Κώστας Παπανικολάου
Γράφει ο Δημ. Γερμιώτης (Λογοτεχνικό
ψευδώνυμο του Δημ. Σαραντάκου πατέρα του Νικ. Σαραντάκου)
Στα μέσα του 7ου αιώνα η Αθήνα περνούσε μεγάλη
κοινωνική κρίση, από την οποία θα έβγαινε πολλά χρόνια αργότερα, χάρη στις
μεταρρυθμίσεις του Σόλωνα πρώτα, και του Κλεισθένη αργότερα. Κυβερνούσαν οι αριστοκράτες αλλά η δυσαρέσκεια
του λαού ήταν πολύ μεγάλη. Τη δυσαρέσκεια αυτήν επιχείρησε να εκμεταλλευθεί
ένας ευγενής που λεγόταν Κύλων και είχε δυο σοβαρά ατού: ήταν ολυμπιονίκης και ο πεθερός του, ο Θεαγένης,
ήταν τύραννος στα γειτονικά Μέγαρα.
Με αρκετούς
λοιπόν οπαδούς του, και με τη βοήθεια ενόπλων που του παραχώρησε ο Θεαγένης, ο Κύλων έκανε κατάληψη, όπως θα
λέγαμε σήμερα, στην Ακρόπολη και
επιχείρησε να γίνει τύραννος. Η βοήθεια όμως που του έδωσε ο Θεαγένης, θεωρήθηκε από τους Αθηναίους «ξένη επέμβαση» και ο Κύλων απομονώθηκε. Ένοπλοι
πολίτες από το Άστυ και την ύπαιθρο έτρεξαν και τον πολιόρκησαν στην Ακρόπολη.
Εκείνος, πιστεύοντας σε μια σύντομη νίκη, δεν είχε φροντίσει να εφοδιαστεί με
τρόφιμα και άλλα εφόδια. Τελικά, αυτός μεν κατάφερε να ξεφύγει μαζί με τον
αδελφό του, οι οπαδοί του όμως και οι Μεγαρίτες σύμμαχοι, εξαντλημένοι από την
πείνα καταφύγαν ικέτες στο βωμό της Αθηνάς.
Οι άρχοντες των Αθηναίων τους υποσχέθηκαν πως αν
παραδοθούν δεν θα θιγούν αλλά θα περάσουν από κανονική δίκη, μόλις όμως εκείνοι
καταθέσαν τα όπλα, οι πολιορκητές τους, τους θανάτωσαν. Μόνο ο Κύλων και ο αδελφός του δικάστηκαν ερήμην και καταδικάστηκαν σε «αειφυγία» δηλαδή σε ισόβια εξορία και απώλεια των
πολιτικών δικαιωμάτων τους, ποινή που επεκτάθηκε και στους απογόνους τους.
Το ανοσιούργημα
αυτό των αρχόντων, που αδίκως το φορτώσανε αργότερα στον «επώνυμο άρχοντα», τον Μεγακλή του Αλκμαίωνος, χαρακτηρίστηκε «Κυλώνειον
άγος» και όλοι φοβήθηκαν πως θα προκαλούσε την οργή των θεών και
στην πόλη θα ξεσπούσαν επιδημίες και θεομηνίες. Έπρεπε λοιπόν να γίνει επίσημος
καθαρμός της πόλης, από κάποιον ειδικό. Απευθύνθηκαν στην Πυθία και εκείνη τους
υπέδειξε τον Επιμενίδη από την Κρήτη.
Ο Επιμενίδης ήταν γιος του Φαιστίου,
από σημαντική οικογένεια της Κνωσού και ήταν πασίγνωστος και σεβαστός στο Πανελλήνιο, ως γιατρός και ως
μάντης, προικισμένος με θαυματουργές ικανότητες. Τη φήμη του αυτή
την απέκτησε πολύ νωρίς, χάρη σε μιαν απίστευτη περιπέτεια που είχε στα παιδικά
του χρόνια.
Όταν κάποτε
χάσανε ένα πρόβατο, ο πατέρας του τον έστειλε πρωί-πρωί στα χωράφια, να ψάξει
να το βρει. Ο Επιμενίδης βγήκε από την πόλη και μέσα στο καλοκαιρινό
λιοπύρι έψαχνε στους γύρω λόφους να βρει το ζωντανό, ώσπου μεσημέριασε. Στο
δρόμο του βρήκε μια σπηλιά και μπήκε μέσα, να δροσιστεί. Καθώς όμως ήταν πολύ
κουρασμένος αποκοιμήθηκε αμέσως.
Όταν ξύπνησε
και είδε πως η ώρα είχε περάσει, βγήκε και συνέχισε να ψάχνει για το πρόβατο.
Του φάνηκαν τότε όλα διαφορετικά κι αυτό το παραξένεψε. Επιπλέον το πρόβατο
εξακολουθούσε να είναι άφαντο. Αποφάσισε τότε να γυρίσει σπίτι. Όταν όμως μπήκε
στην Κνωσό τον έπιασε τρόμος. Όλα τα βρήκε τελείως διαφορετικά απ’ ό,τι τα είχε
αφήσει το πρωί.
Τελείως
διαφορετικό του φάνηκε και το πατρικό του σπίτι και όταν μπήκε μέσα συνάντησε
ένα γέρο που τον κοιτούσε κατάπληκτος. Τελικά, όταν δόθηκαν οι σχετικές εξηγήσεις,
ο Επιμενίδης έμαθε πως αυτός ο γέρος
ήταν ο μικρότερος αδελφός του, πως οι γονιοί τους είχαν πεθάνει πριν πολλά
χρόνια και πως τον ίδιον τον θεωρούσαν χαμένο, γιατί όταν πριν από πενήντα εφτά
χρόνια τον έστειλαν να βρει ένα πρόβατο δεν γύρισε πίσω!
Η απίστευτη
ιστορία του μαθεύτηκε αμέσως σε όλη την πόλη και σύντομα διαδόθηκε στο
Πανελλήνιο, με αποτέλεσμα να θεωρηθεί ο Επιμενίδης εκλεκτός των θεών
και να ξεκινήσει μια λαμπρή σταδιοδρομία στον τομέα αυτόν. Έτσι τον υπέδειξε η
Πυθία ως τον καταλληλότερο για να καθαρίσει την Αθήνα από το Κυλώνειον άγος.
Οι Αθηναίοι
στείλανε τότε στην Κνωσό τον Νικία του Νικηράτου με ένα πλοίο
να τον φέρει στην πόλη τους. Ο Επιμενίδης δέχτηκε και ήρθε στην Αθήνα, τον πρώτο χρόνο
της 46ης Ολυμπιάδας. Ξεκίνησε
αμέσως τον καθαρμό της πόλης με εξιλαστήριες θυσίες προβάτων και την ανέγερση
ναών ή βωμών στους θεούς, κυρίως όμως τον πέτυχε συμφιλιώνοντας τους πολίτες
και αποκαθιστώντας την ομόνοια μεταξύ τους. Οι Αθηναίοι τον τίμησαν με αδριάντα
και τον κατατάξανε στους ήρωες – ευεργέτες
της πόλης τους.
Στον Επιμενίδη αποδίδεται και μια ρήση, που από μόνη της
αποτελεί πρόβλημα λογικής. Εξοργισμένος με τους συμπατριώτες του που όχι μόνο
ισχυρίζονταν πως ο Δίας γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Κρήτη αλλά πως, παρά το ότι
ήταν θεός, πέθανε εκεί και θάφτηκε στο βουνό Ιυκτός (που και
σήμερα κρατά το αρχαίο του όνομα – Γιούχτας), είπε το περίφημο: “πάντες οι Κρήτες ψεύδονται”
Αλλά καθώς και ο ίδιος ήταν Κρητικός, σύμφωνα με τα
δικά του λόγια έλεγε ψέματα. Αν όμως έλεγε ψέματα τότε δεν ήταν αλήθεια πως
όλοι οι Κρητικοί λένε ψέματα και ούτω καθεξής…
Το παράδοξο του
Επιμενίδη είναι σίγουρο πως το
έχουμε συζητήσει ξανά. Αυτό που παραλείπει στην αφήγησή του ο πατέρας μου είναι
πως ο Επιμενίδης έζησε πολύ -ένας συγγραφέας λέει 157 χρόνια, άλλος 299. Βέβαια, όταν έτσι για πλάκα κοιμάσαι 57 χρόνια,
λογικό είναι να ζήσεις πάνω από αιώνα.