ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ ΓΙΑ ΠΑΝΤΑ

ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ ΓΙΑ ΠΑΝΤΑ
ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ ΓΙΑ ΠΑΝΤΑ

Τρίτη 24 Οκτωβρίου 2017

«Υποσουλφίτ». Διήγημα ( Κεφάλαιο Ε΄ )



    Συνεχίζεται σήμερα με την ανάρτηση του Κεφαλαίου Δ΄, το διήγημα του Παντελή Γιαννακόπουλου με τίτλο « ΥΠΟΣΟΥΛΦΙΤ», που είχε την καλοσύνη να μου στείλει.   
    Ελπίζω να το διαβάσετε και να το βρείτε ενδιαφέρον, όπως το βρήκα εγώ.
Διήγημα   
Υποσουλφίτ
Ε

-συνέχεια από το προηγούμενο-

            Δέκα ολάκερα χρόνια η κυρία Στρατηλάτη διεύθυνε δεκάδες συλλόγους με σθένος και οράματα. Το κοινωνικό πρόσωπο του κράτους ποτέ δεν ήταν τόσο χαμογελαστό, ελπιδοφόρο και αισιόδοξο, όσο επί εποχής της. Ήταν διορατική και οξυδερκής και φυσικά  επίμονη και πειστική.  Ιερείς, πολιτικοί, αξιωματικοί σεβόντουσαν το τεράστιο έργο της και συνέδραμαν με κάθε μέσο στην ευόδωση των προσπαθειών και την πραγματοποίηση των στόχων της, αποφεύγοντας με κάθε τρόπο να έλθουν σε αντιπαράθεση μαζί της. Υπουργοί αντικαθίσταντο, ιερείς άλλαζαν ενορία, γενικοί γραμματείς απαλλάσσονταν από τα καθήκοντά τους, αξιωματικοί αποστρατεύοντο, διευθυντές δημοσίων επιχειρήσεων παραιτούντο για…χάρη της. Αρκεί να κινούσε απειλητικά το δαχτυλάκι της μπροστά από το πρόσωπο του … μελλοντικού θύματος.
Η ώρα όμως των δολοπλόκων, των μηχανορράφων και των σκευωρών είχε φθάσει. Εξαγοράζοντας συνειδήσεις, ψήφους και δικαστικές αποφάσεις επιτυγχάνουν να μην της ανανεώσουν την εντολή εκλογής της ως Προέδρου της Ομοσπονδίας και επί πλέον φροντίζουν να ψηφισθεί νομοδιάταγμα απαγορεύον τη συνέχιση λειτουργίας του Οργάνου αυτού. Το βασικό επιχείρημα των εισηγητών ήταν ότι ο ιδιαίτερος τρόπος λειτουργίας της Ομοσπονδίας (το στυλ της), προσιδίαζε σε πρότυπα …φασιστικής  νοοτροπίας, έμπνευσης και συμπεριφοράς, αφού ασκούσε ψυχολογικές πιέσεις στα μέλη του, υπεξαιρούσε περιουσιακά τους στοιχεία, αποκτούσε (οικειοποιείτο) με διάφορες νομικοοικονομικές φόρμουλες τα εμπράγματα δικαιώματα άλλων (συνεργαζομένων και μη) συλλόγων, σωματείων, οργανώσεων κ.λπ.  και τέλος, εισήγαγε -κυρίως αυτό!- καινά δαιμόνια στη ζωή των… σεμνών νεοελλήνων. Προφανώς αντιλαμβάνεσθε τη…μορφή των δαιμονίων.
 Ξεχείλισε η πίκρα, η απογοήτευση και το παράπονο της κυρίας Στρατηλάτη. Ήταν και η μεγάλη ένταση όλων αυτών των χρόνων που έφθειρε το κορμί και το λογισμό της. Ήλθε όμως και η κούραση που εγκαταστάθηκε σχεδόν μόνιμα πια -έστω στα πρωταρχικά της στάδια- σ’ όλο της το κορμί, έφυγαν ένας-ένας  και οι ιδεολόγοι χορηγοί, οι γενναιόδωροι χρηματοδότες που κάνανε τη διαφορά και ανάγκαζαν και τους σφιχτοχέρηδες να υπερβάλλουν εαυτούς και να προβούν σε αξιοπρόσεκτες παροχές , άλλαξαν και οι άνθρωποι, έγιναν πιο υπολογιστές, πιο σφιχτοχέρηδες, περισσότερο υλιστές και όλα αυτά μαζί σχεδίασαν με αργές πλην σίγουρες πινελιές την παρακμή της κραταιάς προέδρου…
 Τέτοια αχαριστία, τόση αγνωμοσύνη!” μονολογούσε συχνά. Συνέχισε πάντως τις φιλανθρωπικές και πολιτιστικές εκδηλώσεις της με τον Σύλλογο που η ίδια δημιούργησε, μόνο που και αυτές περιορίστηκαν. Τον τελευταίο καιρό ένα αμείλικτο ερώτημα εκφρασμένο με μια άγρια ασυνάρτητη κραυγή και έναν ολολυγμό που την έπνιγαν, είχε φωλιάσει στο ταραγμένο της πνεύμα και  άλωναν μέρα με τη μέρα, σαν αναγκαία καταστροφική λογική, το πολυσύνθετο μυαλό της  που τώρα πια δεν γεννοβολούσε σαν άλλοτε λύσεις, παρά μόνον αγωνία και ανασφάλεια: «Ποιοι και ποιες θα με πλαισιώσουν στις μελλοντικές εξορμήσεις μου; Ποιοι και ποιες θα κάνουν τις δωρεές; Τί  ύψους θα είναι αυτές, αφού η μιζέρια είναι αυτή που επικυριαρχεί πλέον; Πως θα βοηθήσουμε στο εξής τους άπορους μαθητές, τα φτωχά σχολεία, τα φυλάκια προκάλυψης; Πως θα ενισχύσουμε Γηροκομεία, Νοσοκομεία, Ιδρύματα αναξιοπαθούντων, Ειδικούς χώρους για προβληματικά παιδιά;».
            Η πρώτη ένδειξη ότι κάτι δεν πήγαινε καλά με την υγεία της, ήταν η απώλεια του ειρμού των σκέψεών της . Τη διαπίστωση έκαναν οι περισσότερες από τις συνεργάτιδές της λίγα λεπτά πριν από την καθιερωμένη συνεδρίαση της πρώτης Τετάρτης κάθε μήνα και επί του προκειμένου του Νοεμβρίου. Αυτή που άλλοτε ήταν ικανή να επεξεργάζεται τέσσερα-πέντε θέματα  και ν’ απαντά σε ισάριθμους συνομιλητές της, τώρα κάπου έχανε το νοητικό δρόμο της και άρχιζε καινούργιο, χωρίς να ολοκληρώσει το προηγούμενο ή επανέρχονταν αργότερα στο ίδιο θέμα ή ρωτούσε με απόγνωση τις συνομιλήτριές της: “Τί λέγαμε, ποια τα θέματα της ημερήσιας διάταξης;” Και ακόμη, απευθυνόμενη σε στενή της φίλη: “Θύμισέ μου το όνομά σου; ή “Γιατί δεν ήλθε και ο σύζυγός σου στην εκδήλωση;” (ο δύστυχος σύζυγος είχε αφήσει χήρα τη σύζυγό του από πενταετίας). Κάποια μέρα και ύστερα από μια δραματική συνεδρίαση του Διοικητικού Συμβουλίου που συζητούσε για το μέλλον του Συλλόγου, η πρόεδρος φάνηκε απολύτως αδύναμη να συνεχίσει. Την μεταφέραμε στο prive γραφειάκι του Συλλόγου, όπου της προσφέραμε τις πρώτες βοήθειες. Αμέσως μετά ειδοποιήσαμε τον νευροψυχίατρο Γ.Γ.(μέλος του Συλλόγου μας, από τους καλύτερους του ελληνικού χώρου). Εκείνος της έκανε μια ένεση και της συνέστησε μια πρωτοποριακή αγωγή που εφαρμόζονταν με εξαιρετική επιτυχία στην Αμερική. Την κοίταξε στα μάτια και τη μάλωσε τρυφερά: «Ελπίζω, κι’ αυτή να μην έχει την τύχη των προηγούμενων που φιλοξενήθηκαν από τον κάδο των απορριμμάτων. Για το καλό σου».
 Αμφότερα τα παιδιά της Στρατηλάτη μετά τις σπουδές τους στο εξωτερικό (το μεγαλύτερο σπούδασε Ιατρική στη Γερμανία  και το μικρότερο Αρχιτεκτονική στη Γαλλία) αποφάσισαν να μείνουν και να εργαστούν εκεί. Αριστούχοι και οι δυο δεν συνάντησαν δυσκολίες στην αναζήτηση εργασίας και στις επιλογές τους. Αντίθετα, σε πολύ λίγο χρόνο από την αποφοίτησή τους απορροφήθηκαν από μεγάλα ερευνητικά κέντρα, πριν τα ίδια ενδιαφερθούν ιδιαιτέρως και αποκρυσταλλώσουν σαφή άποψη για την επαγγελματική τους σταδιοδρομία. Η αλήθεια είναι ότι τα παιδιά ειδοποιήθηκαν και ενδιαφέρθηκαν για την υγεία της μητέρας τους. Την κάλεσαν μάλιστα έντονα να δεχθεί να μείνει κοντά τους εναλλάξ, αν δεν επιθυμούσε -όπως φαντάζονταν- να επιβαρύνει το ένα μόνο από τα αδέλφια. Εκείνη αρνήθηκε επίμονα και πρόβαλε ως αμάχητο επιχείρημα ότι δύο εξαιρετικά αγαπημένα της πρόσωπα, ο πατέρας και η κόρη της, η αδελφή τους, ήσαν θαμμένα εδώ και χρειαζόντουσαν πού και πού να τα φροντίζει. Ήταν όμως και ο Σύλλογος που εξαρτιόταν από εκείνην και πολλά ιδρύματα στα οποία παρείχε υπηρεσίες. Άσε, που ήταν πολύ νωρίς ακόμη για να πει: «Αποχαιρερισμός στα όπλα» ………………………………………………………………
 Η κατάστασή της χειροτέρευε αργά αλλά σταθερά. Ωστόσο εξακολουθούσε να είναι η αδιαφιλονίκητη Πρόεδρος του Συλλόγου της. Βέβαια, τα πάντα είχαν συρρικνωθεί, ξεθωριάσει, παρακμάσει. “Πού χάθηκαν εκείνες οι λαμπρές μέρες;”, ψιθύριζαν τα άλλοτε τόσο περήφανα και ζωντανά μέλη του Συλλόγου. Τα παιδιά της επανήλθαν στο επίμονο αίτημά τους να την πάρουν κοντά τους, εκείνη όμως ήταν ανένδοτη. Το θεωρούσε φύσει και θέσει αδύνατο να τα συντροφεύει στην αλλοδαπή, μεγαλώνοντας εγγόνια. Δεν ήταν γι’ αυτά. Αν  και  παλιότερα είχε υποστηρίξει ότι: «Αν τα παιδιά μου σπουδάσουν στην αλλοδαπή και θελήσουν να παραμείνουν σ’ αυτή, εγώ θα τα συνοδεύσω εκεί». Όμως, «άλλαι μεν βουλαί ανθρώπων, άλλα δε Θεός κελεύει».
            Τρία χρόνια μετά την εκδήλωση της ασθένειάς της και σε στιγμές απόλυτης διαύγειας του νου η Στρατηλάτη δήλωσε στην πολυπληθή Γενική Συνέλευση του Συλλόγου της, στη μεγάλη αίθουσα της Λέσχης Αξιωματικών Φρουράς Θεσσαλονίκης, ότι αδυνατεί πλέον να ανταποκριθεί στα καθήκοντά της και ως εκ τούτου προτίθεται να αποσυρθεί. Ένας κόσμος που γαλουχήθηκε, χειραγωγήθηκε και εμπνεύσθηκε με καλοσύνη, αγάπη και πίστη στον σκοπό, απώλεσε ξαφνικά τον φυσικό του εμπνευστή, το ιδεολογικό του στήριγμα, τον ηγέτη του. Απόλυτη σιγή επικρατούσε απ’ άκρου εις άκρον της αίθουσας. Μόνο που και που κάποιο βουβό κλάμα εξελίσσονταν σε γοερό ολολυγμό.
             Είπε πολλά εκείνη τη βραδιά παρουσία των Αρχών της πόλης και των ΜΜΕ για την πολιτική, τον στρατό, την κοινωνία, τον πολιτισμό, τον αθλητισμό, τους…πάντες και τα πάντα, όμως εξέφρασε και ένα προσωπικό της παράπονο. Το θέμα αφορούσε στους τάφους των δικών της. Την είχαν προειδοποιήσει πολλές φορές από την Τοπική Αυτοδιοίκηση, ότι έπρεπε να ανοιγούν, να αφαιρεθούν τα οστά και να τοποθετηθούν σε οστεοφυλάκιο. Οι τάφοι έπρεπε να αδειάσουν για να επαναχρησιμοποιηθούν. Έτσι γίνεται με όλους. Εκείνη απέτρεπε τις αποφάσεις του Διοικητικού Συμβουλίου -όχι βέβαια τελεσιδίκως, προσωρινά- ύστερα από παρεμβάσεις φίλων και γνωστών της με υψηλές διασυνδέσεις και εντυπωσιακές επιδόσεις στο…ευγενές σπόρ του ρουσφετιού.
Τώρα όμως δεν υπήρχε άλλο περιθώριο και ήταν αναγκασμένη να υποστεί τη μακάβρια δοκιμασία όπως τόσες άλλες οικογένειες. Δυστυχώς δεν είχε φροντίσει να κατοχυρώσει νομικά την υπόσχεση του Δ.Σ. του Δήμου Θεσσαλονίκης, να της χορηγήσει λίγα τετραγωνικά μέτρα στα Κοιμητήρια της Ευαγγελίστριας, για να την χρησιμοποιήσει ως οικογενειακό τάφο. Στην παρούσα συγκυρία θα απαιτείτο μια μικρή περιουσία για την απόκτησή των μέτρων αυτών και αν θα της τα ενέκριναν. “Πάντως, όταν πεθάνω θέλω να με θάψετε κοντά στο σύζυγο και την κόρη μου…” και απευθυνόμενη προφανώς στον κύριο (ένα μυστηριώδη άνδρα) που κάθονταν κοντά μου, έτσι έδειχνε το βλέμμα της, του φώναξε : “Εσύ, δε μιλάς ε; Ποιό τεράστιο μυστικό κουβαλάς άνθρωπε; Πες το να το μάθουν και οι άλλοι. Θα το πάρεις μαζί σου στον άλλο κόσμο;”...
Ο άνδρας που … μαστιγωνόταν ανελέητα από την κυρία Πρόεδρο ένιωθε αμήχανος μέσα στο άψογο κοστούμι του. Ευπρεπής ωστόσο με αέρα πρωτευουσιάνου, αγνώστου επαγγέλματος και … προελεύσεως προσπάθησε να κρατήσει την ψυχραιμία του, ψελλίζοντας προς τα εμένα : “Κύριε δημοσιογράφε, εγώ, εγώ .., αν ήξερες, αν γνώριζαν όλοι εδώ μέσα, που ρίχνουν το βλέμμα τους πάνω μου -εξ αιτίας της- με περιέργεια, ίσως και έκπληξη, σαν να με αντικρίζουν για πρώτη φορά, αν μπορούσαν να δουν μέσα μου, αν τους ήταν δυνατόν να διαβάσουν τις σκέψεις και τους λογισμούς μου, να ερμηνεύσουν τους πόθους και τις επιθυμίες μου, να καταγράψουν τα αισθήματα, τα συναισθήματα και ό,τι εξανθρωπίζει τη ζωή μου, θα έβλεπαν -όχου, τί λέω!- πόσο πόνο κρύβω μέσα μου, πόση θλίψη, πόση απογοήτευση και πόση αγάπη- που ντύθηκε την αξιοπρέπεια, τον στείρο καθωσπρεπισμό, την ανόητη περηφάνια ή την σπουδαιοφάνεια- αχρήστευσα, θύμα -ναι, θύμα- άγονων και παροχημένων απόψεων και φυσικά θύμα ενός καταστροφικού εγωισμού και μιας απανθρώπινης λογικής … ”. Έμεινα εμβρόντητος. Ευτυχώς το κρυμμένο κασετοφωνάκι έγραφε ψυχρά, με ακρίβεια, χωρίς παρερμηνείες το απροσδόκητο παραλήρημα………………………………………………
Η πρόεδρος απέσυρε το βλέμμα της από τον…σκοτεινό μεσήλικα, χωρίς να περιμένει απάντηση. Εκείνος χαλάρωσε, Με ελεγχόμενες κινήσεις απέδιωξε τον αρνητισμό που είχε κατακλύσει το χώρο που κάλυπτε και γεμάτος αυτοπεποίθηση τώρα παρακολουθούσε με ενδιαφέρον τα τελευταία σχόλια πάνω στον απολογισμό που η ίδια είχε προηγουμένως αναγνώσει. 
                                                                                                                                -συνεχίζεται-

                                                                                                             Π. Γιαννακόπουλος