ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ ΓΙΑ ΠΑΝΤΑ

ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ ΓΙΑ ΠΑΝΤΑ
ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ ΓΙΑ ΠΑΝΤΑ

Σάββατο 25 Ιανουαρίου 2020

Κοινωνία των Εθνών (25 ΙΑΝ 1919)

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
    Η Κοινωνία των Εθνών (συντομογραφικά ΚτΕ, Κ.τ.Ε. και στα αγγλικά League of Nations) ήταν Διεθνής Οργανισμός - Σύνδεσμος που ιδρύθηκε το 1919, αμέσως μετά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, στο Παρίσι. Ιδρύθηκε ως αποτέλεσμα της Συνθήκης των Βερσαλλιών κατόπιν αμερικανικής πρωτοβουλίας και σημείωσε σταθμό στην εξέλιξη των διεθνών σχέσεων, καθώς υπήρξε η πρώτη προσπάθεια για συνεννόηση όλων των κρατών πάνω στα προβλήματα που απασχολούν την ανθρωπότητα. Στο απόγειό του, μεταξύ 28 Σεπτεμβρίου 1934 και έως τις 23 Φεβρουαρίου 1935, είχε 58 χώρες-μέλη.
    Οι στόχοι του Συνδέσμου περιλάμβαναν τον αφοπλισμό, την πρόληψη του πολέμου μέσω της συλλογικής ασφάλειας, τη διευθέτηση των διαφορών μεταξύ των χωρών μέσω των διαπραγματεύσεων και της διπλωματίας και τη βελτίωση της ποιότητας ζωής παγκόσμια. Η φιλοσοφία της διπλωματίας του Συνδέσμου αποτέλεσε θεμελιώδη αλλαγή στη σκέψη από αυτή που επικρατούσε τα προηγούμενα εκατό χρόνια. Ο Σύνδεσμος δεν διέθετε δική του στρατιωτική δύναμη και έτσι εξαρτάτο από τις Μεγάλες Δυνάμεις για να επιβάλει τα ψηφίσματά του, τις οικονομικές κυρώσεις που αποφάσιζε, ή για την παροχή στρατευμάτων, όταν χρειάζονταν από τον Σύνδεσμο. Ωστόσο, οι Μεγάλες Δυνάμεις ήταν συχνά απρόθυμες να διαθέσουν στρατεύματα για αυτούς τους σκοπούς. Η επιβολή των κυρώσεων του Συνδέσμου μπορούσε να βλάψει τα συμφέροντα των μελών που αναλάμβαναν την τήρησή τους και με δεδομένη την φιλειρηνική ψυχολογία που ακολούθησε τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, οι χώρες ήταν απρόθυμες να αναλάβουν στρατιωτική δράση. Ο Μπενίτο Μουσολίνι, ηγέτης της Ιταλίας, δήλωσε χαρακτηριστικά ότι «Ο Σύνδεσμος είναι πολύ καλός στο να επιβάλλεται όταν οι σπουργίτες φωνάζουν, αλλά εντελώς αδύνατος όταν κυνηγούν οι αετοί».
    Μετά από μια σειρά από αξιοσημείωτες επιτυχίες αλλά και ορισμένες αποτυχίες στις αρχές της
δεκαετίας του 1920, ο Σύνδεσμος τελικά αποδείχθηκε ανίκανος να εμποδίσει την επιθετικότητα των Δυνάμεων του Άξονα κατά τη δεκαετία του 1930. Η έναρξη του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου απέδειξε ότι ο Σύνδεσμος είχε αποτύχει στον πρωταρχικό σκοπό του, που ήταν η αποφυγή κάθε Παγκόσμιου Πολέμου στο μέλλον. Μετά το τέλος του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου ο Οργανισμός των Ηνωμένων Εθνών (ΟΗΕ) θα αντικαταστήσει τον Σύνδεσμο της Κοινωνίας των Εθνών, που καταργήθηκε επίσημα το 1946, και θα κληρονομήσει μια σειρά από φορείς και οργανισμούς που ιδρύθηκαν από τον Σύνδεσμο.
Ιστορία
    Η έννοια μίας ειρηνικής Κοινότητας των Εθνών είχε περιγραφεί ήδη από το 1795, όταν ο Εμμάνουελ Καντ στο έργο του Διαρκής Ειρήνη: Ένα φιλοσοφικό Σχέδιο υπογραμμίζει την ιδέα μιας Κοινωνίας [Συνδέσμου] Εθνών που θα ελέγχει τις συγκρούσεις και θα προωθεί την ειρήνη μεταξύ των κρατών. Επίσης η Διεθνής συνεργασία για την προώθηση της συλλογικής ασφάλειας άρει την καταγωγή της από τη Συναυλία της Ευρώπης και αναπτύχθηκε μετά τους Ναπολεόντιους Πολέμους του 19ου αιώνα, σε μια προσπάθεια να διατηρηθεί το “status quo” μεταξύ των ευρωπαϊκών κρατών και έτσι να αποφεύγονται οι πόλεμοι. Η περίοδος αυτή χαρακτηρίστηκε επίσης από την ανάπτυξη του διεθνούς δικαίου με το πρώτο Συνέδριο της Γενεύης για τη θέσπιση νόμων σχετικά με την ανθρωπιστική βοήθεια κατά τη διάρκεια του πολέμου και τις διεθνείς συμβάσεις της Χάγης του 1899 και 1907 που διέπουν τους κανόνες του πολέμου και την ειρηνική διευθέτηση των διεθνών διενέξεων. Πρόδρομος του Συνδέσμου της Κοινωνίας των Εθνών, υπήρξε η Διακοινοβουλευτική Ένωση (ΔΚΕ/IPU), που έχει σχηματιστεί από τους ακτιβιστές της ειρήνης William Randal Cremer και Frederic Passy το 1889. Ο οργανισμός αυτός είχε διεθνή δραστηριότητα, με το ένα τρίτο των μελών των κοινοβουλίων, στις 24 χώρες που είχαν κοινοβούλια, να υπηρετούν ως μέλη του ΔΚΕ/IPU μέχρι το 1914. Οι στόχοι του ήταν να ενθαρρύνει τις κυβερνήσεις να επιλύσουν διεθνείς διενέξεις με ειρηνικά μέσα και τη διαιτησία, καθώς και η διοργάνωση ετήσιων συνεδρίων για να βοηθήσουν τις κυβερνήσεις να βελτιώσουν τις διαδικασίες της διεθνούς διαιτησίας. Στην δομή του ΔΚΕ/IPU υπήρχε ένα Συμβούλιο με επικεφαλής
έναν Πρόεδρο, κάτι που αργότερα θα αντικατοπτρίζονταν στη δομή του Συνδέσμου.
    Στο ξεκίνημα του εικοστού αιώνα δυο μπλοκ εξουσίας εμφανίστηκαν μέσω συμμαχιών μεταξύ των Ευρωπαϊκών Μεγάλων Δυνάμεων. Αυτές οι συμμαχίες, που τέθηκαν σε ισχύ με την έναρξη του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου το 1914, ήταν αυτές που ενέπλεξαν όλες τις μεγάλες ευρωπαϊκές δυνάμεις στον πόλεμο. Αυτός ήταν ο πρώτος μεγάλος πόλεμος μεταξύ των βιομηχανικών χωρών και η πρώτη φορά που τα επιτεύγματα της εκβιομηχάνισης (για παράδειγμα η μαζική παραγωγή) χρησιμοποιήθηκαν για πόλεμο. Το αποτέλεσμα αυτής της βιομηχανικής πολεμικής σύγκρουσης είχε έναν άνευ προηγουμένου αριθμό θυμάτων, με οκτώμισι [8,5] εκατομμύρια μέλη των ενόπλων δυνάμεων νεκρούς, περίπου 21 εκατομμύρια τραυματίες και περίπου 10 εκατομμύρια θανάτους αμάχων. Κατά τον χρόνο που οι εχθροπραξίες τελείωσαν, το Νοέμβριο 1918, ο πόλεμος είχε σοβαρές επιπτώσεις, επηρεάζοντας τα κοινωνικά, πολιτικά και οικονομικά συστήματα της Ευρώπης και προκαλώντας υλικές και ψυχολογικές βλάβες στην ήπειρο. Το αντιπολεμικό συναίσθημα αυξήθηκε σε ολόκληρο τον κόσμο: ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος χαρακτηρίσθηκε ως «ο πόλεμος που θα τερματίσει όλους τους πολέμους» και τα πιθανά αίτιά του διερευνήθηκαν επισταμένως. Ως αίτια εντοπίστηκαν και περιλαμβάνονται ο ανταγωνισμός εξοπλισμών, οι συμμαχίες, η μυστική διπλωματία και η ελευθερία των κυρίαρχων κρατών να κηρύττουν πόλεμο για ίδιον όφελος. Ως αντιληπτά διορθωτικά μέτρα για τα αίτια αυτά θεωρήθηκαν, η δημιουργία μιας διεθνούς οργάνωσης της οποίας στόχος θα ήταν να αποφευχθούν μελλοντικά πόλεμοι μέσω του αφοπλισμού, της ανοιχτής διπλωματίας, της διεθνούς συνεργασίας, των περιορισμών στο δικαίωμα κηρύξεων πολέμων και κυρώσεις που έκαναν τον πόλεμο κακή επιλογή για τους λαούς.
    Ενώ ο Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος μαίνονταν, μια σειρά από κυβερνήσεις και ομάδες είχαν ήδη αρχίσει να αναπτύσσουν σχέδια αλλαγής του τρόπου με τον οποίο οι διεθνείς σχέσεις πραγματοποιούνταν, προκειμένου να προληφθεί η επανάληψη πολέμων. Η ιδέα για την ίδια την Κοινωνία των Εθνών φαίνεται να έχει δημιουργηθεί από τον Βρετανό υπουργό Εξωτερικών Έντουαρντ Γκρέι (Edward Grey). Ο Πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών Γούντροου Ουίλσον και ο σύμβουλός του Συνταγματάρχης Έντουαρντ Χάουζ (Edward M. House) υιοθέτησαν με ενθουσιασμό την ιδέα ως μέσο για την αποφυγή τυχόν επανάληψης της αιματοχυσίας που είδε ο κόσμος στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Η δημιουργία της Κοινωνίας των Εθνών ήταν το κεντρικό θέμα των Δεκατεσσάρων Σημείων για την Ειρήνη του Ουίλσον, ειδικά το τελευταίο σημείο:
Μια γενική ‘Ένωση των Εθνών πρέπει να σχηματιστεί υπό συγκεκριμένες συμφωνίες με σκοπό να παρέχουν αμοιβαίες εγγυήσεις της πολιτικής ανεξαρτησίας και της εδαφικής ακεραιότητας τόσο των μεγάλων όσο και των μικρών κρατών εξίσου.
    Η Διάσκεψη Ειρήνης των Παρισίων, η οποία επιδίωξε μια μόνιμη ειρήνη μετά το τέλος του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, ενέκρινε την πρόταση της δημιουργίας της Κοινωνίας των Εθνών (γαλλικά: Société des Nations, γερμανικά: Völkerbund) στις 25 Ιανουαρίου 1919. Το Σύμφωνο της Κοινωνίας των Εθνών συντάχθηκε από ειδική επιτροπή, και ο Σύνδεσμος συστήθηκε από το Μέρος Ι της Συνθήκης των Βερσαλλιών. Στις 28 Ιουνίου 1919, το Σύμφωνο υπεγράφη από 44 κράτη, συμπεριλαμβανομένων και των 31 κρατών τα οποία είχαν λάβει μέρος στον πόλεμο στο πλευρό της Τριπλής Αντάντ ή εντάχθηκαν σε αυτή κατά τη διάρκεια των συγκρούσεων. Παρά τις προσπάθειες του Ουίλσον να καθορίσει και να προωθήσει τον Σύνδεσμο της Κοινωνίας των Εθνών, για τον οποίο του απονεμήθηκε το Βραβείο Νόμπελ Ειρήνης το 1919, οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν εντάχθηκαν στον Σύνδεσμο. Η Αντιπολίτευση στην αμερικανική Γερουσία, κυρίως από τους ρεπουμπλικάνους πολιτικούς Χένρι Κάμποτ Λοτζ (Henry Cabot Lodge) και Ουίλιαμ Μπόρα (William E. Borah), μαζί με την άρνηση του Ουίλσον για συμβιβασμό, είχε ως αποτέλεσμα οι Ηνωμένες Πολιτείες να μην επικυρώσουν τη Σύμβαση.
    Ο Σύνδεσμος διεξήγαγε το πρώτο Συμβούλιο που συνήλθε στο Παρίσι στις 16 Ιανουαρίου 1920, έξι ημέρες μετά από την ημέρα που η Συνθήκη των Βερσαλλιών τέθηκε σε ισχύ. Τον Νοέμβριο η έδρα του Συνδέσμου μεταφέρθηκε στη Γενεύη, όπου την πρώτη Γενική Συνέλευση που πραγματοποιήθηκε στις 15 Νοεμβρίου 1920 παρακολούθησαν εκπρόσωποι 41 εθνών.