Με τον όρο Μουσουρικά
αναφερόμαστε στις δύσκολες ελληνοτουρκικές σχέσεις της διετίας 1847 - 1848, που
είχαν ως πρωταγωνιστή τους τον πρεσβευτή της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας στην
Αθήνα Κωστάκη Μουσούρο Μπέη.
Στις αρχές του
1847 την Ελλάδα κυβερνούσε ο βασιλιάς Όθων με
πρωθυπουργό μια αμφιλεγόμενη προσωπικότητα της νεοελληνικής πολιτικής ζωής, τον
ηπειρώτη Ιωάννη Κωλέττη, φίλα προσκείμενο
στη Γαλλία και εμπνευστή της Μεγάλης Ιδέας. Πρεσβευτής της Υψηλής Πύλης στην
ελληνική πρωτεύουσα ήταν ο φαναριώτης Κωνσταντίνος (Κωστάκης) Μουσούρος Μπέης,
με ελληνική καταγωγή και παιδεία.
Στις 23 Ιανουαρίου
1847 ο υπασπιστής του Όθωνα, Τσάμης Καρατάσσος, ζήτησε από την οθωμανική πρεσβεία
στην Αθήνα να του επικυρώσει το διαβατήριό του, προκειμένου να επισκεφτεί την
Κωνσταντινούπολη. Ο Μουσούρος, που εκτελούσε με υπερβάλλοντα ζήλο τα καθήκοντά
του (για να μην κατηγορηθεί από την κυβέρνησή
του για φιλελληνική στάση, εξαιτίας της καταγωγής του), απέρριψε το αίτημα
του Καρατάσου, με το αιτιολογικό ότι στο παρελθόν είχε επιχειρήσει να ξεσηκώσει
τους Μακεδόνες κατά του Σουλτάνου.
Δύο μέρες
αργότερα (25 Ιανουαρίου),
ο Όθων και ο Μουσούρος ήλθαν πρόσωπο με πρόσωπο κατά
τη διάρκεια του
ανακτορικού χορού. Ο βασιλιάς με οργίλο ύφος του είπε στα γαλλικά: «J' esperais,
monsieur le minister, que vous auriez eu plus d' egards pour moi»
(ελληνιστί, «Ήλπιζον
κύριε, ότι ο Βασιλεύς της Ελλάδος ήξιζε περισσοτέρου σεβασμού, εκείνου τον
οποίον εδείξατε») και του έστρεψε τα νώτα.
Ο Μουσούρος
θεώρησε προσβλητική τη συμπεριφορά του βασιλιά και αποχώρησε από τη δεξίωση.
Την επομένη, αφού διαβουλεύθηκε με τον πρεσβευτή της Μ. Βρετανίας Λάιονς,
απηύθυνε διακοίνωση προς την ελληνική κυβέρνηση, επιρρίπτοντας την ευθύνη για
το επεισόδιο στον πρωθυπουργό Κωλέττη. Τις επόμενες μέρες η κατάσταση οξύνθηκε
ακόμη περισσότερο, όταν ο έλληνας επιτετραμμένος στην Κωνσταντινούπολη με
εντολή του Κωλέττη επέρριψε τις ευθύνες για το επεισόδιο στον Μουσούρο. Η
τουρκική κυβέρνηση με τελεσίγραφο αξίωσε ικανοποίηση, το οποίο απέρριψε η
ελληνική κυβέρνηση. Τότε, ο Σουλτάνος διέταξε τον πρεσβευτή του να εγκαταλείψει
την Ελλάδα, με αποτέλεσμα να επέλθει διακοπή στις διπλωματικές σχέσεις μεταξύ
των δύο χωρών.
Η διευθέτηση
του επεισοδίου και η αποκατάσταση των ελληνοτουρκικών σχέσεων θα βραδυπορήσουν
για ένα χρόνο, εξαιτίας της ανάμειξης των μεγάλων Δυνάμεων, οι οποίες βρήκαν
πρόσφορο έδαφος για να εκδηλώσουν τον ανταγωνισμό τους. Η Αγγλία υποκινούσε σε
αδιαλλαξία την Τουρκία και εμπόδιζε κάθε συμβιβαστική προσπάθεια, θέλοντας να
ανατρέψει τον γαλλόφιλο Κωλέττη, υποβοηθούμενη και από τους «Τάιμς του
Λονδίνου», που χαρακτήριζαν τον έλληνα πρωθυπουργό «δόλιο, απατεώνα και χαμερπή». Για τους
υποκινητές των «Μουσουρικών»
δεν είχε καμία αμφιβολία και ο πολύς Μέτερνιχ: «Η υπόθεσις Μουσούρου είναι πολιτικόν παίγνιον της
Αγγλίας. Αυτουργός της υποθέσεως είναι ο Λάιονς και εργολάβος του θεάματος ο
Πάλμερστον (Υπουργός Εξωτερικών)».
Η σθεναρά στάση
του Κωλέττη τον είχε καταστήσει ιδιαίτερα δημοφιλή στο λαό. Παρότι η κυβέρνησή
του ήταν βουτηγμένη στα σκάνδαλα (Υπόθεση
Πονηρόπουλου) προκήρυξε εκλογές για τον Ιούνιο του
1847, τις οποίες κέρδισε πανηγυρικά. Συν τοις άλλοις, η Ελλάδα αντιμετώπιζε και
το κίνδυνο οικονομικού εμπάργκο από τους Οθωμανούς, που θα έπληττε κυρίως τη
ναυτιλία και το εμπόριο. Όταν ο άγγλος πρεσβευτής Λάιονς το επεσήμανε στον
Κωλέττη, ο πείσμων ηπειρώτης του απάντησε: «Οι ναύται θα γίνουν πειραταί και οι
τεχνίται λησταί».
Ο Κωλέττης δεν
πρόλαβε να χαρεί τον εκλογικό του θρίαμβο και πέθανε τον Αύγουστο του 1847. Τον
διαδέχθηκε ο αγωνιστής του '21 Κίτσος Τζαβέλας, που ακολούθησε στην αρχή την
ίδια σθεναρή στάση με τον προκάτοχό του. Τον Οκτώβριο του 1847 η ελληνική
πλευρά έδειξε διάθεση συμβιβασμού με υπόμνημα που κατέθεσε στις μεγάλες
Δυνάμεις ο Υπουργός Εξωτερικών Γλαράκης, έπειτα από τις επαφές του Όθωνα με τον
τσάρο της Ρωσίας Νικόλαο, ο οποίος ανέλαβε διαμεσολαβητής για την εξομάλυνση
της διαφοράς και την αποκατάσταση των ελληνοτουρκικών σχέσεων.
Η Ρωσία
διαμήνυσε στην Ελλάδα ότι θα έπρεπε να ικανοποιήσει ηθικά την Τουρκία, αλλά και
να αναθερμάνει τις σχέσεις της με την Αγγλία, αναθέτοντας ένα ή δύο υπουργεία
σε στελέχη του Αγγλικού Κόμματος. Η ρωσική πρόταση, που δικαίωνε τις τουρκικές
θέσεις, υποστηρίχθηκε από την Αυστρία, την Πρωσία και τη Βαυαρία, ενώ η Γαλλία
παρέμεινε ουδέτερη. Ο Όθων την αποδέχθηκε και η ελληνική κυβέρνηση με επιστολή
προς τον Τούρκο Υπουργό Εξωτερικών Ααλή Εφέντη εξέφραζε τη λύπη της «διά μιάν
παρεξήγησιν, ήτις έσχεν ως αποτέλεσμα την αναχώρησιν του Απεσταλμένου της Α.Μ.
του Σουλτάνου».
Η επιστολή
θεωρήθηκε ικανοποιητική από την Οθωμανική Κυβέρνηση και ο Μουσούρος επανήλθε
στην Αθήνα στις 8 Φεβρουαρίου 1848, με τη
δήλωση της Υψηλής Πύλης ότι «χαίρει,
διότι δύναται να αποκαταστήση τας σχέσεις μετά της Ελλάδος, εις ο σημείον
ευρίσκοντο προ της προσωρινής διακοπής». Ο βασιλιάς κάλεσε στα Ανάκτορα
τον Μουσούρο και του εξέφρασε και προφορικώς τη λύπη του για το επεισόδιο. Η
Ρωσία είχε προνοήσει, ώστε ο Μουσούρος να παραμείνει λίγες μέρες στην Αθήνα και
στη συνέχεια να μετατεθεί στο Λονδίνο.