ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ ΓΙΑ ΠΑΝΤΑ

ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ ΓΙΑ ΠΑΝΤΑ
ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ ΓΙΑ ΠΑΝΤΑ

Πέμπτη 26 Δεκεμβρίου 2019

ΑΡΧΑΙΑ ΧΩΡΑΤΑ ΚΑΙ ΕΥΤΡΑΠΕΛΑ :Τα καμώματα του Αλκιβιάδη


Κώστας Παπανικολάου
Γράφει ο Δημ. Γερμιώτης (Λογοτεχνικό ψευδώνυμο του Δημ. Σαραντάκου πατέρα του Νικ. Σαραντάκου)
    Η σημερινή ιστορία είναι φυσικά αντλημένη από τον «Αλκιβιάδη» του Πλουτάρχου.
    Χωρίς αμφιβολία μία από τις πιο ενδιαφέρουσες προσωπικότητες της κλασικής εποχής ήταν ο Αλκιβιάδης, γιος του Κλεινία. Δεν ήταν μόνο απόγονος (από πατέρα και μάνα) λαμπρών οικογενειών της Αθήνας, αλλά ήταν και προικισμένος με όλες τις χάρες. Όμορφος, γερός, δυνατός, έξυπνος και θαρραλέος.
    Ο παππούς του, που λεγόταν επίσης Αλκιβιάδης, ήταν φίλος του Κλεισθένη και συνεργάστηκε μαζί του στην εγκαθίδρυση της Δημοκρατίας. Ο πατέρας του Κλεινίας, στενός φίλος του Περικλή, αναδείχτηκε ήρωας στη ναυμαχία του Αρτεμισίου και σκοτώθηκε πολεμώντας γενναία στη μάχη της Κορώνειας. Η μητέρα του, Δεινομάχη, εξ άλλου, καταγόταν από την περίφημη γενιά των Αλκμαιωνιδών.
    Το κακό ήταν πως χήρεψε νωρίς, όταν ο γιος της ήταν μόνο πέντε χρονών και την κηδεμονία του Αλκιβιάδη την ανέλαβε ο Περικλής, που εξασφάλισε μεν στον μικρό άνετη ζωή και λαμπρή μόρφωση, αλλά κατά τα λοιπά, απορροφημένος από την πολιτική, δε νοιάστηκε πολύ για τον γιο του φίλου του, όπως άλλωστε δεν ασχολήθηκε και με τα δικά του παιδιά. Απλώς ανέθεσε το μικρό στις φροντίδες ενός δούλου του από τη Θράκη, που δεν είχε όμως την απαιτούμενη επιβολή.
    Έτσι ο Αλκιβιάδης, από τη φύση του ατίθασος και ανυπάκουος, μεγαλώνοντας έγινε θρασύς, αλαζονικός, ανεύθυνος, επηρμένος, εγωιστής, με μια λέξη ανυπόφορος. Ταυτόχρονα όμως ήταν έξυπνος, γενναίος, ανοιχτοχέρης και πολύ όμορφο παλικάρι. Και όπως ξέρουμε οι αρχαίοι Έλληνες λάτρευαν το κάλλος και εύκολα συγχωρούσαν τα λάθη ή τις παρεκτροπές κάποιου, φτάνει να ήταν ωραίος.
    Τρανό παράδειγμα η ωραία Ελένη. Και τι δεν έκανε: μοίχεψε, άρπαξε τα λεφτά του άντρα της φεύγοντας με τον εραστή της, συντάχθηκε με τους Τρώες όταν οι Αχαιοί πολιορκούσαν την Τροία και στο τέλος ο Μενέλαος, σαν έπεσε η Τροία, όχι μόνο δεν την έσφαξε, μα την πήρε στην αγκαλιά του και τη μετέφερε στη Σπάρτη «δόξη και τιμή», έχοντάς την κορώνα στο κεφάλι του, που εκείνη είχε φροντίσει να στολιστεί και με άλλα εξαρτήματα…. Έτσι και με τον Αλκιβιάδη. Παρά τα σοβαρά ελαττώματά του, επειδή κυρίως ήταν ωραίο παιδί, έγινε εξαιρετικά δημοφιλής στην Αθήνα.
    Τα ελαττώματά του δεν μπόρεσε να περιορίσει ούτε ο ίδιος ο Σωκράτης, όταν ο φέρελπις νέος, στα δεκαπέντε του χρόνια, έγινε μαθητής του. Βεβαίως πολλές φορές οι αυστηρές νουθεσίες του δάσκαλου έκαναν τον μαθητή να δακρύζει και για λίγο διάστημα συμπεριφερόταν σωστά και υπεύθυνα, σύντομα όμως ξανάμπλεκε με τους φίλους του, που τον ξεμυάλιζαν και άρχιζε πάλι τις ασωτείες.  Συχνά ο Σωκράτης τον κυνηγούσε «σα να ήταν δραπέτης δούλος», για να τον πείσει να έρθει στα μαθήματά του.
    Με τον καιρό ο Αλκιβιάδης εξελίχθηκε σε ένα είδος «πλέι-μπόι» της εποχής. Περνούσε τις μέρες του διασκεδάζοντας και οι Αθηναίοι διασκέδαζαν με τα καμώματά του. Παράγγειλε και του έφτιαξαν παπούτσια τόσο πολυτελή και κομψά, ώστε σε λίγο όλη η «χρυσή νεολαία» της Αθήνας φορούσε παρόμοια. Τραύλιζε λίγο καθώς μιλούσε, αλλά το έκανε τόσο χαριτωμένα, ώστε σε λίγο τον μιμήθηκαν πολλοί νέοι.  Ήθελε να είναι παντού και πάντα πρώτος, να νικά σε όλους τους αγώνες και να μιλούν όλοι γι΄ αυτόν. Κάποτε απόκτησε ένα σπουδαίο σκυλί ράτσας, για το οποίο μιλούσαν επί μήνες όλοι οι Αθηναίοι. Όταν κάποτε σταμάτησαν να ασχολούνται με το σκυλί του ο Αλκιβιάδης … έκοψε την ουρά του ζωντανού, δίνοντας αφορμή σε νέες συζητήσεις. Όπως ήταν επόμενο άρεσε πολύ στις γυναίκες και σύντομα δημιούργησε ολόκληρο «χαρέμι» από τις διασημότερες εταίρες της εποχής του.
    Καθώς ήταν πλουσιόπαιδο, γέμισε το σπίτι του με πανάκριβα πολυτελή έπιπλα, ανάθεσε σε διάσημους καλλιτέχνες να διακοσμήσουν τους τοίχους του, έγινε χορηγός τραγωδιών και εξόπλιζε με δικά του έξοδα πολεμικά πλοία. Στους σταύλους του είχε σπουδαία άλογα, τα οποία παίρνανε συχνά μέρος σε αρματοδρομίες στους Ολυμπιακούς και άλλους πανελλήνιους αγώνες. Όταν κάποτε τα άλογά του κέρδισαν το πρώτο, το δεύτερο και το τέταρτο βραβείο σε ένα αγώνισμα, ο Αλκιβιάδης έκανε τραπέζι σε όλη τη Βουλή, δηλαδή σε πεντακόσια άτομα!
    Μπορεί να ήταν κακομαθημένο πλουσιόπαιδο, αλλά καθόλου «βουτυρόπαιδο» ή «κουραμπιές». Υπηρέτησε στο Στρατό και πήρε μέρος σε πολλές εκστρατείες κατά τον Πελοποννησιακό Πόλεμο. Είκοσι χρονών , στη μάχη της Ποτίδαιας έδειξε μεγάλο θάρρος και αποκοτιά, με αποτέλεσμα να τραυματιστεί σοβαρά. Τον έσωσε ο Σωκράτης, που επίσης είχε πάρει μέρος στην εκστρατεία, αλλά, οχτώ χρόνια αργότερα  ο Αλκιβιάδης του το ανταπέδωσε, όταν στη μάχη του Δηλίου, όπου νικήθηκαν οι Αθηναίοι, έσωσε τη ζωή του Σωκράτη.
    Από νωρίς ασχολήθηκε με την πολιτική και τριανταδύο χρονών εξελέγη μεταξύ των δέκα στρατηγών. Όταν το έμαθε ο περίφημος Τίμων, ο επιλεγόμενος Μισάνθρωπος, χάρηκε πολύ, γιατί όπως δήλωσε πρόβλεψε πως με την εκλογή αυτή οι Αθηναίοι θα παθαίνανε μεγάλες συμφορές. Και όπως θα δούμε δεν έπεσε έξω.  Πάντως η ενασχόληση με την πολιτική δεν εμπόδισε τον Αλκιβιάδη να συνεχίσει να κάνει διάφορες ανεύθυνες και επιπόλαιες πράξεις. Χωρίς λόγο και αφορμή, χτύπησε μια μέρα τον Ιππόνικο, πλούσιον ηλικιωμένο πολίτη, με μεγάλο κύρος και ισχύ. Την άλλη μέρα, μετανοιωμένος, πήγε πρωί-πρωί στο σπίτι του, γύμνωσε το σώμα του και  τον παρακάλεσε να τον μαστιγώσει για να τιμωρηθεί για αυτό που έκανε.
    Ο Ιππόνικος, που στην αρχή τρόμαξε με την εισβολή του Αλκιβιάδη στο σπίτι του, ακούγοντάς τον συγκινήθηκε και όχι μόνο τον συγχώρησε αλλά του έδωσε για γυναίκα την κόρη του την Ιππαρέτη, μαζί με σεβαστή προίκα δέκα ταλάντων (δηλαδή κάπου τριάντα χιλιάδες ευρώ). Η καημένη η κοπέλα δεν πέρασε καλά μαζί του. Ο Αλκιβιάδης συνέχισε να πηγαίνει με εταίρες και να ξενυχτά σε γλέντια με τους φίλους του.  Στο τέλος δεν άντεξε και τον παράτησε. Πήγε στο σπίτι του πατέρα της δηλώνοντας πως ήθελε να πάρει διαζύγιο. Όταν όμως την άλλη μέρα παρουσιάστηκαν πατέρας και κόρη στον επώνυμο άρχοντα, όπως όριζε ο νόμος, εμφανίστηκε ο Αλκιβιάδης, άρπαξε την Ιππαρέτη στην αγκαλιά του και διασχίζοντας όλη την αγορά, την πήγε σηκωτή στο σπίτι του, δηλώνοντας πως την αγαπά πολύ. Ζήσανε άλλα δύο χρόνια μαζί, έκαναν κι ένα γιο, που ονομάστηκε επίσης Αλκιβιάδης, αλλά σε λίγο ξανάρχισαν τα ίδια και στο τέλος η καημένη Ιππαρέτη πέθανε πικραμένη.
    Η ευγλωττία του Αλκιβιάδη παρέσυρε τους Αθηναίους  να αποτολμήσουν την παράτολμη εκστρατεία τους στη Σικελία· τις παραμονές όμως της επιχείρησης, ο Αλκιβιάδης, γυρνώντας από ένα γλέντι με την παρέα του, τύφλα στο μεθύσι όλοι τους, σπάσανε τα κεφάλια των Ερμών, που ήτανε πέτρινες στήλες με το κεφάλι του Ερμή στην κορυφή τους και είχαν ιερό χαρακτήρα. Προκλήθηκε μεγάλο σκάνδαλο. Ο Αλκιβιάδης ισχυρίστηκε πως δεν ήταν αυτός που έσπασε τις Ερμές και ζήτησε να δικαστεί αμέσως για να αποδείξει την αθωότητά του. Οι εχθροί του όμως κατάφεραν να αναβάλουν τη δίκη. Έτσι έφυγε με το στόλο για την έκστρατεία άκριτος. Βδομάδες αργότερα όμως, όταν πια ο στόλος είχε φθάσει στη Σικελία, η Εκκλησία του Δήμου άλλαξε γνώμη, τον καθαίρεσε από στρατηγό και τον κάλεσε να επιστρέψει στην Αθήνα για να δικαστεί.
    Ο Αλκιβιάδης τότε πέρασε στο αντίπαλο στρατόπεδο. Διέφυγε από τον αθηναϊκό στόλο, πήγε στις Συρακούσες και από κει στη Σπάρτη και δήλωσε πως θέλει να συνεργαστεί με τους Σπαρτιάτες κατά της πατρίδας του. Πολύ γρήγορα προσαρμόστηκε στη σπαρτιατική σκληραγωγία και λιτότητα. Έτρωγε τον μέλανα ζωμό και τα άλλα απλά φαγητά, λουζόταν στον Ευρώτα χειμώνα καλοκαίρι, φορούσε τα χοντροκομμένα ρούχα τους και περπατούσε ξυπόλυτος. Κατά τα λοιπά όμως συνέχισε να συμπεριφέρεται ανεύθυνα. Τα έφτιαξε με την Τιμαία, τη γυναίκα του Άγη, ενός από τους δύο βασιλείς της Σπάρτης, που τότε βρισκόταν σε εκστρατεία, και έκανε μαζί της ένα γιο. Και εκείνος μεν τη σχέση τους την είδε σαν μια ευχάριστη περιπέτεια και τίποτα περισσότερο. Σε κάποιους φίλους του μάλιστα είπε πως χάρη έκανε στους Σπαρτιάτες που ανέμιξε το αίμα του με το δικό τους, η Τιμαία όμως τον είχε ερωτευθεί στ΄αληθινά και δεν έκρυψε από τις στενές φίλες της το δεσμό της με τον ωραίο Αθηναίο, και το παιδί της, που  επισήμως είχε ονομάσει Λεωτυχίδη, στον κύκλο της τον φώναζε Αλκιβιάδη.
    Κάποτε ο Άγης έμαθε πως είχε γίνει ομοιοπαθής του Μενέλαου και γύρισε βιαστικά πίσω. Ο Αλκιβιάδης όμως που δεν είχε καμιά διάθεση να παίξει το ρόλο του Πάρη, όταν έμαθε πως ο βασιλιάς επιστρέφει, έφυγε κρυφά από τη Σπάρτη, εγκαταλείποντας την ερωτευμένη Τιμαία και παρουσιάζεται στη Μαγνησία, στον Πέρση σατράπη Τισσαφέρνη, του οποίου γίνεται σύμβουλος. Από τη Μαγνησία ενεργεί κατά της δημοκρατίας και πετυχαίνει την πρόσκαιρη ανατροπή της με τη εγκαθίδρυση της  ολιγαρχικής κυβέρνησης των τετρακοσίων. Βλέποντας όμως πως οι Τετροκόσιοι δεν τον ανακάλεσαν στην Αθήνα, στρέφεται προς τους δημοκρατικούς, οι οποίοι είχαν διατηρήσει τον έλεγχο του στόλου και με ορμητήριο τη Σάμο, αποκαθιστούν το δημοκρατικό καθεστώς.
    Οι δημοκρατικοί τον αποκατέστησαν στα δικαιώματα του Αθηναίου πολίτη και τον έστειλαν επικεφαλής στόλου στον Ελλήσποντο και την Προποντίδα, όπου ο Αλκιβιάδης πέτυχε με σειρά νικών να διώξει από την περιοχή τους Σπαρτιάτες και να αποκαταστήσει την αθηναϊκή ηγεμονία στα Στενά. Οι Αθηναίοι επιφύλαξαν ενθουσιώδη υποδοχή στον νικητή Αλκιβιάδη,  του αναθέσανε ξανά την αρχηγία του στόλου και τον έστειλαν στη Μικρασία. Εκεί όμως ο στόλος του νικήθηκε από τους Σπαρτιάτες στο ακρωτήριο Νότιο και μολονότι ο ίδιος δεν ήταν παρών στη μάχη, η Εκκλησία του Δήμου τον καθαίρεσε από την αρχηγία του στόλου.
    Ο Αλκιβιάδης φοβήθηκε να γυρίσει στην Αθήνα και αυτοεξορίστηκε στα χτήματά του στη Χερσόνησο της Θράκης. Ήταν εκεί όταν έγινε η μοιραία για τους Αθηναίους μάχη στους Αιγός Ποταμούς. Καθώς ήταν έμπειρος στρατιωτικός, πήγε στο στρατόπεδο τους έφιππος και τους προειδοποίησε πως οι θέσεις που είχαν πιάσει ήταν τρωτές και να πάνε σε οχυρότερες. Δεν τον άκουσαν όμως και νικήθηκαν.
    Μετά την ήττα και την πτώση της αθηναϊκής ηγεμονίας κατέφυγε στον σατράπη της Ασίας (της Δυτικής Μικρασίας δηλαδή) Φαρνάβαζο, που του εξασφάλισε άνετη ζωή σε μια κωμόπολη της Φρυγίας, τη Μέλισσα.  Εκεί έζησε μερικούς μήνες καλοπερνώντας, με την ερωμένη του την Τιμάνδρα, μητέρα της περίφημης Λαϊδας, και όταν έμαθε τα σχέδια του Κύρου, μικρότερου αδερφού του Αρταξέρξη, αποφάσισε να πάει στα Σούσα και να ενημερώσει τον Μέγα Βασιλέα.
    Δεν πρόφτασε. Οι τριάντα τύραννοι και οι Σπαρτιάτες τον είχανε προγράψει και έπεισαν τον Φαρνάβαζο να τον εξοντώσει. Πραγματικά ο Φαρνάβαζος έστειλε τον αδελφό του με στρατιώτες, που περικύκλωσαν το σπίτι, όπου ο Αλκιβιάδης και η Τιμάνδρα διασκέδαζαν με φίλους τους και γυναίκες. Οι Πέρσες έβαλαν φωτιά στο σπίτι, αλλά ο Αλκιβιάδης και η Τιμάνδρα τυλίχτηκαν με βρεμένες κουβέρτες και γλύτωσαν από τις φλόγες, ενώ όλοι οι άλλοι κάηκαν. Βγαίνοντας όμως από το σπίτι ο Αλκιβιάδης δέχτηκε τα ακόντια και τα βέλη των Περσών και έπεσε νεκρός, ενώ η Τιμάνδρα γλίτωσε και μπόρεσε να κάνει λαμπρή κηδεία στον εραστή της.