ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ ΓΙΑ ΠΑΝΤΑ

ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ ΓΙΑ ΠΑΝΤΑ
ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ ΓΙΑ ΠΑΝΤΑ

Δευτέρα 2 Δεκεμβρίου 2019

Μαρκήσιος ντε Σαντ


 
    Ο Ντονασιέν Αλφόνς Φρανσουά Κόμης ντε Σαντ  ευρύτερα γνωστός ως Μαρκήσιος ντε Σαντ (όπως ονομαζόταν πριν το θάνατο του πατέρα του και τη λήψη του τίτλου του κόμητος), επικαλούμενος από τους θαυμαστές του ο "Θεϊκός Μαρκήσιος", ήταν Γάλλος συγγραφέας και φιλόσοφος με ηδονιστικές, κυρίως, και αθεϊστικές θεωρήσεις, που κατέστη περιώνυμος για την γενετήσια διαστροφή της απόλαυσης του εκδηλούμενου φόβου, τρόμου και πόνου που προκαλούσε στις συντρόφους του, όπου και εκ του τίτλου του η καθιέρωση του όρου σαδισμός.
    Η φιλοσοφία του πρεσβεύει μία ακραία μορφή ελευθερίας, η οποία συνδέεται άμεσα με την ηθική ελευθεριότητα, και σκοπεί στην απεξάρτηση του ατόμου από κάθε κατεστημένη νομική, ηθική ή θρησκευτική αρχή με τελικό στόχο την επίτευξη της απόλυτης ατομικής ικανοποίησης, που θεωρεί ως την ανώτατη αξία.
    Τα έργα του περιέχουν ακραίες μορφές ερωτικών πρακτικών και συχνά οι περιγραφές του κινούνται μέσα στα όρια της πορνογραφίας. Εξ αιτίας της προκλητικής γραφής του και των ιδεών του πέρασε είκοσι εννέα χρόνια έγκλειστος σε άσυλα και σωφρονιστικά ιδρύματα. Το έργο του προκάλεσε και συνεχίζει να προκαλεί αντιμαχόμενες κριτικές ενώ κατέστη πόλος έμπνευσης για άλλους συγγραφείς και καλλιτέχνες διαχρονικά. Η δική του άποψη για το έργο του συμπυκνώνεται στην παρακάτω ρήση του:
    "Ο τρόπος σκέψης μου είναι το αποτέλεσμα των στοχασμών μου. Είναι κομμάτι της εσώτερης ύπαρξής μου, του τρόπου που είμαι φτιαγμένος. Για το σύστημά μου, το οποίο αποδοκιμάζετε, είναι επίσης η μέγιστη παρηγοριά στη ζωή μου, η πηγή της ευτυχίας μου. Σημαίνει περισσότερα για μένα απ' ότι η ίδια μου η ζωή."
    Ο Σαντ γεννήθηκε στο Παρίσι, στην αριστοκρατική κατοικία Hôtel de Condé στις 2 Ιουνίου 1740 και ήταν γιος του Jean-Baptiste François Joseph κόμητα de Sade, μαρκησίου του Mazan, και της Marie-Éléonore de Maillé de Carman. Η μητέρα του, θυγατέρα του Donatien de Maillé, μαρκησίου του Carman, διετέλεσε κυρία επί των τιμών της πριγκίπισσας του Condé. Ο πατέρας του ως διπλωμάτης βρισκόταν στην υπηρεσία του Πρίγκιπα - Εκλέκτορα της Κολωνίας.
    Από το 1745, έπειτα από ένα σύντομο διάστημα παραμονής μαζί με συγγενείς του στην Προβηγκία και την Αβινιόν, την επιμέλειά του ανέλαβε ο θείος του Αββάς ντε Σαντ, λόγιος και σχολιαστής του Πετράρχη, ο οποίος αργότερα προκάλεσε σκάνδαλο με τη σύλληψή του σε οίκο ανοχής. Αυτός ανέθεσε την ανατροφή του σε μια οικογενειακή φίλη, τη Madame de Saint Germain και την εκπαίδευσή του στον Αββά Amblet. Το 1750 εισήλθε στο ιησουιτικό κολέγιο του Μεγάλου Λουδοβίκου στο Παρίσι. Εκεί ήρθε σε επαφή με το θέατρο και τη δραματική τέχνη, που τον γοήτευσαν και απετέλεσαν έκτοτε αγαπημένες του ενασχολήσεις. Οι σωφρονιστικές τακτικές του παιδαγωγικού συστήματος των Ιησουιτών θεωρείται πιθανόν να αποτέλεσαν αίτιο της εκδήλωσης των ομοερωτικών και σαδιστικών τάσεων του ντε Σαντ.
    Το 1754, σε ηλικία δεκατεσσάρων ετών έγινε δεκτός στη στρατιωτική σχολή École des Chevaux-légers, όπου φοιτούσαν αποκλειστικά γόνοι ευγενών. Εκεί έλαβε την αρχική στρατιωτική του εκπαίδευση και την επόμενη χρονιά ονομάστηκε δεύτερος υπολοχαγός στο σύνταγμα του βασιλικού πεζικού. Από το 1757 συμμετείχε στον Επταετή Πόλεμο με το βαθμό του σημαιοφόρου με το σύνταγμα τυφεκιοφόρων της ταξιαρχίας του Αγίου Ανδρέα υπό τον Κόμη της Προβηγκίας (μετέπειτα Λουδοβίκου ΙΗ') αδερφό του Λουδοβίκου ΙΣΤ' και στις 21 Απριλίου 1759 προήχθη σε λοχαγό του Ιππικού της Βουργουνδίας.
Αποστρατεύτηκε το 1763, ταυτόχρονα με το τέλος του πολέμου, και εγκαταστάθηκε στο οικογενειακό κάστρο Château de Lacoste. Εκεί γνώρισε και ερωτεύτηκε τη δεσποινίδα Laure de Lauris, δέσποινα της Vacqueyras.   Η άρνησή της, όμως, για ένα γάμο μαζί του τον οδήγησε να παντρευτεί τη Renée-Pélagie de Montreuil, κόρη ενός πλούσιου κατώτερου δικαστικού με ισχυρές προσβάσεις στη βασιλική αυλή.
    Τον Οκτώβριο του 1763, τέσσερις μήνες μετά το γάμο του, παύθηκε από την υπηρεσία του βασιλιά για πρώτη φορά στη ζωή του και κρατήθηκε για δεκαπέντε ημέρες στις φυλακές του βασιλικού κάστρου Vincennes έπειτα από την καταγγελία μίας ιερόδουλης για βλασφημία. Με τη μεσολάβηση του πατέρα του αποφυλακίστηκε το Νοέμβριο και του επιβλήθηκε υποχρεωτική παραμονή στο οικογενειακό κάστρο του Échauffour υπό την επίβλεψη του επικεφαλής της αστυνομικής διεύθυνσης ηθών.
    Τον Ιανουάριο του 1767 πέθανε ο πατέρας του κληροδοτώντας του τον τίτλο του κόμητος καθώς και τους πύργους Lacoste, Mazan και Saumane αλλά και μεγάλα ποσά χρεών για εξόφληση. Τον Αύγουστο του ίδιου έτους γεννήθηκε το πρώτο παιδί του ζεύγους ντε Σαντ ο Louis-Marie.
    Την Κυριακή του Πάσχα του 1768 συνέβη το πρώτο μεγάλο σεξουαλικό σκάνδαλο του ντε Σαντ (Σκάνδαλο της Arcueil, από το όνομα του προαστίου των Παρισίων, όπου ήταν συγκεντρωμένοι οι οίκοι ανοχής) με μία πόρνη ονόματι Rose Keller. Η Keller τον κατήγγειλε στις αρχές για βίαιη σεξουαλική συμπεριφορά, και παρά την απόσυρση των καταγγελιών της έπειτα από μια γενναιόδωρη προσφορά χρημάτων, λόγω της έκτασης του σκανδάλου, ο βασιλιάς αναγκάστηκε να φυλακίσει το Μαρκήσιο με ένα lettre de cachet αποσιωπώντας έτσι τη συνηθισμένη διαδικασία δίωξης. Έγκλειστος παρέμεινε έως τις 16 Νοεμβρίου οπότε και εγκαταστάθηκε στο κάστρο της Lacoste. Το 1771 τον ακολούθησε εκεί και η οικογένειά του μαζί με την αδερφή της γυναίκας του Anne-Prospère, που σύντομα έγινε ερωμένη του.
    Μετά από ένα επεισόδιο στη Μασσαλία το 1772, που είχε να κάνει με δηλητηρίαση πορνών με το υποτιθέμενο αφροδισιακό, ισπανική μύγα και σοδομισμό με τον υπηρέτη του, Latour, καταδικάστηκαν και οι δύο σε θάνατο. Κατάφεραν να διαφύγουν στην Ιταλία παίρνοντας μαζί τους και την Anne-Prospère, γεγονός που εξόργισε την πεθερά του, Madame de Montreuil, η οποία κατάφερε να εξασφαλίσει βασιλική εντολή για τη σύλληψη του γαμπρού της.
    Στις 8 Δεκεμβρίου 1772 συνελήφθη και μεταφέρθηκε στο Château de Miolans από όπου δραπέτευσε πέντε μήνες αργότερα μαζί με το συγκρατούμενό του, Βαρώνο de l' Allée, και τη βοήθεια δεκαπέντε αντρών. Παρέμεινε κρυμμένος στη Lacoste και επανασυνδέθηκε με τη σύζυγό του διατηρώντας παράλληλα μια ομάδα νέων υπαλλήλων, οι περισσότεροι από τους οποίος παραπονούνταν για σεξουαλική κακομεταχείριση και εγκατέλειψαν το κάστρο του Μαρκησίου. Ο Σαντ αναγκάστηκε πάλι να φύγει στην Ιταλία και κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, έγραψε το βιβλίο, "Voyage d'Italie". Το 1776 επέστρεψε στη Lacoste και προσέλαβε νέες υπηρέτριες, οι οποίες, όμως, έφυγαν γρήγορα από την υπηρεσία του. Το 1777 ο πατέρας μίας από αυτές ήρθε στη Lacoste ζητώντας την κόρη του και επεχείρησε να δολοφονήσει τον Σαντ. Το Φεβρουάριο της ίδιας χρονιάς ο Μαρκήσιος μετήχθη στις φυλακές του κάστρου Vincennes.
    Στις 14 Ιουνίου 1778 πληροφορήθηκε την αθώωσή του για τις κατηγορίες της δηλητηρίασης και του σοδομισμού αλλά αναγκάστηκε να παραμείνει φυλακισμένος λόγω της βασιλικής εντολής, που είχε εκδοθεί με ενέργειες της πεθεράς του. Ένα μήνα αργότερα κατάφερε να δραπετεύσει αλλά συνελήφθη σύντομα και οδηγήθηκε στη Vincennes, όπου παρέμεινε μέχρι και την παύση λειτουργίας της ως φυλακής, το 1784, οπότε μεταφέρθηκε στη Βαστίλη.
    Στις περιώνυμες φυλακές της Βαστίλης κρατήθηκε στον "Πύργο της Ελευθερίας" (Tour de la Liberté) έως την 2α Ιουλίου 1789 όταν άρχισε να φωνάζει από το κελί του ότι σκοτώνουν τους φυλακισμένους καλώντας τον κόσμο να τους απελευθερώσει. Από εκεί, δέκα ημέρες πριν την πυρπόληση της Βαστίλης από τους επαναστάτες, διαμετακομίστηκε με βασιλική εντολή στο άσυλο φρενοβλαβών του Charenton, το οποίο διηύθυνε το τάγμα των Αδελφών του Ελέους.
    Σε αυτή την πρώτη μακρά περίοδο εγκλεισμού του ξεκίνησε τη συγγραφή των πλέον γνωστών έργων του όπως η "Ζυστίν", "120 Μέρες στα Σόδομα", "Διάλογος μεταξύ Ιερέα και Μελλοθανάτου" κ.α. Ο Μαρκήσιος ντε Σαντ απελευθερώθηκε μετά τη Γαλλική Επανάσταση στις 2 Απριλίου 1790 με την ακύρωση όλων των βασιλικών εντολών φυλάκισης υπό τη μορφή lettres de cachet.
    Η σύζυγός του αποσύρθηκε σε μοναστήρι και αρνήθηκε οποιαδήποτε επαφή μαζί του. Τότε ξεκίνησε ο δεσμός του με την τριαντατριάχρονη πρώην ηθοποιό Marie-Constance Renelle (Madame Quesnet), την οποία είχε εγκαταλείψει ο άνδρας της Balthazar Quesnet, αφήνοντάς της και την επιμέλεια του εξάχρονου γιου τους.
    Στις 22 Οκτωβρίου 1790 ανέβηκε με επιτυχία στο Παρίσι το θεατρικό του έργο, "Κόμης Oxtiern ή οι δυστυχίες της ελευθεριότητας", μία κωμωδία τριών πράξεων στην οποία παρουσιάζονταν οι απολαύσεις του εγκλήματος, προκαλώντας, όμως, μεγάλες αντιδράσεις. Προηγουμένως ο Σαντ είχε κυκλοφορήσει ένα πολιτικό μανιφέστο και την επόμενη χρονιά δημοσιεύτηκε μία ανώνυμη έκδοση της "Ζυστίν". Όπως και άλλοι Γάλλοι αριστοκράτες προσαρμόστηκε στη μετεπαναστατική κοινωνία και πολιτικοποιήθηκε εκλεγόμενος γραμματέας και αργότερα πρόεδρος της περιφέρειας Piques των Παρισίων (Section des Piques) και Ειρηνοδίκης.
    Εντούτοις, με την επανάσταση δημιουργήθηκαν καταστάσεις που ο Μαρκήσιος δεν μπορούσε να συμμεριστεί. Προσποιήθηκε τον υποστηρικτή της εγκαθίδρυσης του ολοκληρωτικού σοσιαλισμού και της πλήρους κατάργησης της κυριότητας, όμως επέμεινε στη διατήρηση του οικογενειακού του κάστρου και της ιδιοκτησίας του. Η επιβολή του καθεστώτος της Τρομοκρατίας (1793 - 1794) και οι χιλιάδες εκτελέσεις που ακολούθησαν τον οδήγησαν να αποσυρθεί από την πολιτική κονίστρα αποτροπιασμένος. Αν και είχε χρησιμοποιήσει διάφορες μορφές βασανιστηρίων για να διεγείρει τα πάθη του, δεν μπορούσε να δικαιολογήσει τις μαζικές εκτελέσεις που πραγματοποιούνταν από τον νεοπαγή κρατικό μηχανισμό.
    Στις 8 Δεκεμβρίου 1793 εκδόθηκε ένταλμα σύλληψης, βάσει του Νόμου των Υπόπτων (Loi des suspects) για μία επιστολή που είχε γράψει προ διετίας στον Δούκα Ντε Μπρισάκ, διοικητή της φρουράς του Λουδοβίκου ΙΣΤ΄, και φυλακίστηκε στις Φυλακές Madelonnettes. Μεταφέρθηκε στη Φυλακή Καρμηλιτισσών στη Rue de Vaugirard και από εκεί στο Sainte-Lazare. Καταδικάστηκε για δεύτερη φορά σε θάνατο αλλά λόγω της γραφειοκρατίας διέφυγε τον αποκεφαλισμό στη γκιλοτίνα. Το 1795 δημοσίευσε το έργο του "Φιλοσοφία στο Μπουντουάρ", μία φιλοσοφική μελέτη συνδυασμένη με τη γνωστή ερωτική γραφή του ντε Σαντ, και μέσα στην επόμενη πενταετία κυκλοφόρησαν τα μυθιστορήματα "Η Νέα Ζυστίν", "Αλίν και Βαλκούρ", "Ιστορία της Ζυλιέτ".
    Στα 1799 αναγκάστηκε να εργαστεί σε ένα θέατρο των Βερσαλλιών κερδίζοντας ελάχιστα χρήματα και συντηρώντας παράλληλα το γιο της Madame Quesnet, Κάρολο. Την ίδια χρονιά ανέβηκε, για δεύτερη φορά, στη Société Dramatique των Βερσαλλιών το θεατρικό του, "Oxtiern". Ο ντε Σαντ αντιμετώπιζε έντονα οικονομικά προβλήματα και για ένα διάστημα βρέθηκε να στεγάζεται σε πτωχοκομείο.
    Τον Ιούνιο του 1800 κυκλοφόρησε μία ανώνυμη μπροσούρα με τον τίτλο "Zoloé", μέσω της οποίας ο συντάκτης της επετίθετο στο Ναπολέοντα Βοναπάρτη, που είχε πρόσφατα αναλάβει την εξουσία, και στο περιβάλλον του. Οι υποψίες για τη συγγραφή της στράφηκαν στο Μαρκήσιο παρότι σήμερα είναι, πλέον, επιβεβαιωμένο ότι δεν είχε καμία σχέση. Τον Οκτώβριο κυκλοφόρησε η τετράτομη συλλογή ιστοριών του, "Εγκλήματα από Έρωτα", στην οποία επιτέθηκε με σφοδρότητα σε άρθρο του στη "Journal de Paris" ο ακαδημαϊκός και κριτικός Alexandre-Louis de Villeterque κατονομάζοντας συνάμα το Σαντ ως το συγγραφέα της "Ζυστίν".
    Η μακρά σειρά συλλήψεων του Μαρκησίου ντε Σαντ ολοκληρώθηκε στις 6 Μαρτίου 1801 όταν, τυχαία ευρισκόμενος στο γραφείο του εκδότη του Nicolas Massé, συνελήφθη μαζί του έπειτα από έφοδο της αστυνομίας. Η έρευνα των αρχών αποκάλυψε χειρόγραφα και διορθώσεις του ντε Σαντ για τα έργα "Νέα Ζυστίν" και "Ζυλιέτ". Κατά την ανάκριση ο Massé, με αντάλλαγμα την απελευθέρωσή του, παρέδωσε το χειρόγραφο της "Ζυλιέτ". Ο Σαντ αναγνώρισε το χειρόγραφο αλλά υποστήριξε ότι αυτός δεν ήταν παρά ο αντιγραφέας του.
    Τον Απρίλιο αποφασίστηκε από το διευθυντή της παρισινής αστυνομίας Dubois και τον Υπουργό Ασφαλείας, τον περίφημο Ζοζέφ Φουσέ (Joseph Fouché), η μη διεξαγωγή δίκης του Μαρκησίου προκειμένου να αποφευχθεί μεγαλύτερο σκάνδαλο και ο εγκλεισμός του στη φυλακή πολιτικών κρατουμένων Sainte-Pélagie. Ως αιτιολογία προβλήθηκε η συγγραφή του «επαίσχυντου μυθιστορήματος Ζυστίν» και του «ακόμα φρικτότερου Ζυλιέτ».
Ο ντε Σαντ απηύθυνε από τη φυλακή επιστολή – έκκληση προς τον Υπουργό της Δικαιοσύνης, André Joseph Abrial, στις 20 Μαΐου 1802, ζητώντας την απελευθέρωσή του ή την προσαγωγή του σε δίκη, ισχυριζόμενος ότι δεν είναι ο συγγραφέας της "Ζυστίν". Ακολούθησαν το 1803 οι δύο τελικές διαμετακομίσεις του, αρχικά στις φυλακές Bicêtre και κατόπιν αιτήματος της οικογένειάς του στο άσυλο Charenton, όπου φρουρούνταν από έναν αστυνομικό και οι οικείοι του κατέβαλαν τρεις χιλιάδες φράγκα ετησίως ως τρόφιμη συνδρομή.
    Η Madame Quesnet τον ακολούθησε στο Charenton λαμβάνοντας άδεια παραμονής σε κοντινό δωμάτιο. Ο φιλελεύθερος διευθυντής του ασύλου, Αββάς François Simonet de Coulmier, προμήθευε το ντε Σαντ με γραφική ύλη και τον ενθάρρυνε στο ανέβασμα θεατρικών έργων, ανοιχτών στο κοινό, με ηθοποιούς τους τροφίμους του ιδρύματος. Στο Charenton εκτυλίχτηκε και η τελευταία ερωτική σχέση του Μαρκησίου με την εκεί ανήλικη εργαζόμενη, Magdeleine Leclerc. Σχέση, που εκτός από σεξουαλικό είχε και παιδαγωγικό χαρακτήρα, μιας και ο ηλικιωμένος, πλέον, πρώην ευγενής της δίδαξε γραφή και ανάγνωση.
    Τον Ιούνιο του 1807 σε αστυνομικό έλεγχο στο κελί του ανακαλύφθηκε το δεκάτομο έργο "Τα Ταξίδια της Φλορμπέλ", που μόλις είχε ολοκληρώσει. Το έργο κατασχέθηκε και μετά το θάνατο του Μαρκησίου κάηκε από το γιο του, Donatien-Claude-Armand, όπως και πολλά άλλα ανέκδοτα χειρόγραφά του. Στις 9 Ιουνίου 1809 δολοφονήθηκε σε ενέδρα ο πρεσβύτερος γιος του, Louis-Marie, αξιωματικός του στρατού του Ναπολέοντα και στις 7 Ιουλίου του 1810 πέθανε η σύζυγός του Renée-Pélagie, με την οποία βρισκόταν σε διάσταση από την πρώτη αποφυλάκισή του το 1790.
    Υπό την προεδρία του Ναπολέοντα  το Υπουργικό Συμβούλιο αποφάσισε στα 1811 τη συνέχιση της κράτησης του ντε Σαντ στο Charenton, η απόφαση αυτή ανανεώθηκε στα 1812 ενώ την επόμενη χρονιά απαγορεύτηκαν και οι θεατρικές παραστάσεις, που ανέβαζε στο άσυλο. Το 1813 ολοκλήρωσε το μυθιστόρημα "Histoire secrète d'Isabelle de Bavière" και δημοσίευσε ανώνυμα το βιβλίο "La Marquise de Gange".
    Ο Μαρκήσιος ντε Σαντ, ο Θείος Μαρκήσιος για τους θαυμαστές του και ονοματοδότης του όρου σαδισμός, πέθανε ενώ κοιμόταν, στο άσυλο φρενοβλαβών Charenton στις 2 Δεκεμβρίου 1814, σε ηλικία 74 ετών, εγκαταλείποντας ένα έργο, που θα επηρέαζε και θα μελετούνταν βαθιά από λογοτέχνες, ερευνητές και ψυχαναλυτές τους επόμενους δύο αιώνες.