Κώστας Παπανικολάου
Οι περισσότεροι
άνθρωποι μακαρίζουν, με το δίκιο τους άλλωστε, εκείνους που η Τύχη τούς
χαμογελά και μάλιστα συχνά, τους τυχερούς δηλαδή της ζωής. Να όμως που ένας,
μυαλωμένος οπωσδήποτε άνθρωπος, ο φαραώ της Αιγύπτου Άμασις,
είχε διαφορετική γνώμη. Πίστευε πως η
υπερβολική εύνοια της Τύχης πολύ συχνά θα κατέληγε σε συμφορά. Και
δεν έπεσε έξω.
Ο Άμασις, φαραώ της 18ης
Δυναστείας, βασίλεψε στην Αίγυπτο στα μέσα του 6ου αιώνα της
Αρχαιότητας. Είχε αναπτύξει φιλικές
σχέσεις με τους Έλληνες, οι οποίοι είχαν ιδρύσει στο Δέλτα του Νείλου, πολύ
κοντά στην τότε πρωτεύουσα της χώρας, τη Σάιδα, μια
«πανελλήνια» αποικία, τη Ναύκρατη. Ιδιαίτερες φιλίες είχε
αναπτύξει ο Άμασις με τον τύραννο της Σάμου, τον Πολυκράτη, που εθεωρείτο ο πιο τυχερός άνθρωπος του καιρού του.
Η τυραννία της
αρχαϊκής και προκλασικής εποχής ήταν ένα ιδιότυπο καθεστώς, που σε πολλές
ελληνικές πόλεις αποτέλεσε το ενδιάμεσο στάδιο μεταξύ της ολιγαρχίας, δηλαδή
της διακυβέρνησης των αριστοκρατών, που είχαν διαδεχθεί τους βασιλείς της
μυκηναϊκής εποχής, και της δημοκρατίας, δηλαδή της διακυβέρνησης του δήμου, του
λαού. Οι τύραννοι κατά κανόνα στηρίζομενοι σε μεσαία και κατώτερα λαϊκά
στρώματα, χτύπησαν τους αριστοκράτες και περιορισαν την εξουσία και την επιρροή
τους. Φυσικά δεν ήταν λαϊκοί ηγέτες. Κυβερνούσαν αυταρχικά και πολύ συχνά
κατέφευγαν στην τρομοκρατία για να κρατηθούν στην εξουσία.
Τέτοιος ήταν
και ο Πολυκράτης. Γιος του Αιάκη και εγγονός του Συλοσώντα, που υπήρξαν για λίγο
και αυτοί τύραννοι, κατόρθωσε με τα δύο αδέρφια του να νικήσει με δόλο και να
σκοτώσει τους ηγέτες των γεωμόρων, δηλαδή των μεγάλων γαιοκτημόνων και να πάρει
την εξουσία. Στην αρχή τα τρία αδέρφια μοιράστηκαν μεταξύ τους το νησί. Ο Πολυκράτης κράτησε την Αστυπάλαια,
δηλαδή την παλιά πόλη της Σάμου, ο ένας αδερφός του ο Παντάγνωτος
την Χησία, το βορειοανατολικό τμήμα του και ο άλλος, ο Συλοσών, τη δυτική Σάμο, την Αισχριονία. Τελικά τα τρία αδέρφια συγκρούστηκαν για την εξουσία
και ο Πολυκράτης σκοτωσε τον Παντάγνωτο, εξόρισε τον Συλοσώντα και έμεινε μόνος
κυρίαρχος της Σάμου, που την κυβέρνησε με σιδερένιο χέρι αλλά και με μεγάλη
ικανότητα.
Επί της
διακυβέρνησής του η Σάμος άνθισε κυριολεκτικά και έγινε, όπως γράφει ο Ηρόδοτος
«πασέων πρώτη, Ελληνίδων και βαρβάρων». Το πρώτο που έκαμε ο Πολυκράτης ήταν να δημιουργήσει αξιόμαχο στόλο. Στα ναυπηγεία
του νησιού κατασκευάστηκε νέος τύπος πλοίου
με τα 50 κουπιά, η περίφημη Σάμαινα.
Με τον στόλο
αυτόν η Σάμος έγινε θαλασσοκράτειρα και νίκησε τους Λεσβίους, τους Πριηνείς και
τους Μιλήσιους που είχαν συνασπιστεί εναντίον της. Όταν ο Κύρος
νίκησε τον Κροίσο και κατάκτησε τη Λυδία και όλη τη
Δυτική Μικρασία, αποπειράθηκε να καταλάβει και τη Σάμο,
αποβιβάστηκε στο νησί, έκαψε το ναό της Ήρας αλλά τελικά αποκρούστηκε και
αποσύρθηκε ταπεινωμένος. Ο Πολυκράτης προνόησε για τις τις μητέρες των πεσόντων και
διέταξε τους πλουσίους να τις συντηρούν δωρεάν. Το ίδιο αψήφισε και
τη Σπάρτη, τη μεγαλύτερη στρατιωτική δύναμη στην ελληνικό χώρο. Ίδρυσε πολλές
αποικίες στο Αιγαίο, στην Κρήτη, στη Θράκη, και στη Σικελία και συμμάχησε με
τον Λύγδαμη της Νάξου και τον Άμαση της Αιγύπτου, με τον οποίο είχε και προσωπική φιλία.
Στόλισε τη Σάμο
με σπουδαία αρχιτεκτονήματα, όπως ο μέγας ναός
της Ήρας, που έχτισαν οι αρχιτεκτονες Ροίκος
και Θεόδωρος, στη θέση εκείνου που έκαψαν οι
Πέρσες και με σημαντικά τεχνικά έργα, όπως το λιμάνι της Σάμου και το
υδραγωγείο της, το μοναδικό «Ευπαλίνειο όρυγμα», ένα από τα μεγαλύτερα
τεχνικά επιτεύγματα της αρχαιότητας. Το έργο αυτό ήταν σήραγγα μήκους 1036 μ.
και ύψος και πλάτος άνετο για την διέλευση ενός ατόμου σε βάθος 80 μ. κάτω από
την επιφάνεια του εδάφους, που το ξεκίνησαν ταυτόχρονα από τις δύο άκρες του
και οι δύο εκσκαφές συναντήθηκαν με ελάχιστη απόκλιση!
Την εποχή του Πολυκράτη έζησαν και δημιούργησαν σπουδαίοι διανοητές
και πολλοί από αυτούς είχαν σχέση με τη Σάμο και τον κυβερνήτη της, όπως ο
μεγάλος φιλόσοφος και μαθηματικός Πυθαγόρας, ο αστρονόμος Αρίσταρχος, ο οποίος πρώτος υπέθεσε ότι η γη κινείται περί τον
ήλιο, οι σπουδαίοι αρχιτέκτονες Ροίκος, Θεοδωρος
και Μανδροκλής, ο μηχανικός Ευπαλίνος, ο θαλασσοπόρος και εξερευνητής Κωλαίος
και άλλοι.
Όπως γράφω στην
αρχή, ο Πολυκράτης ήταν πολύ τυχερός. Ότι κι αν έκανε, σε
καλό του έβγαινε. Ποτέ του δεν δοκίμασε συμφορά ή αποτυχία. Αυτό δεν άρεσε στο
φίλο του Άμασι, γιατί πίστευε, πως οι πολύ ευτυχείς
δεν έχουν καλό τέλος. Του έγραψε λοιπόν πως οι θεοί φθονούν τους τυχερούς και
του συνιστούσε να δοκιμάσει θεληματικά να
περάσει μια λύπη, αφού η τύχη όλο χαρές του έστελνε. Ο Πολυκράτης δέχτηκε τη συμβουλή του φίλου του και ένα
απομεσήμερο, με φίλους πολλούς, τράβηξε με πλοίο ανοιχτά στο πέλαγος. Εκεί
έβγαλε το πολύτιμο δαχτυλίδι του, έργο ξακουστού τεχνίτη, που το αγαπούσε
υπερβολικά και το χρησιμοποιούσε και για σφραγίδα του και με μεγάλη λύπη το
πέταξε στη θάλασσα.
Μα δεν πέρασαν
5-6 μέρες και το
δαχτυλίδι βρέθηκε! Κάποιος φτωχός ψαράς έπιασε ένα ψάρι διαλεχτό και
μεγάλο. Δε θέλησε να το πουλήσει στην αγορά, αλλά προτίμησε να το χαρίσει στον Πολυκράτη, ο οποίος μάλιστα, ευχαριστημένος τον κάλεσε
να το φάνε μαζί. Τη στιγμή, που ο μάγειρας καθαρίζοντάς το ψάρι, έσκισε το
στομάχι του, βρήκε το δαχτυλίδι-βούλα και
χαρούμενος το πήγε στον Πολυκράτη, που επίσης χάρηκε πολύ
και γέμισε τον ψαρά με πλούσια δώρα. Κατόπιν έστειλε γράμμα στον Άμαση, αναφέροντας τα καθέκαστα. Εκείνος όμως δε χάρηκε καθόλου.
Αντίθετα προβλέποντας τα χειρότερα, έκοψε τις σχέσεις του με τον Πολυκράτη, μη θέλοντας να λυπηθεί και ο ίδιος εξ
αιτίας του.
Τελικά οι φόβοι
του Άμαση βγήκαν σωστοί. Το τέλος του Πολυκράτη ήταν τραγικό. Με τις δαπάνες που έκανε για
όλα αυτά τα μεγαλοπρεπή έργα και για να συντηρεί τον μισθοφορικό στρατό του
εξανέμισε το ταμείο του και έψαχνε
απεγνωσμένα για δάνειο. Οι
Πέρσες, που μετά την ήττα και την εκδίωξή τους από τη Σάμο ήταν
ορκισμένοι εχθροί του, όταν έμαθαν την οικονομική του δυσπραγία του έστησαν
παγίδα. Ο σατράπης της Λυδίας Οροίτης έστειλε στον Πολυκράτη μήνυμα πως τάχα και ο ίδιος κινδύνευε να
θανατωθεί από τον Μεγάλο Βασιλέα και ζητούσε να τον βοηθήσει να φυγαδεύσει τα
πλούτη του και εν συνεχεία να δραπετεύσει στη Σάμο.
Ο Πολυκράτης δέχτηκε και μάλιστα, παρά τις
προειδοποιήσεις της κόρης του και πολλών φίλων του, αποφάσισε να πάει αυτοπροσώπως στη Μαγνησία να παραλάβει τα πλούτη του
Οροίτη. Στο ταξίδι του αυτό τον
συνόδεψαν πολλοί πιστοί φίλοι του, μεταξύ των οποίων και ο προσωπικός γιατρός
του Δημοκήδης. Φτάνοντας όμως στην έδρα του Οροίτη πιάστηκε από τους Πέρσες
που τον θανάτωσαν φριχτό τρόπο, που ο Ηρόδοτος δεν αντέχει να μας περιγράψει.
Όπως φαίνεται τον ανασκολόπισαν και μάλιστα στην κορυφή ενός λόφου, από όπου
καθώς ξεψυχούσε μπορούσε να βλέπει το αγαπημένο του νησί.
Με με τον
μαρτυρικό θάνατο του Πολυκράτη τέλειωσε η περίοδος της
ακμής της Σάμου. Το νησί γνώρισε περίοδο αστάθειας, παρακμής και τελικά πέρασε
στην εξουσία των Περσών έως τους Μηδικούς
Πολέμους.