζόγλου. Τελικά, στις οκτώ το βράδυ οι
τοπικές αστυνομικές αρχές κατέφθασαν στο ξενοδοχείο και συνέλαβαν τους φυγάδες.
Η ιταλική όμως κυβέρνηση αρνήθηκε την έκδοσή τους στη Γαλλία.
Την ίδια ώρα ο Βενιζέλος βρισκόταν
στη Ρώμη για να συναντήσει τον πρωθυπουργό
σχετικά με τις εδαφικές απαιτήσεις της Ελλάδας, οπότε συζητήθηκε
και το θέμα των φυγάδων. Παρ' όλες τις πιέσεις του ο Ιταλός πρωθυπουργός αρνήθηκε να εκδώσει τους φυγάδες στην Ελλάδα.
Πρόθεση της ιταλικής κυβέρνησης ήταν να τους χρησιμοποιήσει ως μέσο εκβιασμού
σχετικά με το θέμα των Δωδεκανήσων. Στις 21 Δεκεμβρίου μεταφέρθηκαν στην πρωτεύουσα της Σαρδηνίας Κάλιαρι. Εκεί παρέμειναν υπό αστυνομική
παρακολούθηση. Ύστερα από πιέσεις στον υπουργό των εξωτερικών Τιττόνι (Tittoni), η ιταλική κυβέρνηση
επέτρεψε στους φυγάδες να εγκατασταθούν σε μια από τις πόλεις Περούτζια, Σιένα ή Λούκκα. Τελικά ο Μεταξάς με την οικογένεια του, η οποία είχε
φύγει από τη Γαλλία, εγκαταστάθηκε στη Σιένα. Εκεί παρέμεινε για έναν περίπου χρόνο.
Εν τω μεταξύ
στις 7 Νοεμβρίου ξεκίνησε η δίκη του
πρώην γενικού επιτελείου. Ο Μεταξάς
και ο Βίκτωρ Δούσμανης κατηγορήθηκαν
για εσχάτη προδοσία. Το αποτέλεσμα ήταν να καταδικαστεί στις
14
Φεβρουαρίου του 1920 με απόφαση
του ειδικού στρατοδικείου σε θάνατο. Τον Μάιο του 1920 οι τρεις εξόριστοι
έπαψαν να θεωρούνται κρατούμενοι των συμμάχων. Στις 27 Σεπτεμβρίου του ίδιου χρόνου ο Μεταξάς με την οικογένειά του μετακόμισαν
στη Φλωρεντία. Κατά τη διάρκεια της
διαμονής του στην Ιταλία είχε τακτική αλληλογραφία με
τη βασιλική οικογένεια και ιδιαίτερα με τη βασίλισσα Σοφία και
τον πρίγκηπα Ανδρέα.
Ύστερα από την επιστροφή των βασιλικών στην εξουσία, ο Μεταξάς αποφάσισε να κάνει ένα σύντομο
ταξίδι για να επισκεφθεί μερικούς φίλους. Στην Αθήνα συναντήθηκε με τον υπουργό
στρατιωτικών Γούναρη, με τον
πρωθυπουργό Ράλλη, με τον πρώην
πρωθυπουργό Σκουλούδη, τον φίλο
του Ξενοφώντα Στρατηγό, τον πρώην
πρωθυπουργό Στέφανο Δραγούμη,
ενώ επισκέφθηκε και τον τάφο του δολοφονημένου πολιτικού Ίωνα Δραγούμη. Ύστερα από αυτές τις
συναντήσεις αναχώρησε από την Αθήνα για την Κεφαλλονιά με σκοπό να επισκεφθεί τα
πάτρια εδάφη. Στο λιμάνι της Σάμης έτυχε μεγάλης
υποδοχής από τους κατοίκους του νησιού αλλά και τους επίστρατους.
Στις 30 Νοεμβρίου του 1920 επισκέφθηκε
το Αργοστόλι, όπου η πόλη είχε ετοιμάσει ενθουσιώδη υποδοχή. Τις επόμενες μέρες
πραγματοποίησε επισκέψεις στα γύρω χωριά και στην Ιθάκη. Πριν αναχωρήσει από την Κεφαλλονιά ίδρυσε τον «Πολιτικό Λαϊκό Σύλλογο» που σκοπό
είχε την επίβλεψη των βουλευτών του νησιού.
Τις επόμενες
μέρες η οικογένεια Μεταξά έφυγε από την πόλη των Μεδίκων και εγκαταστάθηκε
στο Φάληρο. Στις 25 Μαρτίου του 1921 ο υπουργός Οικονομικών Πρωτοπαπαδάκης κάλεσε
τον Μεταξά σπίτι του. Στη συνάντηση παρευρισκόταν ο υπουργός στρατιωτικών Νικόλαος Θεοτόκης,
ο πρωθυπουργός Γούναρης και ο
συνταγματάρχης και συμφοιτητής του Μεταξά, Αθανάσιος
Εξαδάκτυλος. Στην αρχή, αφού
συζήτησαν τα περί Μικρασιατικής εκστρατείας, του πρότειναν τη
θέση του στρατιωτικού συμβούλου του Αντιστράτηγου.
Μετά την άρνηση του Μεταξά,
ο Πρωτοπαπαδάκης δε δίστασε να του
προσφέρει την ίδια την θέση του Αντιστράτηγου της Μικράς Ασίας.
Παρόλα αυτά ο Μεταξάς
αρνήθηκε λέγοντας ότι οποιαδήποτε επιχείρηση εναντίον της Τουρκίας ήταν
καταδικασμένη σε ήττα. Αξίζει να σημειωθεί ότι το 1914 είχε καταθέσει υπόμνημα στο Γενικό Επιτελείο, όπου προεξοφλούσε την ήττα του ελληνικού
στρατού σε περίπτωση επέμβασης στη Μικρά Ασία.
Ακολούθησε και δεύτερη συνάντηση στις 29 Μαρτίου χωρίς αποτέλεσμα.
Τελικά, η μικρασιατική εκστρατεία κατέληξε στην ολική καταστροφή του
ελληνισμού στην Μικρά Ασία. Στις 14 Σεπτεμβρίου του 1922 ο Βασιλιάς τον
κάλεσε στα ανάκτορα στο Τατόι. Ο Κωνσταντίνος
ζήτησε από τον Μεταξά
να συντάξει την επιστολή παραίτησής του προς τον ελληνικό λαό. Η κατάσταση ήταν
και για τον ίδιο ανησυχητική, γιατί δεχόταν συνεχώς απειλές για τη ζωή του.
Στις 12 Οκτωβρίου του 1922 ίδρυσε το κόμμα
των Ελευθεροφρόνων,
το οποίο παρουσιάστηκε ως τρίτη λύση μεταξύ Βενιζελικών και Αντι-Βενιζελικών. Το κόμμα του δε
βρήκε την ανταπόκριση που προσδοκούσε, με αποτέλεσμα να απογοητευτεί και να
συμμετάσχει στο φιλομοναρχικό Κίνημα Λεοναρδόπουλου-Γαργαλίδη των Λεοναρδόπουλου και Γαργαλίδη. Έτσι τα
μεσάνυχτα της 21
Οκτωβρίου του 1923 ξέσπασε η
επανάσταση εναντίον της τότε στρατιωτικής κυβέρνησης. Το κίνημα των
στρατιωτικών το καθοδηγούσε παρασκηνιακά ο Ιωάννης Μεταξάς, ο οποίος φοβόταν ότι οι
επικείμενες εκλογές θα οδηγούσαν σε αβασίλευτο καθεστώς. Στην αρχή φάνηκε ότι
υπερείχαν, αφού είχαν καταληφθεί όλες οι πόλεις εκτός από την Αθήνα, αλλά ύστερα από τις συντονισμένες προσπάθειες των Κονδύλη και Πάγκαλου κατάφεραν
να τους περιορίσουν στην Κόρινθο. Τελικά η επανάσταση έληξε άδοξα
στις 28 Οκτωβρίου. Ο Μεταξάς κατάφερε να
δραπετεύσει αμέσως μετά από την καταστολή του κινήματος με νορβηγικό πλοίο από
την Πάτρα με προορισμό την Ιταλία.
Το 1924 θα επιστρέψει στην
Ελλάδα και θα αποδεχθεί την νέα πολιτική σκηνή. Η κατάσταση που συνάντησε ήταν
πραγματικά δραματική, αφού το κόμμα του είχε διαλυθεί και λεηλατηθεί από τους
Βενιζελικούς. «Κατεστράφη το κόμμα μου» γράφει
χαρακτηριστικά ο Μεταξάς
στο ημερολόγιό του. Στο δημοψήφισμα του 1924 για την αβασίλευτη δημοκρατία, ο Μεταξάς και ο Τσαλδάρης θα
εκπροσωπήσουν τον Βασιλικό κόσμο. Προκειμένου να ανασυγκροτήσει το πολιτικό του
κόμμα, ξεκινάει περιοδείες σε όλες τις μεγάλες πόλεις της Μακεδονίας και
της Θράκης. Με τη δικτατορία Πάγκαλου φυλακίζεται
και εκτοπίζεται. Επιστρέφει όμως στις εκλογές της 11ης Νοεμβρίου του 1926, όπου συγκεντρώνει 151.044 ψήφους και καταλαμβάνει 51 έδρες από τις 286. Έτσι στις 4 Δεκεμβρίου διορίζεται υπουργός Συγκοινωνίας
στην κυβέρνηση Ζαΐμη. Το
Φεβρουάριο όμως του 1928 πολλά μέλη του
κόμματος αποχωρούν με αποτέλεσμα να χάσει την εκλογική του δύναμη. Έτσι
στις γερουσιαστικές εκλογές του 1929 οι Ελευθερόφρονες θα αποσπάσουν μόνο 22.518 ψήφους και θα αναδείξουν δύο γερουσιαστές. Το ίδιο περίπου θα συμβεί και στις βουλευτικές εκλογές του 1932,
όπου το κόμμα των Ελευθεροφρόνων
θα συγκεντρώσει 18.591 ψήφους και θα καταλάβει
τρεις έδρες. Παρόλα αυτά θα
καταφέρει να συμμετάσχει στην κυβέρνηση Τσαλδάρη, αναλαμβάνοντας τη θέση
του υπουργού Εσωτερικών. Το 1935 το κόμμα του αναδεικνύει επτά βουλευτές, με 152.285 ψήφους, ενώ το 1936 κατέλαβε πάλι επτά έδρες, με 50.137
ψήφους. Η
απελπισία του ήταν έκδηλη. Στο ημερολόγιο του έγραψε: «Εκλογαί. Από χθες είχα την διαίσθησιν της αποτυχίας.
Ερημιά σπιτιού. Κέντρον, χαλαρότης, μόνον οι πιστοί Κεφαλλήνες. Καμία εκδήλωσις
έξω. Σήμερον επίσης, παρ' όλας τας ελπίδας οικείων και φίλων. Νύκτα εξεδηλώθη
πλήρως η αποτυχία. Παντού. Εξαιρέσεις Ηλείας και Μεσσηνίας και εκεί μόνον κάτι.
Εις Κεφαλληνίαν η επιτυχία όχι πλήρης. Εις Αθήνας η αποτυχία οικτρά.
Συμπέρασμα, ο αντιβενιζελισμός δεν με θέλει, με απέβαλεν εκ του μέσου του.
Καλλίτερα». Όλα έδειχναν ότι η πολιτική σταδιοδρομία του Μεταξά έφτανε στο τέλος
της.
Μετά τις εκλογές της 26ης Ιανουαρίου του
1936 οι βενιζελικοί και οι αντιβενιζελικοί δεν μπόρεσαν να
σχηματίσουν κυβέρνηση, εξαιτίας διαφωνιών κυρίως για το ζήτημα της επανόδου στο
στράτευμα των απότακτων δημοκρατικών αξιωματικών του κινήματος του 1935. Με
σειρά πρωτοβουλιών του, ο βασιλιάς Γεώργιος Β΄ κατάφερε να διαδραματίσει καθοριστικό ρόλο στη
διαμόρφωση του πολιτικού σκηνικού: στις 5 Μαρτίου ο Γεώργιος
διόρισε εν αγνοία του πρωθυπουργού υπουργό στρατιωτικών το Μεταξά, θέση στην οποία θα παρέμενε μέχρι το θάνατό του το 1941. Η πολιτική σημασία της πράξης ήταν μεγάλη,
καθώς ο Μεταξάς,
εκτός από αφοσιωμένος φιλοβασιλικός, ήταν ένας από τους λιγοστούς πολιτικούς
που είχαν υποστηρίξει την επιβολή ενός αυταρχικού, μη κοινοβουλευτικού
καθεστώτος στην Ελλάδα. Στις 14 Μαρτίου ορκίστηκε η κυβέρνηση Δεμερτζή, με αντιπρόεδρο και υπουργό στρατιωτικών τον Ιωάννη Μεταξά. Ο Δεμερτζής πέθανε αιφνιδίως στις 13 Απριλίου και την ίδια ημέρα ο βασιλιάς,
δίχως να ενημερώσει τους πολιτικούς αρχηγούς, διόρισε το Μεταξά πρωθυπουργό.
Μετά από νέα
αποτυχία των Φιλελευθέρων να
έλθουν σε συμφωνία με τα κόμματα της αντιβενιζελικής παράταξης, η κυβέρνησή Μεταξά εξασφάλισε ψήφο εμπιστοσύνης από την Βουλή με 241 ψήφους υπέρ, 16
κατά, τους βουλευτές του Κ.Κ.Ε. και
τον Γεώργιο Παπανδρέου, και 4
αποχές στις 27 Απριλίου. Τρεις μέρες αργότερα, η
Βουλή με ψήφισμά της διέκοψε τις εργασίες της για πέντε μήνες
εξουσιοδοτώντας την κυβέρνηση να εκδίδει νομοθετικά διατάγματα για όλα τα
θέματα, με τη σύμφωνη γνώμη μιας κοινοβουλευτικής επιτροπής, η οποία δε
λειτούργησε ποτέ.
Την πρωτοφανή
αυτή παραίτηση του κοινοβουλίου από τον έλεγχο της εκτελεστικής εξουσίας και
την πολιτική στήριξη που προσέφερε ο παραδοσιακός πολιτικός κόσμος στην
αυταρχική και κατασταλτική δράση της κυβέρνησης ενώπιον της πρωτοφανούς έξαρσης
των εκδηλώσεων του εργατικού κινήματος την περίοδο αυτή, με αποκορύφωμα την
αιματηρή καταστολή της απεργίας της 9ης Μαΐου στη Θεσσαλονίκη, έσπευσε να εκμεταλλευτεί
ο Μεταξάς,
επισείοντας τον κίνδυνο κομμουνιστικής εξέγερσης και
στελεχώνοντας τον κρατικό μηχανισμό με στενούς συνεργάτες του. Στα μέσα
Ιουλίου επήλθε συμφωνία που θα εφαρμοζόταν με την επανάληψη των εργασιών της
Βουλής για το αποτακτικό ζήτημα και το σχηματισμό κυβέρνησης μεταξύ του
αντιβενιζελικού Θεοτόκη και
του ηγέτη των Φιλελευθέρων Θεμιστοκλή Σοφούλη,
ο οποίος το ανακοίνωσε στο Γεώργιο. Όμως,
στις 4 Αυγούστου1936, παραμονή
εικοσιτετράωρης πανελλαδικής απεργίας, ο Μεταξάς, επικαλούμενος τον κίνδυνο εσωτερικών
ταραχών και την ασταθή διεθνή κατάσταση, συγκάλεσε έκτακτο υπουργικό συμβούλιο
και ανακοίνωσε την απόφασή του
α) να αναστείλει επ' αόριστον την ισχύ πολλών διατάξεων
του Συντάγματος που
κατοχύρωναν τις προσωπικές και συλλογικές ελευθερίες και
β) χωρίς να προκηρύξει εκλογές, να διαλύσει τη Βουλή με
τη συγκατάθεση του βασιλιά, ο οποίος εξέδωσε δύο παράνομα διατάγματα με τα
οποία καταλύθηκε ο κοινοβουλευτισμός και επιβλήθηκε δικτατορία.
Η δικτατορία του Μεταξά είχε
αρκετά εξωτερικά γνωρίσματα των φασιστικών καθεστώτων, αλλά κανένα εσωτερικό .
Δημιουργήθηκε η ΕΟΝ,
οργάνωση νεολαίας – η συμμετοχή στην οποία αρχικά δεν ήταν υποχρεωτική – στην οποία
χρησιμοποιούσαν σκούρες μπλε στολές (αντίστοιχα
οι Ιταλοί φασίστες φορούσαν μαύρες στολές), υιοθετήθηκε ο χαιρετισμός
δι’ ανατάσεως της δεξιάς χειρός (όπως στη Γερμανία του Χίτλερ). Ως εκεί όμως. Οι Αδόλφος Χίτλερ και Μπενίτο Μουσολίνι πολέμησαν
στον Α΄
Παγκόσμιο Πόλεμο ως δεκανείς,
ανήλθαν στην εξουσία κερδίζοντας τις εκλογές μέσω
των μαζικών πολιτικών κομμάτων που διηύθυναν, δημιούργησαν ομάδες εφόδου που
τρομοκρατούσαν τους αντιπάλους τους και ευθύνονται για μεγάλη σειρά πολιτικών
δολοφονιών. Επίσης, η ρητορεία τους ήταν καθαρώς ιμπεριαλιστική,
αντιθέτως αυτής του Μεταξά.
Ειδικότερα οι Ναζί, έθεταν ως βάση του προγράμματός τους
τον περιορισμό (και στη συνέχεια την εξόντωση) των Εβραίων, ενώ
λειτουργούσαν τα διαβόητα στρατόπεδα συγκεντρώσεως κατά των αντιπάλων τους. Δεν
είναι τυχαίο ότι ο Μεταξάς
δε συμμάχησε με καμία
φασιστική χώρα. Η βασική διαφορά του καθεστώτος του Μεταξά με τα φασιστικά
ήταν ότι στηριζόταν στη δύναμη του στρατού,
ο οποίος αρκείτο στη βεβαιότητα ότι δεν θα επανέλθουν οι βενιζελικοί
αξιωματικοί. Επομένως, πλην των εξωτερικών αυτών χαρακτηριστικών, ο Μεταξάς χρησιμοποίησε τις
κλασσικές μεθόδους κάθε δικτάτορα.
Ο Μεταξάς δημιούργησε και
διέδωσε την ιδεολογία του «Γ΄ Ελληνικού Πολιτισμού», στην
οποία στηρίχτηκε το κράτος της 4ης Αυγούστου. Οι οπαδοί του
καθεστώτος θεωρούσαν ότι οι σύγχρονοι Έλληνες οφείλουν να είναι οι συνεχιστές
του Αρχαίου (Α΄) και Βυζαντινού (Β΄)
Πολιτισμού και ότι να έχουν ως σκοπό τη φυλετική ενότητα του έθνους,
καθώς και τη διατήρηση των παραδόσεων. Το
ιδανικό πολίτευμα κατά τον Μεταξά δεν ήταν η Αθηναϊκή Δημοκρατία,
αλλά η στρατοκρατική Σπάρτη και η αρχαία Μακεδονία η οποία ενοποίησε πολιτικά την αρχαία Ελλάδα.
Ο Μεταξάς
προσπαθούσε να προβάλει τον εαυτό του ως τη μοναδική ελπίδα σωτηρίας σε ένα
διαιρεμένο έθνος, ενώ στρεφόταν εχθρικά απέναντι στον "παλαιοκομματισμό" και τις κοινοβουλευτικές τακτικές του παρελθόντος.
Οι βασικές διαφορές με το Γ΄ Ράιχ έγκεινται
στο ότι δεν εφάρμοσε και δεν πίστευε σε μια ιμπεριαλιστική πολιτική, σε
αντίθεση με τη Γερμανία, η οποία προκάλεσε τον Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο, καθώς
και στο ότι η ιδεολογία περί «Γ΄ Ελληνικού Πολιτισμού» δε βρήκε τόσο πλατιά
απήχηση στις μάζες όσο βρήκε η εθνικοσοσιαλιστική ιδεολογία στη Γερμανία.
Ο Ιωάννης Μεταξάς
προσπάθησε και πέτυχε να επιβάλει έναν συστηματικό διωγμό του κομμουνιστικού
στοιχείου. Την "επιχείρηση" αυτή ανέλαβε ο Υπουργός Ασφαλείας Κωνσταντίνος Μανιαδάκης, ο οποίος με διώξεις
και με πιστοποιητικά φρονημάτων επιχείρησε να περιορίσει την επέκτασή του. Ο
αιφνιδιασμός του Κ.Κ.Ε. και η μη οργανωμένη αντίδραση είχε ως
αποτέλεσμα την εύκολη εξουδετέρωση του πρώτου από τη δικτατορία Μεταξά, όχι
όμως και τη διάλυσή του. Το 1939 κατ' εντολήν του
φυλακισμένου Ζαχαριάδη, ο Γιάννης Μιχαηλίδης συγκρότησε την προσωρινή
διοίκηση του Κ.Κ.Ε., το οποίο ελεγχόταν από τον
Μανιαδάκη λόγω στελεχών του Κ.Κ.Ε. που συνεργάζονταν με το καθεστώς.
Παράλληλα υπήρχε και η παλιά ηγεσία του Κ.Κ.Ε., η οποία εξέδιδε δικιά της
εφημερίδα.
Προσπαθώντας να
προσεταιριστεί τις τάξεις των αγροτών
και των εργατών, το καθεστώς της 4ης
Αυγούστου έλαβε πρωτοβουλίες όπως η ρύθμιση των
αγροτικών χρεών το 1937, η ολοκλήρωση της αγροτικής μεταρρύθμισης, η καθιέρωση του θεσμού της υποχρεωτικής διαιτησίας μεταξύ εργατοϋπαλλήλων
και εργοδοσίας και των συλλογικών συμβάσεων
εργασίας και κυρίως η εφαρμογή αποφάσεων της περιόδου της
αβασίλευτης δημοκρατίας για τη λειτουργία του Ιδρύματος Κοινωνικών Ασφαλίσεων το
1937, η οποία ωστόσο είχε δυνητική αξία, εξαιτίας της έλλειψης πόρων για τη
χρηματοδότησή του και του αργού ρυθμού ασφάλισης των εργαζομένων. Τα
αγροτικά προϊόντα άρχισαν να πωλούνται ακριβότερα, ενώ από πλευράς επενδύσεων η περίοδος της 4ης Αυγούστου μπορεί να θεωρηθεί
ευνοϊκή, αφού την περίοδο 1936-1938 ιδρύθηκαν 567 εργοστάσια. Ο
προϋπολογισμός επίσης έδινε βάση στην στρατιωτική οργάνωση γι' αυτό ήταν και
ιδιαίτερα αυξημένος.
Από την άλλη
πλευρά, το εκπαιδευτικό σύστημα υπέστη σημαντική οπισθοδρόμηση, καθώς κύριος
προσανατολισμός της Μεταξικής εκπαιδευτικής πολιτικής ήταν η τόνωση της Εθνικής
Οργάνωσης Νεολαίας (ΕΟΝ) και ο εκτοπισμός των προοδευτικών εκπαιδευτικών. Ακόμη, η υποχρεωτική εκπαίδευση
ουσιαστικά συρρικνώθηκε, καθώς η δευτεροβάθμια απέκτησε οκτάχρονη διάρκεια, ενώ
η πρωτοβάθμια κατατμήθηκε. Το καθεστώς διέθεσε σημαντικά ποσά για την
υποστήριξη της Εθνικής
Οργάνωσης Νεολαίας (ΕΟΝ). Ο Ιωάννης Μεταξάς θεωρούσε ιδιαίτερα
σημαντικό όπλο την ΕΟΝ για τη διαμόρφωση των νέων σε υποστηρικτές του
καθεστώτος και για τον λόγο αυτό την υποστήριξε ιδιαίτερα μέσα από συστηματικές
ενέργειες και ισχυρή χρηματοδότηση. Μέσα από την ΕΟΝ γινόταν συστηματική
προσπάθεια διαπαιδαγώγησης και προπαγάνδας υπέρ του καθεστώτος. Η κυβέρνηση
έδινε ιδιαίτερη σημασία στην ορθόδοξη πίστη, καθώς και στο θεσμό της
οικογένειας, τον οποίο πίστευε ότι προωθούσε μέσα από τη συγκεκριμένη
οργάνωση.
Κατά τη
δικτατορία Μεταξά,
σημαντική αντίσταση προέβαλαν οι αρχηγοί των δημοκρατικών κομμάτων Παπαναστασίου, Παπανδρέου, Σοφούλης, Καφαντάρης
κ.α. με επίσημα διαβήματα στον Γεώργιο Β΄.
Στις 30 Ιουνίου του 1938 αποκαλύφθηκε στρατιωτική ομάδα υπαξιωματικών που σχεδίαζαν την ανατροπή του Μεταξά, ενώ λίγες μέρες
αργότερα, και συγκεκριμένα στις 17 Ιουλίου
του 1938, μια επαναστατική
κίνηση συνέβη στην Κρήτη από μια μερίδα κατοίκων και ορισμένους πολιτικούς
αρχηγούς της Ελλάδας. Τελικά, δώδεκα ημέρες αργότερα, το κίνημα κατέρρευσε με
αποτέλεσμα να συλληφθούν οι αρχηγοί του. Οι σημαντικότερες αντιδικτατορικές
οργανώσεις που έδρασαν ήταν οι: Φιλική Εταιρεία, Ομοσπονδία Δημοσίων Υπαλλήλων, Λαϊκή Πρόνοια,
Ενιαίο Μέτωπο Εργατών και Ένωση των Νέων
της Ελλάδος καθώς και οι ομάδες του Κ.Κ.Ε.
Στον τομέα της
εξωτερικής πολιτικής, ο Μεταξάς
προσπάθησε να ισορροπήσει μεταξύ της Αγγλίας, η οποία ήταν η κυρίαρχη
ναυτική δύναμη της Μεσογείου και προς την οποία άλλωστε στρέφονταν οι
συμπάθειες του βασιλιά και της Γερμανίας, με το ολοκληρωτικό
καθεστώς της οποίας υπήρχε ιδεολογική συνάφεια, αλλά και στενότατοι οικονομικοί
δεσμοί, αφού εκτός των άλλων η γερμανική κυβέρνηση είχε αγοράσει το 40% των
ελληνικών καπνών. Για τη διαφορετική νοοτροπία Αγγλίας και Ελλάδας γράφει ο
Βρετανός στρατηγός σερ Χ.Μ. Ουίλσον «κάτω
από τη δικτατορία του Μεταξά είχαν υιοθετηθεί ορισμένες ναζιστικές ιδέες. Η
νεολαία χαιρετούσε χιτλερικά έως ότου οι Αυστραλοί την εδίδαξαν να χαιρετά με
το σύνθημα της νίκης. Η θέσις μας στην Ελλάδα ήταν πραγματικά παράδοξη:
Αγωνιζόμαστε εναντίον του ολοκληρωτισμού ενισχύοντας μια φασιστική κυβέρνηση
εναντίον μιας άλλης». Όμως, όπως αποδεικνύει η «Ιστορία του Ελληνικού Έθνους» της Εκδοτικής Αθηνών,
ήδη από το 1939 η Ελλάδα είχε ευθυγραμμιστεί απόλυτα με τους Βρετανούς, οι οποίοι
αποδέχονταν την ουδέτερη στάση της Ελλάδας εξαιτίας της αδυναμίας τους να της
παράσχουν ουσιαστική στρατιωτική υποστήριξη. Χαρακτηριστικό παράδειγμα των
στενών σχέσεων που υπήρχαν μεταξύ των δύο κυβερνήσεων είναι το γεγονός ότι ο Μεταξάς πρότεινε το 1938 στην αγγλική
κυβέρνηση τη σύναψη αμυντικής συμμαχίας, την οποία η αγγλική κυβέρνηση αρνήθηκε διπλωματικά αφού δεν είχε λόγο να αμφιβάλλει
σχετικά με την στάση της Ελλάδας σε επικείμενο πόλεμο. Αντίθετα, με
τη γερμανική κυβέρνηση οι σχέσεις ήταν τυπικές, αφού η Ελλάδα είχε πολλά οφέλη
από τις οικονομικές επενδύσεις των Γερμανών. Σημαντικό ρόλο στις διπλωματικές
σχέσεις των δύο χωρών διαδραμάτισε και η στάση της Ιταλίας, λόγω των συνεχών
προκλήσεων. Το γεγονός της βύθισης της Έλλης σηματοδότησε το τέλος των φιλικών σχέσεων με τις δυνάμεις του Άξονα.
Παρόλα αυτά η πολιτική της ουδετερότητας απέτρεψε τον Μεταξά από τη λήψη
περαιτέρω μέτρων.
Ο Μεταξάς αρχικά επέδειξε
καρτερικότητα απέναντι στις ιταλικές προκλήσεις, προετοιμαζόμενος όμως
ταυτοχρόνως για μια στρατιωτική αναμέτρηση στο πλευρό των Συμμάχων. Το μυστικό όπλο του Μεταξά ήταν η επιστράτευση με τα φύλλα πορείας. Ήταν μια πρωτοποριακή
μέθοδος για την εποχή, όπου μπορούσε μέσα σε 2-3 εβδομάδες να συγκεντρώσει
γρήγορα τον στρατό και να τον στείλει στο μέτωπο. Αυτό σε συνδυασμό με το ότι δεν έκανε νωρίτερα επιστρατεύσεις ήταν το
στοιχείο του αιφνιδιασμού για τους Ιταλούς, οι οποίοι πίστευαν ότι ο πόλεμος με
την Ελλάδα θα ήταν εύκολος.
Στις 28 Οκτωβρίου του 1940, στις 3 π.μ., ο Ιταλός
πρέσβης επισκέφθηκε τον Μεταξά
και του έδωσε τελεσίγραφο, με το οποίο ζητούσε να επιτραπεί η είσοδος των
ιταλικών δυνάμεων στην Ελλάδα. Ο Μεταξάς αρνήθηκε να υπακούσει στο ιταλικό τελεσίγραφο για ελεύθερη είσοδο των ιταλικών στρατευμάτων
στην Ελλάδα. Η απάντηση στο ιταλικό τελεσίγραφο θεωρείται από
αρκετούς ιστορικούς αποτέλεσμα πίεσης της κοινής γνώμης,
κατ' άλλους προσωπική ενέργεια και απόφαση. Σύγχρονοι
ιστορικοί πιστεύουν ότι η απόφαση του Μεταξά ήταν αποτέλεσμα της εξωτερικής πολιτικής
της κυβέρνησης, αφού η Ελλάδα προετοιμαζόταν χρόνια για επικείμενη
επίθεση εχθρικών δυνάμεων. Θα πρέπει επίσης να σημειωθεί ότι η
Ελλάδα τον Νοέμβριο
του 1940 υπήρξε αποδέκτης προτάσεων εκ μέρους της Γερμανίας για
παρέμβασή της προς ειρήνευση με την Ιταλία, τις οποίες ο
Μεταξάς απέρριψε συνεπής με τη στρατηγική της ευθυγράμμισης με τη Μεγάλη
Βρετανία.
Με την άρνησή
του να υποκύψει στους Ιταλούς απέκτησε, έστω και προσωρινά, τη γενική αποδοχή,
γεγονός που υποβοήθησε σημαντικά στην πανεθνική προσπάθεια για απόκρουση και
απώθηση των Ιταλών. Ο Γεώργιος Σεφέρης θα
γράψει έναν χρόνο αργότερα: «Όταν ήρθε η 28η, δεν μπόρεσε να ιδεί ότι τότε μόνο, και όχι στις εορτές του
Σταδίου, ολόκληρος ο λαός ήταν μαζί του, μαζί με την απάντηση που έδωσε στον
Grazzi την αυγή. Δεν μπόρεσε να καταλάβει ότι η ημέρα εκείνη δεν επικύρωνε αλλά
καταργούσε την 4η Αυγούστου».
Ο Μεταξάς στο ημερολόγιο
του ανέλυσε εκτενώς την απόφασή του σε ανακοίνωσή του προς τους ιδιοκτήτες και
αρχισυντάκτες του Αθηναϊκού Τύπου στο Γενικό
Στρατηγείο (ξενοδοχείο «Μεγάλη Βρετανία»), στις 30 Οκτωβρίου 1940. Αν αποδεχόταν το τελεσίγραφο, θα επαναλαμβανόταν ο Εθνικός Διχασμός
του 1916, με
αποτέλεσμα η Ελλάδα να βρεθεί στον πόλεμο αποδυναμωμένη και με τις δυνάμεις
της διασπασμένες. Φυσικά η Ιταλία, η Βουλγαρία, η Αγγλία και η Τουρκία θα εκμεταλλεύονταν το γεγονός και θα
καταλάμβαναν αμφισβητούμενες περιοχές όπως τη Μακεδονία, το Αιγαίο, τη Θράκη κ.α. Ήταν λοιπόν κατά την
άποψή του η ύστατη λύση για να διασφαλίσει τα συμφέροντα της Πατρίδας του.
Επιπλέον πίστευε στην σίγουρη νίκη των αγγλοσαξονικών δυνάμεων και ότι η Ελλάδα
θα αποκόμιζε τα Δωδεκάνησα.
Τον Ιανουάριο του 1941 οι Άγγλοι έκαναν
πρόταση στον Μεταξά
προκειμένου να φέρουν δυνάμεις στο μέτωπο της Ηπείρου. Ο Μεταξάς ζήτησε από τους Άγγλους 10 μεραρχίες μαζί με την
ανάλογη αεροπορία. Οι Άγγλοι ανταπάντησαν ότι μπορούν να προσφέρουν 2 μεραρχίες με μικρή μόνο αεροπορική δύναμη.
Τότε ο Μεταξάς απάντησε "Καλύτερα να μη μας στείλετε τίποτα. Το μόνο
που θα καταφέρετε να κάνετε σε αυτή την περίπτωση είναι να προκαλέσετε επίθεση
των Γερμανών".
Ο Ιωάννης Μεταξάς απεβίωσε
αιφνιδίως από βαριά φλεγμονή του φάρυγγος στις 29 Ιανουαρίου του 1941 και την
πρωθυπουργία ανέλαβε ο Αλέξανδρος Κορυζής.
Η κηδεία πραγματοποιήθηκε στις 31
Ιανουαρίου. Από πολλούς έχει υποστηριχθεί ότι ο θάνατός του ίσως και να οφείλεται σε επέμβαση των Άγγλων που δεν ήθελαν
να επιτευχθεί συνθηκολόγηση της Ελλάδας με τη Γερμανία. Αυτή η άποψη δεν
επιβεβαιώνεται όμως από τα γραφόμενα του ημερολογίου του, όπου ο Μεταξάς γράφει ότι "καλύτερα να πεθάνουμε όλοι παρά να υποταχθούμε στον
Χίτλερ" και απέρριπτε προτροπές του Έλληνα πρέσβη στη
Γερμανία Ραγκαβή για μεσολάβηση του
Χίτλερ. Σύμφωνα με τον Υπουργό Κωνσταντίνο Μανιαδάκη,
ο θάνατος του Μεταξά
προήλθε από ιατρικά λάθη ("Εάν ο Μεταξάς είχε νοσηλευθεί και στην τρίτη θέση ενός
δημοσίου νοσοκομείου, θα είχε σωθεί").
Η σύγκρουση με
τον Ελευθέριο Βενιζέλο ήταν
αναπόφευκτη λόγω της διαφορετικής τους νοοτροπίας και ιδεολογίας. Ο μεν Μεταξάς ήταν φιλομοναρχικός και πίστευε στην υπεροχή της Γερμανικής
Αυτοκρατορίας, ο δε Βενιζέλος
προτιμούσε την κυβέρνηση αυτόνομη και πέρα από τις
παρεμβάσεις του Βασιλιά και πίστευε στη στρατιωτική και οικονομική υπεροχή
της Γαλλίας και της Αγγλίας. Ήταν λοιπόν εκ διαμέτρου
αντίθετοι. Την εποχή της γνωριμίας τους ο Βενιζέλος ήταν πανίσχυρος, ενώ ο Μεταξάς ένας παραγκωνισμένος βασιλικός στρατιωτικός. Παρ'όλα αυτά κατάφερε, λόγω των σπουδαίων του στρατιωτικών γνώσεων πάνω σε στρατιωτικές τακτικές,
να διοριστεί πρώτος υπασπιστής του Βενιζέλου και να αναμειχθεί παρασκηνιακώς
στα μεγάλα γεγονότα της εποχής.
Η ρήξη ήρθε
το 1915, όταν και ο Μεταξάς εκμεταλλευόμενος
το αξίωμά του αναμείχθηκε σε πολιτικά ζητήματα. Με την παραίτησή του κατάφερε
να μεταπείσει τον Βασιλιά ως προς την
είσοδο της χώρας στον πόλεμο, στο πλευρό των συμμάχων. Έτσι, ουσιαστικά
δημιουργήθηκε ο Εθνικός διχασμός που ταλαιπώρησε για χρόνια
την Ελλάδα. Την κίνηση αυτή ο Βενιζέλος δεν του τη συγχώρεσε ποτέ με
αποτέλεσμα, όταν ανήλθε στην εξουσία ως πρωθυπουργός το 1917, να τον εξορίσει στην Κορσική. Με δικές του μάλιστα ενέργειες τον καταδίκασε σε θάνατο.
Στις 11 Οκτωβρίου του 1934 ο Βενιζέλος, από τα Χανιά όπου κατοικούσε, αποφάσισε να εγκαινιάσει μια σειρά άρθρων στην εφημερίδα «Ελεύθερον Βήμα» σχετικά με τα γεγονότα του Εθνικού Διχασμού. Ύστερα από μερικές μέρες ο Μεταξάς απάντησε στις μυθοπλασίες, κατά τον ίδιο, του Βενιζέλου εγκαινιάζοντας δικιά του σειρά άρθρων στην εφημερίδα «Καθημερινή». Η αρθρογραφία των δύο αντρών τελείωσε στις 23 Ιανουαρίου του1935, με το τελευταίο άρθρο του Μεταξά. Συνολικά ο Βενιζέλος δημοσίευσε 37 άρθρα, ενώ ο Μεταξάς 70. Μέσα από την αρθρογραφία φαίνεται η απέχθεια που έτρεφε ο ένας για τον άλλο. Σύμφωνα με τους σύγχρονους ιστορικούς οι ισχυρισμοί του Μεταξά κρίνονται περισσότερο αξιόπιστοι. Χαρακτηριστικό είναι ότι ο Μεταξάς αναφέρει ένα έγγραφο της Γερμανικής κυβέρνησης, με το οποίο η γερμανική κυβέρνηση έδινε εγγυήσεις στον Βασιλιά σε περίπτωση παραμονής της χώρας στην ουδετερότητα. Ο Βενιζέλος το αρνήθηκε αλλά οι σύγχρονες μελέτες στα γερμανικά αρχεία απέδειξαν ότι πράγματι το έγγραφο υπήρξε.