ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ ΓΙΑ ΠΑΝΤΑ

ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ ΓΙΑ ΠΑΝΤΑ
ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ ΓΙΑ ΠΑΝΤΑ

Τετάρτη 25 Οκτωβρίου 2017

«Υποσουλφίτ». Διήγημα ( Κεφάλαιο ΣΤ΄ )



    Συνεχίζεται σήμερα με την ανάρτηση του Κεφαλαίου Δ΄, το διήγημα του Παντελή Γιαννακόπουλου με τίτλο « ΥΠΟΣΟΥΛΦΙΤ», που είχε την καλοσύνη να μου στείλει.   
    Ελπίζω να το διαβάσετε και να το βρείτε ενδιαφέρον, όπως το βρήκα εγώ.
Διήγημα  
Υποσουλφίτ
ΣΤ

-συνέχεια από το προηγούμενο-
           

Κλεισμένη στο εκμισθωμένο μικρό διαμέρισμά της, στον τρίτο όροφο, κοντά στη Ιερά Μητρόπολη Θεσσαλονίκης, εδώ και δύο χρόνια, η άλλοτε πανίσχυρη Πρόεδρος των Προέδρων απογυμνωμένη από τίτλους, αξιώματα και ισχύ, πρωταγωνιστούσε στην τελευταία πράξη ενός  ιδιότυπου δράματος χωρίς να αρθρώνει λέξη, χωρίς να χρησιμοποιεί     τη γλώσσα -έστω- του σώματος, αφού η ασθένεια της στέρησε εντελώς την αίσθηση του χώρου, του χρόνου και την επαφή με τα τεκταινόμενα. Πού και πού μια αναλαμπή στα άλλοτε υπέροχα μάτια της, άφηνε τον επισκέπτη να εικάσει, ότι κάτι μέσα από τη γκρεμισμένη της ύπαρξη αγωνίζονταν και πάλι να αναστηλωθεί, να δηλώσει την παρουσία του στο “υπαρκτό τώρα”, αυτό που αποτελεί για όλους μας μέρος του σήμερα.
Ναι, ίσως, πιθανόν να πάλευε (αυτό δε θα το μάθουμε ποτέ) να ξαναστήσει στα πόδια της τη τσακισμένη ζωή της, αυτήν που είδε να γίνεται στάχτη και μπούλμπερη, συντρίμμια που σκορπίσθηκαν στα πέρατα της οικουμένης, αφήνοντας μόνο ένα μικρό  στίγμα και ένα πολύ μικρό ανθρώπινο αποτύπωμα. Ίσως! Οι εντολές της φύσης, του χρόνου ή του πολύμορφο χώρου δεν πρέπει να παραβλέπονται. Γιατί, στ’ αλήθεια, ποιά διάσταση από αυτές που γνωρίζει ο άνθρωπος, φιλοξενεί την αδρανοποιημένη λογική, τη σαλεμένη αντίληψη, την παραμορφωμένη φαντασιακή σχεδίαση, καθώς η απτή πραγματικότητα χέρι-χέρι με την εικονική αδελφή της βυθίζονται στο ανεξερεύνητο και πλέον σκοτεινό βάραθρο της ύπαρξης του ζώντος τέλους; Γιατί, μια τέτοια κατάσταση του συνδρόμου της απόλυτης σύγχυσης των αισθήσεων βίωνε -ζωντανή και νεκρή σύναμα- η ηρωίδα μας;
  Κάποιες στιγμές την είδαν να στρέφει αριστερά-δεξιά το κεφάλι της για αρκετά λεπτά ασθμαίνοντας έντονα και βγάζοντας άναρθρες κραυγές και άλλοτε πάλι  να καταφέρνει να αρθρώνει ασύνδετες λέξεις, χωρίς περιεχόμενο, ακατανόητες, πρωτόγνωρες και ενίοτε  μυστηριακές. Η συμπεριφορά της, δυσερμήνευτη ακόμη και από τους θεράποντες γιατρούς, προκαλούσε πολύ περισσότερο τη δική μας περιέργεια και λύπη, γιατί γνωρίζοντας τη χαρισματική γυναίκα που μέχρι χθες καμία άλλη γυναικεία προσωπικότητα δεν διανοείτο να της αντιπαραβληθεί, σήμερα ανατριχιάζαμε σύγκορμα για το θλιβερό κατάντημά της…
Ο μυστηριώδης εξηνταπεντάχρονος άνδρας που είχαμε μνημονεύσει στο προηγούμενο κεφάλαιο, αυτόν που ανοήτως είχα χαρακτηρίσει ως το σκοτεινό πρόσωπο του αγνώστου και που αρχικά μου είχε δώσει την  εντύπωση ενός αδύναμου και φοβισμένου ανθρώπου, ήταν ο μόνος που την κρατούσε συντροφιά καθ’ όλη σχεδόν τη διάρκεια της μέρας. Αραιά και πού, για μια-δύο ώρες, τον αντικαθιστούσαν κυρίες του Συλλόγου. Όταν επέστρεφε, είχε φρεσκαριστεί, είχε αλλάξει κοστούμι και ήταν περιέργως χαρούμενος που θα έμενε εκεί μέχρι τις 23.00, ώρα που ανελάμβανε τη νυχτερινή βάρδια η αποκλειστική νοσοκόμα. Στις 08.00 της επομένης και πάλι στη θέση του γελαστός, με την αφοπλιστική του σιγουριά, την άνεση, τη ψυχραιμία, τη φινέτσα του.
Ο άνθρωπος λοιπόν αυτός ρίζωσε τελικά στη συνείδησή μου και γιγαντώθηκε σε λίγες μέρες ανάμεσα στις πτυχές του εγκεφάλου μου, λαβών διαστάσεις υπερανθρώπου. Το χλωμό του πρόσωπο μου θύμιζε αδιόρατα κάτι πολύ απόμακρο, που όμως ήταν αδύνατο να προσδιορίσω. Ας είναι. Εγώ τον θαύμαζα! Ίσως τον ζήλευα κιόλας για την αυτοκυριαρχία, την αντοχή και τον αυτοέλεγχό του. Αναμφίβολα ήταν ένας ξεχωριστός άνθρωπος, για τον οποίο κανείς δεν γνώριζε καταγωγή, σπουδές, επάγγελμα, ονοματεπώνυμο. Φαινόταν ότι τον συνέδεε κάτι σοβαρό και ταυτόχρονα ιδιαίτερα φιλικό με την Πρόεδρο. Μόνο που για εκείνην δεν αποτελούσε πια λόγο ανταπόκρισης, αφού ήδη είχε χάσει την επαφή με τον περίγυρο και αδυνατούσε πλέον να κάνει συνειρμούς, να φαντασθεί, να αναγνωρίσει φιλικά και αγαπημένα πρόσωπα.
Κάποιες φορές χρειάσθηκε να μεταφερθεί η πρόεδρός μας εσπευσμένα σε μια από τις τρείς καλύτερες κλινικές της Θεσσαλονίκης, καθ’ υπόδειξη των δύο γιατρών που την παρακολουθούσαν και την επισκεπτόντουσαν κάθε μέρα ανελλιπώς. Σε όλες τις περιπτώσεις τα έξοδα καλύφθηκαν από τον δικό μας μυστηριώδη κύριο. Αλλά και η δαπάνη για τη μετατροπή του υπνοδωματίου στο σπίτι της σε… μονόκλινο πολυτελούς κλινικής μαζί με τις επί μέρους δαπάνες για τις τρείς αποκλειστικές, τα γεύματα, τα κεράσματα στους επισκέπτες, τα λουλούδια, τις υποχρεώσεις του Συλλόγου και ό,τι άλλο βάλει ο νους σου, βάρυναν το δικό του προϋπολογισμό.  Ποτέ δεν τον είδα να βρίσκεται σε δύσκολη θέση, παρά μόνο την ημέρα που η Στρατηλάτη απευθύνθηκε με νόημα προς εκείνον. Ωστόσο, έχω βάσιμες υποψίες ότι τη μέρα που η Πρόεδρος τον κάρφωσε μπροστά σε όλους με τις αιχμηρές της ερωτήσεις, ο “ανώνυμος” φίλος μας έπαιξε το…θέατρο της ζωής του.
Ειλικρινά, δεν νομίζω ότι ο άνθρωπος αυτός ήταν αυτό που έδειχνε. Ένας αδύναμος δηλαδή αριστοκράτης, ευαίσθητος και ευκολοσυγκίνητος, που φρόντιζε από τώρα να εξασφαλίσει μία ευτυχισμένη…μεταφυσική πορεία, με τις ευχετικές επιταγές που αποκόμιζε    για τις καλές του πράξεις. Κάτω από το φαινομενικά “ξαφνιασμένο” ύφος, το αγωνιώδες              -κάποιες στιγμές- βλέμμα και το ύφος καρτερικότητας που…φορούσε, θαρρώ ότι κρύβονταν ένας άνδρας με ισχυρή θέληση και ατσάλινα νεύρα. Ένας ευγενής που φύλαττε με  ξεχωριστή επιμέλεια ένα σοβαρό μυστικό.
Υποπτεύομαι ότι ο άνδρας αυτός αποτελούσε το υποκριτικό alter ego ενός σπουδαίου ανθρώπου. Με σίγουρες και γρήγορες κινήσεις διευθετούσε και επέλυε με ιδιαίτερη άνεση τα ανακύπτοντα προβλήματα. Ήταν όλα τόσο εύκολα γι’ αυτόν, που τείνω να πιστέψω ότι τελικά, ο άνθρωπός μας ήταν (και είναι,) ένας καλοπροαίρετος, ευκατάστατος, και δυναμικός μεσήλικας με ηγετικές ικανότητες και δυνατότητες ασυναγώνιστου performer ; Ψιθυριζόταν ότι τις λοιπές πιστώσεις που απαιτούσαν οι σπουδές των παιδιών της Προέδρου-εκτός από τις υποτροφίες που αυτά εξασφάλιζαν με τα πρωτεία τους- τις διέθετε ο ίδιος με καταθέσεις στο όνομά της. Εκείνη, με τη σειρά της, ισχυρίζονταν ότι οι δαπάνες σπουδών και επιβίωσης καλύπτονταν από την οικογενειακή της περιουσία, επί της  οποίας ακόμη είχε έννομα δικαιώματα…
Λίγους μήνες πριν η κυρία Στρατηλάτη εγκαταλείψει -προς μεγάλη θλίψη όλων μας- τα εγκόσμια, έγινε κάτι το εξαιρετικά σημαντικό. Ο άγνωστος κύριος αγόρασε την έπαυλη του συζύγου της στο Πανόραμα και μετέφερε με την άδεια και συνηγορία όλων μας την κυρία Στρατηλάτη εκεί. Γιατροί, νοσοκόμες και υπηρετικό προσωπικό την φρόντιζαν  νυχθημερόν. Κρατούσα ασταμάτητα σημειώσεις και κατέγραφα ο,τι προλάβαινα με το κασετοφωνάκι μου. Αν εξαιρέσουμε την διακαή επιθυμία όλων των διερχομένων από την έπαυλη να επισκεφθούν και να δουν τη Στρατηλάτη και να πληροφορηθούν για την υγεία της, το επόμενο άτομο που συγκέντρωνε το ενδιαφέρον τους (ένα ενδιαφέρον αναμεμειγμένο με περισσή περιέργεια), ήταν ο μυστηριώδης ανώνυμος. Οι φήμες για την προσωπικότητα που… “λούφαζε” πίσω από το χλωμό, και ανέκφραστο σαν μάσκα πρόσωπό του οργίαζαν. Κάποιοι υποστήριζαν ότι στην ουσία ήταν απολύτως παγερός ανδρας,  απαθής και αδιάφορος για όλους και για όλα πλην της προέδρου. Άλλοι τον χαρακτήριζαν “πολυμορφικό κύριο Χ”, άλλοι “το καλόψυχο ζόμπι” και κάποιοι περισσότερο ευφάνταστοι “ο δαιμονικός κύριος και οι… ελεγχόμενοι μυς του”.  Αν είναι δυνατόν!
Ένα απόγευμα η “προσομοίωση” (κι’ αυτό εφεύρημα των άσπονδων φίλων του) κάλεσε το Δ.Σ. του Συλλόγου και το παρακάλεσε να οργανώσει μια χοροεσπερίδα στην έπαυλη, ως να είναι εκείνο που διέθετε το οίκημα, τις πιστώσεις και τις λίστες προσκεκλημένων και όχι ο ίδιος. Ενθουσιαστήκαμε. Βρήκαμε την ιδέα ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα και συμφέρουσα για το Σύλλογο. Ήταν μιας πρώτης τάξεως ευκαιρία να τιμηθεί η Πρόεδρος, έστω και μ’αυτόν τον…αλλότριο (αλλά ανέξοδο για μας) τρόπο.
 Προετοιμαστήκαμε μέρες γι αυτό και όταν έφτασε η μεγάλη στιγμή της προσέλευσης, διαπιστώσαμε με συγκίνηση ότι όλη η πνευματική Θεσσαλονίκη και μεγάλο μέρος του επιχειρηματικού-εμπορικού κόσμου ήταν κοντά μας. Η κυρία Στρατηλάτη σε ειδικά διασκευασμένο ανάκλιντρο βικτωριανού τύπου (σπάνιο συλλεκτικό κομμάτι) με βλέμμα απλανές, αντιμετώπιζε αδιάφορα τους παρευρισκόμενους (ήταν περισσότεροι από τριακόσιοι), που ήλθαν να γνωρίσουν από κοντά τη γυναίκα θρύλο, αυτήν που πρόσθεσε τις πλέον λαμπρές σελίδες στην πολιτισμική ιστορία ή αν θέλετε, στο καταγραμμένο επιμελώς φιλανθρωπικό και πολιτιστικό γίγνεσθαι όχι μόνον της Θεσσαλονίκης αλλά και της χώρας ολόκληρης.
            Ο μυστηριώδης κάτοχος της έπαυλης αθέατος στο βάθος της αλέας με τις ακακίες έπινε το παλιό σκοτσέζικο ουίσκι, που του είχε σερβίρει με σεβασμό, ο ντυμένος με τα λιβρέα του μπάτλερ. Ξαφνικά ένας ομαδικός ψίθυρος απλώθηκε στην ατμόσφαιρα. Έκανε μια γρήγορη βόλτα  στις ένσπαρτες με κάθε είδους λούλουδα και μυρωμένους θάμνους γωνιές και αμέσως μετά μετέφερε επίσημα την είδηση στους παρισταμένους, χωρίς εξεζητημένες τονικές εξάρσεις και υφέσεις. Σαν από αρχαίο χορό: “Τα παιδιά, τα παιδιά .., τα παιδιά .., τα παιδιά..,”. Ναι, μόλις είχαν αφιχθεί τα παιδιά της, τα παλληκάρια, οι επιστήμονές της …                    
                                                                                                                                     -συνεχίζεται-
                                                                                                                                      
                                                                                                                                                       Π. Γιαννακόπουλος