ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ ΓΙΑ ΠΑΝΤΑ

ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ ΓΙΑ ΠΑΝΤΑ
ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ ΓΙΑ ΠΑΝΤΑ

Παρασκευή 20 Οκτωβρίου 2017

«Υποσουλφίτ». Διήγημα ( πρώτο μέρος)



    Από σήμερα και για τις επόμενες επτά ημέρες, θα αναρτώ σε συνέχειες, λόγω μεγέθους, το διήγημα του Παντελή Γιαννακόπουλου με τίτλο « ΥΠΟΣΟΥΛΦΙΤ», που είχε την καλοσύνη να μου στείλει.
    Επειδή πιθανόν να μην γνωρίζετε τι σημαίνει ο τίτλος, «υποσουλφίτ» είναι κάποια υγρά που χρησιμοποιούνται στην εμφάνιση φωτογραφιών από φίλμ.
    Ελπίζω να το διαβάσετε και να το βρείτε ενδιαφέρον, όπως το βρήκα εγώ.
Διήγημα                                                                                                                                      
Υποσουλφίτ
Α΄
Αποστολέας της επιστολής ο “Σύλλογος Κυριών και Κυρίων για τη διάδοση της Φιλαλληλίας”. Παραλήπτης, ο υποφαινόμενος. Είναι χρόνια που την κρατώ φυλαγμένη στο συρτάρι του γραφείου μου. Κάθε φορά που την ανοίγω, η μελαγχολία για το προσωρινό και το μάταιο της ανθρώπινης ύπαρξης μου συνθλίβει το στήθος μετατρέποντάς με σε μια άχρηστη μάζα από σάρκες και κόκαλα. Μετά από μερικές μέρες επανέρχομαι στα συγκαλά μου, για να προκαλέσω και πάλι την αυτοχειρία, τη μοίρα μου είπε κάποιος, όταν η συγκυρία των καταστάσεων θα με ξανάβρει χαλαρό κι’ αδύναμο. Τα γράμματα μικρά, καλλιγραφικά, ελαφρώς πλαγιαστά. Ο φάκελος από φίνο χαρτί, η αρχιτεκτονική και η δομή του διπλωμένου εντός εγγράφου προσεγμένα. Υπέγραφε η πρόεδρος του Συλλόγου κυρία Φωκά. Η εσώκλειστη φωτογραφία είναι το αντικείμενο που μου κόβει πάντα την ανάσα, όταν την αντικρίζω αλλά και όταν ακόμη τη σκέφτομαι. Γύρω στα πενήντα μέλη του Συλλόγου φιγουράρουν με ανέμελα, γελαστά και χαρούμενα πρόσωπα, ως προπομποί μιας μπριόζας, πολύχρωμης και  δροσερής Άνοιξης,. Βαθυπράσινη η βλάστηση, και πολύχρωμα τα λουλούδια ολόγυρα στα παρτέρια και τα κηπάρια του φυλακίου σαν τις γραβάτες, τις φούστες και τα παντελόνια, τις μπλούζες και τις ζακέτες των εκδρομέων……
Όλοι τους μπροστά από το προκεχωρημένο φυλάκιο του Γ΄ Σώματος Στρατού έχουν πάρει την πόζα τους, περιβάλλοντας ταυτόχρονα με στοργή, αγάπη και περηφάνια τους φρουρούς των συνόρων, που τους έχουν φορτώσει προηγουμένως με χρήσιμα δωράκια: ξυριστικά, οδοντόκρεμες, σαπούνια, κάλτσες, φανελάκια, ραδιοφωνάκια, βιβλία, γαλατάκια Νουνού, μπισκότα, γλυκά…Σε πρώτο πλάνο το μεγάλο δώρο περιτυλιγμένο με μια τεράστια κορδέλα που κατέληγε σε έναν τεράστιο φιόγκο η ομαδική προσφορά του Συλλόγου προς το φυλάκιο: Μια ευμεγέθης τηλεόραση. Πίσω ακριβώς από αυτήν η επί δώδεκα συναπτά έτη πρόεδρος κυρία Στρατηλάτη. Γυναίκα εύστροφη, δραστήρια, ζωντανή. Η ψυχή, όπως λέμε, του Συλλόγου. Μια ασημένια σφυρίχτρα κρεμασμένη με μεταξωτό κορδόνι από το λαιμό της παρέπεμπε στην εποχή που, ως αρχηγός “Οδηγών”, γαλούχησε στα νάματα της φυλής (πατρίδα, οικογένεια, θρησκεία) γενεές επί γενεών νέων κοριτσιών, που αναδείχθηκαν αργότερα σε υποδειγματικές μητέρες, ενώ κάποιες από αυτές διακρίθηκαν στον επιχειρηματικό, καλλιτεχνικό και επιστημονικό στίβο. Πλάι της ο Αντιστράτηγος Διοικητής του Γ΄Σ. Στρατού που την τιμούσε με την παρουσία του, ο Διοικητής του Συντάγματος και ο Διοικητής του Λόχου Προκαλύψεως. Η Στρατιωτική Μουσική και Τμήμα Αποδόσεως Τιμών κάλυπτε το πίσω δεξιά μέρος της φωτογραφίας και στο βάθος μόλις διακρίνονταν το στρατιωτικό ελικόπτερο από το οποίο προ ολίγου είχε αποβιβαστεί ο Στρατηγός.
Το κείμενο της Προέδρου -της κυρίας Φωκά- που συνόδευε τη φωτογραφία, αναφέρονταν με δύο φράσεις στο γεγονός που αποτυπώνονταν σ’ αυτήν, την ημερομηνία  επίσκεψης του φυλακίου προκαλύψεως και στους 5-6 συντελεστές της εξόρμησης  συμπεριλαμβανομένου και του Στρατηγού. Πάντως, η εκδήλωση -όπως καλά ενθυμούμαι- πραγματοποιήθηκε σε μια μεταβατική φάση του Συλλόγου, αφού λίγες μέρες αργότερα -λόγω αιφνίδιας επιδείνωσης της υποβόσκουσας σοβαρής ασθένειας της Στρατηλάτη- ανέλαβε  εκτάκτως την προεδρία η κυρία Φωκά. Αυτό(ά) που με συγκινούσε(αν) κάθε που κρατούσα τη φωτογραφία στα χέρια μου, ήταν η αποτυπωθείσα στο φίλμ (στο μέτρο που αυτό μπορεί να γίνει και να φανεί) η περιρρέουσα ατμόσφαιρα χαράς και ξεγνοιασιάς καθώς (και κυρίως αυτό) η επιμονή της Στρατηλάτη, όπως αυτή -ως δυνατή εντύπωση- χαράχθηκε και στη μνήμη μου, να θέλει στην πεζή ζωή μας, να γνωστοποιεί (και να υποβάλλει κατά κάποιο τρόπο) “τις θερμότερες των ευχών της” προς τον Στρατηγό και μέσω αυτού προς το στράτευμα γενικότερα. Ακόμη ηχεί στα αυτιά μου η οικεία ζεστή και γεμάτη φωνή της, που τη συνόδευε όμως πάντα με μια επικοινωνιακά αψεγάδιαστη “επιστολή”, που συνέβαλλε  στην επιτυχέστερη προσέγγιση κοινού και στρατού. Και πάλι, δεν ήταν μόνο ο μεστός και ειλικρινής της λόγος, αλλά και το κοντράστ των συναισθημάτων που μου δημιουργούσε αυτόματα η συνειδητοποίηση της ματαιότητας, όπως προείπα, που επικύρωνε η διαπίστωση (μήπως το γεγονός;) ότι τουλάχιστον έξι απ’ τους εικονιζόμενους δεν βρίσκονταν πια ανάμεσά μας.
Στο αριστερό άκρο της φωτογραφίας οι δίδυμες και αχώριστες αδελφές Τσέλιου, εβδομηντάχρονες τότε(αμφότερες άγαμες), από αρχοντική οικογένεια με σπουδές στο εξωτερικό, γενναιόδωρες στις δωρεές-προσφορές τους στο Σύλλογο. Πριν τρία χρόνια σε ηλικία ογδόντα πέντε ετών έπεσαν θύματα τροχαίου στον περιφερειακό, καθώς μια νταλίκα συγκρούστηκε σφοδρά με το ταξί που τις μετέφερε στο Νοσοκομείο Παπαγεωργίου, όπου θέλησαν να επισκεφθούν αναξιοπαθούσα φίλη τους. Ελλείψει συγγενών η σημαντική περιουσία τους περιήλθε εξ ολοκλήρου στο Δημόσιο. Πίσω και αριστερά από το Στρατηγό ο εικαστικός Θεοδώρου. Εγκατέλειψε τα εγκόσμια σε ηλικία εβδομήντα ετών από οξύ έμφραγμα του μυοκαρδίου. Ο ίδιος δεν είχε παντρευτεί ποτέ. Άφησε ωστόσο ορφανά και απροστάτευτα τα δύο τριαντάχρονα προβληματικά ανίψια του, που συντηρούσε από δεκαετίας, μετά την αναπάντεχη απώλεια της αδελφής και του γαμπρού του, που βρήκαν τραγικό θάνατο, όταν υποχώρησε ο εξώστης του διαμερίσματός τους στον τέταρτο όροφο μιας πολυκατοικίας στο κέντρο της πόλεως, την ώρα που διάβαζαν τα κυριακάτικα φύλλα των εφημερίδων, πίνοντας το καφεδάκι τους μετά την επιστροφή τους από τον Ιερό Μητροπολιτικό Ναό όπου παρακολούθησαν την Θεία Λειτουργία της Κυριακής.
 Μπροστά από τον υπαξιωματικό με το εμφώνιο, ο εξηντάχρονος Μαράκης, απόστρατος αξιωματικός. Μανιώδης καπνιστής, προσεβλήθη από την επάρατο και μας άφησε χρόνους το 1994 σε ηλικία εξήντα εννέα ετών. Η κόρη του παντρεμένη στη Φλόριντα, με προβλήματα υγείας και η ίδια, ήταν μάλλον αδύνατο να ενδιαφερθεί για τη μητέρα της, η οποία έπασχε από Αλτσχάιμερ και την οποία φρόντιζαν εναλλάξ κυρίες του Συλλόγου τον πρώτο καιρό. Κάποια μέρα του Οκτωβρίου, προ πενταετίας, σε μια αιφνίδια και λιγόλεπτη επιστροφή της νοητικής της διαύγειας αναζήτησε τον σύζυγο και την κόρη της. Η παριστάμενη κυρία προέβαλε κάποιες δικαιολογίες για την απουσία τους. Ποιος ξέρει τι χαράχθηκε βίαια μέσα στο άρρωστο κεφαλάκι της  ασθενούς. Τα χαράματα άφησε την τελευταία της πνοή ύστερα από οξύ εγκεφαλικό επεισόδιο.
 Ήσαν και μερικά άλλα άτομα στο πλάνο, που χρόνια τώρα δεν έχω ξανασυναντήσει στις εξορμήσεις μας, όπως και κάποια ελάχιστα, ένα-δύο, που δεν συμμετείχαν, θαρρώ, ποτέ άλλοτε στην πληρότητα ενός εσταντανέ σαν κι’αυτό της φωτογραφίας. Εκφράσεις, βινιέτες, χρώματα όλα τόσο  ζωντανά ,τόσο φυσικά, που νομίζεις ότι θα δεις τα πρόσωπα να κινούνται, για να προετοιμασθούν για το επόμενο πλάνο. Και τότε και τώρα εξακολουθούν να μαζεύουν αγριολούλουδα, να πιάνουν πασχαλίτσες (κοξινέλα σέπτι μπουκτάτα, μου είπε ένας γεωπόνος στρατιώτης ότι ήταν η επιστημονική τους ονομασία) που τις αφήνουν ύστερα να πετάξουν από τις άκρες των δακτύλων τους. Έπλεκαν και πλέκουν στεφάνια από τους κλώνους μιας τεράστιας “κλαίουσας ιτέας” βυθισμένης στην ιλύ του παρακείμενου ρέματος, τραγουδούσαν, έπαιζαν και παίζουν με τα σκυλιά του φυλακίου, καλούν δυνατά ο ένας τον άλλο, παίζουν βόλεϋ………………………………………………………………………..
Πώς είναι η ζωή Θεέ μου! Από τη μια οι γκρίζες εικόνες των απωλειών, από την άλλη το φώς και τα χρώματα. Ο θάνατος και η ζωή σε μιαν αέναη πάλη επικράτησης ή εναλλαγής των ρόλων τους, ως εκφραστών της λύπης ή της χαράς στο διηνεκές. Και η λογική, το δώρο του Θεού προς τον άνθρωπο, προς τα πού θα πρέπει να στραφεί για να λάβει απαντήσεις για τα προαιώνια ερωτήματα που τον βασανίζουν; Μακάρι να γνώριζε κάποιος την απάντηση για να τη μάθουμε κι’ εμείς. Υποπτεύομαι ότι αμφότερες οι έννοιες είναι συνδεδεμένες άρρηκτα με την πορεία του ανθρώπου προς την ολοκλήρωσή του ως πνευματικού όντος προσκείμενου προς το Θείο. Οι χώροι όπου “δραστηριοποιούνται” και οι καταστάσεις στις οποίες “πρωταγωνιστούν”, ενίοτε επικαλύπτονται και μάλιστα κατά τρόπο που να αδυνατεί κανείς να προσδιορίσει με σιγουριά και ικανοποιητική ακρίβεια τη διαχωριστική γραμμή πού οριοθετεί την επικυριαρχίας του καθενός.
Ήμουν λεπτομερειακά σχεδόν ενημερωμένος από την Πρόεδρο, για τα δυσάρεστα και ταυτόχρονα για τα ευχάριστα που σηματοδοτούσαν τη ζωή των  μελών του συλλόγου μας, ώστε άνετα να μπορώ(θα μπορούσα) να κρατήσω ημερολόγιο με αξιώσεις τουλάχιστο εύρους δεκαπενταετίας, που να αποτελεί τη ζώσα ιστορία ενός από τους πλέον δραστήριους συλλογικούς φορείς της χώρας. Να!, εκείνες οι δωδεκάχρονες κορασίδες στα δεξιά της τηλεόρασης είναι τώρα εικοσιπεντάχρονες κυρίες. Σολίστ του βιολιού σήμερα, διεθνώς αναγνωρισμένη η μία, η Λίζα Λεοντίου, η Λίλε, όπως την αποκαλούν στη μουσική πιάτσα θυγατέρα απόμαχου βιολονίστα (για τον πατέρα της Κίμωνα που διακρίνεται πλάι τους, προοιωνίζονταν λαμπρή διεθνής καριέρα, αλλά ένας τραυματισμός στα δάχτυλά καθώς κλάδευε τις τριανταφυλλιές του, του στέρησε  αυτήν την προοπτική).
Η λεπτεπίλεπτη Καλημέρη, αυτή με το φούξια φόρεμα στο δεξιό άκρο του φωτογραφικού στιγμιότυπου, λειτουργεί από μηνών ένα μικρό κομψό φαρμακείο στη Χαριλάου. Ακούσθηκε ότι συμμετείχε σε ερευνητική διαβαλκανική ομάδα για την ανακάλυψη εμβολίου επιβράδυνσης της εξέλιξης της νόσου σκλήρυνση κατά πλάκας. Την επιτυχία της ομάδας αποδίδουν κυρίως στη δική της συμμετοχή, αφού απεδείχθη ακάματη, εξαιρετικά μεθοδική, και με ηγετικές ικανότητες… Συνήθως ακολουθούσε τη μητέρα και τη θεία της στις εξορμήσεις του Συλλόγου. Στη φώτο είναι με τη θεία της. Η πρώτη, η μητέρα της, στα τριάντα δύο της ακολούθησε το φίλο της στην Αργεντινή. Η αδελφή της Ιουλία στο μέσον της φωτο, μόλις είχε παντρέψει και τα δύο παιδιά της(καθηγητής αγγλικών ο γιος, δασκάλα η κόρη, δασκάλα και η ίδια της), όμως δεν πρόλαβε να ξενοιάσει. Ανέλαβε εξ ολοκλήρου τη μόρφωση και γενικότερα τη φροντίδα της ανεψιάς της, που πλέον αποτελούσε το τρίτο παιδί της. Ο γαμπρός της και πατέρας της μικρής, υπομηχανικός -εργολάβος οικοδομών- είχε κλείσει προ δεκαετίας μια  σοβαρή δουλειά στη Βραζιλία. Έκτοτε, αγνοείται η τύχη του.
Ά, να και ο κ. Χατζηματθαίου, συνταξιούχος  Εισαγγελέας Εφετών. Είχε κάποια σοβαρά προβλήματα με την υγεία της μεγαλοκοπέλας κόρης του και συνεχίζει να τα έχει. Παραδίπλα, στο μέσον της δεύτερης σειράς η κυρία Γεωργίου, πρώην Πρόεδρος του Λυκείου Ελληνίδων. Εδώ κι’ ένα χρόνο έχει αποσυρθεί από τα δρώμενα του Συλλόγου. Μια πάθηση των ποδιών την έχει καθηλώσει στην αναπηρική πολυθρόνα της. Κινείται ελάχιστα και μόνο με τη βοήθεια περπατούρας. Την θυμάμαι να συναγωνίζεται την κυρία Στρατηλάτη στο χορό, στην καταπληκτική βεγγέρα που οργάνωσε το Λύκειο στη Ρέμβη κι εμείς να χειροκροτούμε ασταμάτητα. Ω! πως το θυμάμαι! Έπαιζε μερακλωμένα το κλαρίνο “τι ήθελα και σ΄αγαπούσα και δεν κάθουμαν καλά” κι εκείνες να πετάγονται στην πίστα σαν ελατήρια και να στροβιλίζονται με χάρη, και αλκή πάνω στα πατήματα του σκοπού. Ακούραστες γαζέλες, που η καθεμιά τους πρόσθετε στο ταλέντο της τις δικές της επινοήσεις στην απόδοση των τσαλιμιών του συγκεκριμένου χορού και φυσικά την προσωπική της τεχνική που χαρακτήριζε τη συνολική χορευτική ερμηνεία της μιας, ελαφρώς καλύτερης ή υποδεέστερης της άλλης. Ο ιδρώτας έτρεχε ασταμάτητα σε όλο τους το κορμί και τα φορέματά τους κολλούσαν στη σφιχτή σάρκα σαν έγχρωμο διαφανές αυτοκόλλητο. “Άιντε, άιντε,…,χοπ, χοπ, δόστου…” φώναζαν κάποιοι αρσενικοί ενθουσιασμένοι. Κι εκείνες εξαντλημένες και  κατάκοπες, πλήν ευτυχείς για τις εκδηλώσεις θαυμασμού,  τα ευμενή σχόλια και τις διθυραμβικές κριτικές των παρακαθημένων, με μία μικρή έπαρση στα ευειδή κάθιδρα πρόσωπά τους, απολάμβαναν τον θρίαμβο και συνέχιζαν πάλι και πάλι την (ευχάριστη) δοκιμασία με πείσμα κι ένταση, προφανώς μέχρι την τελική πτώση τους. Μιας πτώσεως ωστόσο  που δεν σημειώνονταν ποτέ.
 Και αφού δεν εγκατέλειπε καμιά τους και για να μην υπάρξει νικήτρια και ηττημένη, αλλά και κυρίως για να συνεχιστεί απρόσκοπτα το κανονικό πρόγραμμα της βραδιάς, “έπεφτε” όλως αιφνιδίως ο τόνος της ορχήστρας. Τότε ο εκφωνητής έπαιρνε το μικρόφωνο (όλα ήταν σχεδιασμένα) κι έλεγε δυνατά και πρόσχαρα: “Προσοχή, προσοχή!...Βραζιλία-Αργεντινή 0-0”. Οι παριστάμενοι ξεσπούσαν σε θερμά χειροκροτήματα, ενώ εκείνες αγκαλιαζόντουσαν και φιλιόντουσαν συγχαίροντας ταυτόχρονα η μία την άλλη. Και ακριβώς τότε, καθώς επέστρεφαν στις θέσεις τους αναψοκοκκινισμένες, ασθμαίνουσες και περήφανες κάτω από τις συνεχιζόμενες επευφημίες και τα παρατεταμένα και δυνατά χειροκροτήματα, ζεύγη κυρίως μεσηλίκων εισέβαλαν ειρηνικά στην πίστα και τη γέμιζαν ασφυκτικά, ευθύς με την έναρξη της μελωδίας του βάλς από την εξαιρετικά συντονισμένη ορχήστρα. Ακολουθούσε το αγαπημένο τους ταγκό. Με το changement(=αλλαγή) πού κάποιος ψιθύριζε στο μικρόφωνο (πού είσαι Μπουσιώτη να τους δεις;) ο κόσμος παραληρούσε, με το τσα-τσα έχανε τον έλεγχο των πράξεών του, με τη   μπόσα νόβα απαλλάσσονταν από τις αναστολές του και τέλος με το ροκ ν’ρολ αποχαλινώνονταν. Οι προνομιούχοι(χωρίς ντάμα) και τιτλούχοι συνάμα καβαλιέροι χόρευαν με τις μέχρι προ ολίγου συναγωνιζόμενες προέδρους……
Η σημερινή πρόεδρος κυρία Φωκά -απλό μέλος κατά την τότε επίσκεψη στο φυλάκιο- με την οποία διατηρούμε εξαιρετικά φιλικές οικογενειακές σχέσεις, εικονιζόταν στο αριστερό άκρο της φωτογραφίας όπως τη βλέπουμε. Κρατούσε το χέρι του δεκάχρονου τότε γιου της (και για να μην αναρωτιέστε, σας πληροφορούμε ότι κανένα παιδί δεν έχανε τα μαθήματά του. Οι εκδρομές πραγματοποιούνταν Σάββατα, Κυριακές ή αργίες). Στην άλλη πλευρά η κόρη της Τίνα, φοιτήτρια της φιλοσοφικής, εκφωνήτρια αργότερα και παρουσιάστρια εκπομπών σε μεγάλο ιδιωτικό κανάλι. Αν και ταλαντούχα εμφανίστηκε μόνο για δυο χρόνια στη μικρή οθόνη, ύστερα χάθηκε. Ο σκληρός ανταγωνισμός, τα πισώπλατα μαχαιρώματα και τα χτυπήματα κάτω από τη ζώνη, απογοήτευσαν την εξαίρετου ήθους και κάλλους κοπελιά, που προτίμησε να αποσυρθεί στα ενδότερα της δημοσιογραφικής συμμετοχικής δημιουργίας, στην ανωνυμία δηλαδή των μετόπισθεν των ΜΜΕ, όπου οι εργαζόμενοι εκεί έχουν τουλάχιστον το κεφάλι τους ήσυχο. Πάντως, θυμάμαι να αναγιγνώσκει με την καθαρή και αισθαντική φωνή της στο ραδιόφωνο, λίγο πριν το εγκαταλείψει κι’ αυτό απαυδισμένη μαζί με τις “βιτρίνες”, χάριν -είπαμε- της “φιλήσυχης και φιλειρηνικής” ασημότητας, ένα σχόλιο των εκδόσεων Νεφέλη για τη νομπελίστα Τόνι Μόρισον: “Πέντε εντελώς διαφορετικές γυναίκες -η Μέι,η Κριστίν, η Χηντ, η Τζούνιορ, η Βίντα- πέντε εντελώς διαφορετικές ζωές, με μια μοναχά κοινή εμμονή: έναν άντρα, τον Μπιλ Κόζι. Καιρό μετά το θάνατό του, ο πλούσιος και επιβλητικός ιδιοκτήτης του ξενοδοχείου Κόζι συνεχίζει να ενσαρκώνει τους πόθους τους για έναν πατέρα, έναν σύζυγο, έναν εραστή, έναν φρουρό, έναν φίλο, χωρίς ποτέ να εκχωρήσει σε καμιά τους αυτό που τόσο επιθυμεί… ”. Το βιβλίο, απ’ όπου και το απόσπασμα, είχε τον τίτλο “Αγάπη” και το είχα προμηθευτεί κι εγώ. Ενδιαφέρον. Βρίσκεται ακόμη στη βιβλιοθήκη μου.  

                                                                                                        -συνεχίζεται-
                                                                                                                                                          Π. Γιαννακόπουλος