ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ ΓΙΑ ΠΑΝΤΑ

ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ ΓΙΑ ΠΑΝΤΑ
ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ ΓΙΑ ΠΑΝΤΑ

Πέμπτη 26 Οκτωβρίου 2017

«Υποσουλφίτ». Διήγημα ( Κεφάλαιο Ζ΄ )



    Συνεχίζεται σήμερα με την ανάρτηση του Κεφαλαίου Δ΄, το διήγημα του Παντελή Γιαννακόπουλου με τίτλο « ΥΠΟΣΟΥΛΦΙΤ», που είχε την καλοσύνη να μου στείλει.   
    Ελπίζω να το διαβάσετε και να το βρείτε ενδιαφέρον, όπως το βρήκα εγώ.
Διήγημα  
Υποσουλφίτ
Ζ


-συνέχεια από το προηγούμενο-

Της φίλησαν το χέρι, την αγκάλιασαν, κουλουριάστηκαν στα πόδια της και έκλαψαν. Οι καλεσμένοι ξέσπασαν σα παρατεταμένα χειροκροτήματα. Ξαφνικά μια μακρόσυρτη κραυγή βγήκε από το λαιμό της κυρίας Στρατηλάτη: “Άαααααα..!”, που κομμάτιασε τα κρέπια της δροσερής νύχτας κι έκανε τους παρισταμένους ν’ ανατριχιάσουν σύγκορμα. Η κυρία Στρατηλάτη κύλησε στο δάπεδο του ημίκλειστου με υαλοπίνακες χώρου, που είχε διευθετηθεί έτσι για εκείνην κι έμεινε ακίνητη.
Οι δύο ειδικοί γιατροί -σκιές της από καιρό- που την παρακολουθούσαν διακριτικά πίσω από ένα παρτέρι, για να της παρέξουν κάθε βοήθεια, έσπευσαν κοντά της. Προηγήθηκε ωστόσο ο γιατρός γιός της, που της εφάρμοζε ήδη τεχνητή αναπνοή. Ο “αθέατος” κύριος που έφθασε εν ριπή οφθαλμού κοντά της, αναζητούσε με έκδηλη αγωνία μαζί με τους γιατρούς και τα παιδιά της, τον τρόπο να την επαναφέρει στη ζωή … Ήταν όμως αργά. Το απλανές βλέμμα φανέρωνε ότι εφεξής τα γήινα δεν θα την ξανααπασχολούσαν. Τι κρίμα!
Παρέες-παρέες οι παρευρισκόμενοι σχολίαζαν σοκαρισμένοι το θλιβερό γεγονός. Πολλοί ήταν αυτοί που άφησαν ελεύθερο τον εαυτό τους να εκδηλώσει την οδύνη του με αναφιλητά, με αναστεναγμούς που έπνιγαν την ανάσα τους καθώς εκπήγαζαν με ορμή από τα τρίσβαθα της ύπαρξής τους. Άλλοι, με ξαναμμένα πρόσωπα και γεμάτους δάκρυα οφθαλμούς βίωναν το δικό τους βουβό μαρτύριο. Κάποιοι παρέμειναν απολύτως ακίνητοι, κοκαλωμένοι, ανέκφραστοι σαν μαρμαρωμένες βινιέτες, σαν “παγωμένες” κούκλες που τις βούτηξαν σε υγρό οξυγόνο, για να ολοκληρώσουν για άγνωστο λόγο τη νεκρική τους ακαμψία. Όλοι θύμιζαν τους ήρωες του παραμυθιού, που το σενάριο τους ήθελε να μεταπίπτουν σε μια κατάσταση νεκροφάνειας στη στάση που τους βρήκε η συμφορά, συνήθως ο θάνατος της αγαπημένης τους αρχόντισσας…
Ο Αποσπερίτης σήμερα εμφανίσθηκε νωρίτερα στο σκοτεινό πια στερέωμα του ουρανού. Ορίσθηκε συνοδός του αστεριού που έμεινε μόνο του, μιας από τις σημαντικότερες γυναικείες προσωπικότητες της σύγχρονης Ελλάδας στην πορεία του προς τον πατέρα των πάντων που θα αποφάσιζε για την τύχη του. Ήταν μόνο πενήντα οκτώ ετών και η Θεσσαλονίκη θρηνούσε γοερά, επαναλαμβάνοντας αδιάκοπα ένα πονεμένο γιατί; …Όμως εκείνη βρίσκονταν πολύ μακριά της για να την ακούσει. Το πνεύμα της ζούσε κιόλας στο δικό της κόσμο, συντροφιά προφανώς με όσους αγάπησε και την αγάπησαν και προηγήθηκαν του δικού της ταξιδιού.
 Οι παρευρισκόμενοι δεν είχαν αποχωρήσει ακόμη όταν το Γραφείο Τελετών ήλθε και ανέλαβε υπηρεσία. Ο μυστηριώδης άνδρας έδινε εντολές και οδηγίες με τρόπο σαφή και κατηγορηματικό, ώστε να μην επιδέχονται παρερμηνείες. Δέκα γυναίκες και πέντε άνδρες δήλωσαν ότι διατίθενται να διανυκτερεύσουν μαζί με το προσωπικό της έπαυλης, προκειμένου να συμβάλλουν στη ρύθμιση και τακτοποίηση όλων των λεπτομερειών, για την απρόσκοπτη τέλεση της Εξόδιας Ακολουθίας που απεφασίσθη να γίνει την μεθεπόμενη……
Επέλεξε μόνο τρείς γυναίκες και έναν άνδρα από τους εθελοντές, με τη δικαιολογία ότι το προσωπικό του ήταν υπεραρκετό και αφού ευχαρίστησε τους υπόλοιπους, τους καληνύχτισε και τους συνέστησε να επιστρέψουν στα σπίτια τους. Εγώ είχα αποφασίσει να παραμείνω. Πίστευα ότι είχα αναλάβει μια σοβαρή αποστολή και έπρεπε να τη φέρω εις πέρας. Κανείς δεν με προέτρεψε και κανείς δεν με εμπόδισε, όλον αυτόν τον καιρό που η πρόεδρός μας ασθενούσε, να βρίσκομαι κοντά της. Κάποιοι πίστευαν ότι ήμουν μακρινός συγγενής της και ταυτόχρονα ο προσωπικός της φωτορεπόρτερ συνάμα και βιογράφος της. Αργότερα κάποιοι υποστήριξαν, ότι υπήρξα ο προπομπός του Αγνώστου “Χ”, του επικυρίαρχου των τελευταίων μηνών άνδρα. Ήμουν δηλονότι αυτός που είχε προηγηθεί, για να προετοιμάσει την υποδοχή του…κυρίου του. Ευφάνταστοι και καλοπροαίρετοι Θεσσαλονικείς, πόσο σας αγαπώ! Η αλήθεια πάντως-αν σώνει και καλά θα έπρεπε να δώσω κάποια απάντηση- είναι…πολύ πιο κάτω από τη μέση.
Μερικές ώρες μετά το τραγικό συμβάν και κάποια θέματα, καθ’ υπόδειξη και κατ’ εντολή του μυστηριώδους άνδρα, είχαν πάρει κιόλας το δρόμο διευθέτησής τους. Η σορός της προέδρου θα παρέμενε στην έπαυλη μέχρις μεθαύριο το πρωΐ, προκειμένου να διέλθουν και να αποτίσουν το χαιρετισμό τους -φόρο τιμής- αρχές, συγγενείς, φίλοι, συνεργάτες και απλοί άνθρωποι του λαού. Στις 0900 το διασκευασμένο καταλλήλως όχημα του Γραφείου Τελετών ακολουθούμενο από πομπή αυτοκινήτων θα μετέφερε τη μεταστάσα στον Ιερό Ναό των Κοιμητηρίων της Ευγγελιστρίας… Δύο γραμματείς του πρωτοστάτη άνδρα κρατούσαν σημειώσεις ασταμάτητα. Ήταν σαφές ότι δεν θα δικαιολογούσε ουδεμία παράλειψη. Στα διαλείμματα των υπαγορεύσεων έκαναν βιαστικά τηλεφωνήματα μεταφέροντας τις εντολές ή μεταβίβαζαν κάποιες από αυτές στις γυναίκες και τον άνδρα που επελέγησαν να προσφέρουν τις εθελοντικές υπηρεσίες τους. Τα λεωφορεία που θα μετέφεραν το κοινό από την πόλη της Θεσσαλονίκης, θα αναχωρούσαν από τον χώρο του Σιδηροδρομικού Σταθμού. Το κοινό του Πανοράματος θα μπορούσε να επιβιβασθεί στα λεωφορεία  που θα ανέμεναν πλησίον του ξενοδοχείου ΝΕΦΕΛΗ. Για όσους σκόπευαν να ξενυχτήσουν τηρώντας τα παλιά έθιμα, θα προσεφέρεντο καθ’ όλη τη διάκαια της νύκτας  καφές, τσάϊ, αναψυκτικά, βουτήματα, νερό, σάντουϊτς…                                                                                                                   
            Λένε ότι ποτέ σε κηδεία δεν υπήρξε τόσο μεγάλη προσέλευση καθημερινών ανθρώπων αλλά και επώνυμων εδώ και μια πεντηκονταετία. Την ενταφίασαν -κατά την επιθυμία της- κοντά στο σύζυγο και την κόρη της, στον από διετίας αποκτηθέντα οικογενειακό τους τάφο (τα παιδιά της, όταν ρωτήθηκαν, δεν γνώριζαν ότι ο χώρος των τάφων των δικών τους με μια επί πλέον επέκτασή του κατά μερικά ακόμη τετραγωνικά μέτρα ήταν οικογενειακός). Λένε ακόμη, ότι και γι αυτόν φρόντισε ο “μυστηριώδης κύριος”, του οποίου από την επομένη της κηδείας φέρεται να χάνονται τα ίχνη. Πάντως, παραδέχονται ότι πριν εξαφανισθεί, ρύθμισε όλες τις εκκρεμότητες που αφορούσαν στην εκλιπούσα, ότι συμπεριφέρθηκε στα παιδία σαν να ήταν δικά του. Τους άφησε ένα μεγάλο μέρος των περιουσιακών του στοιχείων και γονική παροχή την έπαυλη μετά το θάνατό του. Συζήτησε με τα παιδιά όλα τα σοβαρά θέματα που τα αφορούσαν (καριέρα, δημιουργία οικογένειας κ.λπ.) και έδωσε πειστικές εξηγήσεις για το κάθε τι που τους γεννούσε ερωτηματικά. Ύστερα τα ξεπροβόδισε μέχρι το αεροδρόμιο “Μακεδονία” απ’ όπου θα επέστρεφαν στη δεύτερη πατρίδα τους…
 Εγώ ήμουν πια μονίμως κοντά του. Ζήτησε να με προσλάβει ισόβιο βοηθό του, και φυσικά το αποδέχθηκα με μεγάλη χαρά. Ειλικρινά, ένιωθα τιμή να υπηρετώ αυτόν τον άνθρωπο. Η έπαυλη επισήμως παραμένει κλειστή. Οι φύλακές της απαγορεύουν αυστηρά τη διέλευση του οποιουδήποτε. Το αφεντικό, ο εργοδότης μας, ο “αθέατος κύριος” δεν είναι για κανέναν εδώ. Ωστόσο, στο μικρό αυτό παλατάκι υπάρχουν και δραστηριοποιούνται (εργάζονται) κάτι περισσότερα από είκοσι άτομα, που σιτίζονται και διανυκτερεύουν μονίμως εκεί. Είναι το απολύτως έμπιστο προσωπικό της έπαυλης που διεκπεραιώνει τα σοβαρά κα μη θέματα του κατόχου της. Πρόκειται για δύο πολύγλωσσους γραμματείς, έναν διακεκριμένο νομικό σύμβουλο, έναν οικονομικό αναλυτή παγκόσμιας εμβέλειας, έναν βραβευμένο λογιστή, έναν αριστούχο απόφοιτο της Πληροφορικής, μία διεθνούς ακτινοβολίας ορυκτολόγο, μαγείρισσα, δύο σερβιτόρες, δύο καθαρίστριες, δύο κηπουρούς τρείς φύλακες, δύο οδηγούς και έναν-δύο άλλους ακόμη που μου διαφεύγουν.  Επισκευές, ανακαινίσεις, εργασίες συντήρησης της οικοδομής κ.λπ. συντονίζονται από τις γραμματείς και διεκπεραιώνονται αυθημερόν.
Στο εξαιρετικής ομορφιάς γραφείο του με τις σπάνιες συλλογές ξιφών και όπλων ευθυτενούς τροχιάς, την τεράστια μαονένια βιβλιοθήκη, το μοναδικό στην ομορφιά του σεκρετέρ, την βαριά περιστρεφόμενη πολυθρόνα του, την μικρή κάβα με τα πανάκριβα ποτά και το επενδεδυμένο με μασίφ ξύλο (από καστανιά) ψυγείο στην ανατολική γωνιά κανείς δεν είχε το δικαίωμα να εισέρθει, αν δεν είχε κληθεί ρητώς από τον ίδιο τον εργοδότη μας. Μετά το θάνατο της Στρατηλάτη και για ένα εικοσαήμερο περίπου ο χώρος αυτός τον φιλοξενούσε ατέλειωτες ώρες. Τηλεφωνούσε -και ήταν πάντα πολύ σύντομος- σπάνια, κρατούσε σημειώσεις, δούλευε πάνω στο λάπ -τόπ του και έπινε το αγαπημένο του ουΐσκυ. Μου είχε δώσει το δικαίωμα να τον ακολουθώ σε κάθε μετακίνησή του και εγώ δεν έχανα την ευκαιρία: κατέγραφα το κάθε τι στο σημειωματάριο και το κασετοφωνάκι μου. Αποχωρούσα και αποσυρόμουν για ανάπαυση στο δωμάτιό μου, μόνο ύστερα από δική του προτροπή. Κι’ αυτό πιστέψτε με, δεν βράδυνε ποτέ υπερβολικά. Ζούσα μια ενδιαφέρουσα, γεμάτη και σχετικώς ξεκούραστη ζωή.
                                                                                                                                     -συνεχίζεται-
                                                                                                                                       
                                                                                                                                                       Π. Γιαννακόπουλος