Το έστειλε ο Γιώργος Επιτήδειος
Του Κωνσταντίνου Θ. Λαμπρόπουλου*
Η σύλληψη και προφυλάκιση ενός Τούρκου
εργαζόμενου στο αμερικανικό προξενείο της Κωνσταντινούπολης από τις τουρκικές
αρχές, με την κατηγορία της συνεργασίας του με τον ισλαμιστή ιεροκήρυκα Fetullah Gulen και η επακόλουθη αναστολή της θεώρησης εισόδου στις
ΗΠΑ για Τούρκους πολίτες από την πλευρά της Ουάσιγκτον, οδήγησε σε αντίστοιχη
κίνηση εκ μέρους της Τουρκίας, η οποία κλιμάκωσε εκ νέου την διαμορφωθείσα
αντιπαράθεση μεταξύ των δύο πλευρών, μέσω των δηλώσεων του Τούρκου Προέδρου Erdogan, ο οποίος κήρυξε τον Αμερικανό απερχόμενο πρέσβη John Bass ανεπιθύμητο στην
Τουρκία.
Η συγκεκριμένη αλληλουχία τριβών και διενέξεων σε διπλωματικό επίπεδο μεταξύ των δύο χωρών, προστίθεται σε μια σειρά προκλητικών ενεργειών της τουρκικής πλευράς έναντι του μέχρι πρότινος σημαντικότερου στρατηγικού εταίρου και συμμάχου της, οι οποίες έχουν ενταθεί αφενός, λόγω της μη ανταπόκρισης της Ουάσιγκτον στο τουρκικό αίτημα έκδοσης του Gulen, αφετέρου λόγω της αμερικανικής στήριξης των Κουρδικών Ενόπλων Ομάδων Προστασίας (YPG) της Συρίας, οι οποίες θεωρούνται από την Τουρκία ως παρακλάδι του Εργατικού Κόμματος του Κουρδιστάν (PKK).
Επιπρόσθετα η σύλληψη του Τούρκου τραπεζίτη Mehmet Hakan Atilla από τις αμερικανικές αρχές με την κατηγορία της παραβίασης του πλαισίου των κυρώσεων κατά του Ιράν, θεωρήθηκε από ανώτατους Τούρκους αξιωματούχους ως απόπειρα στοχοποίησης του Προέδρου Erdogan από τις ΗΠΑ, εντασσόμενη στην αντιδυτική ρητορική του Τούρκου Προέδρου, ο οποίος κατηγορεί τις ΗΠΑ για υπόθαλψη κατασκόπων και σχεδίων ανατροπής του, μέσω του δικτύου Gulen.
Το ερώτημα που τίθεται επιτακτικά ως προς το μέλλον των Αμερικανο-τουρκικών σχέσεων, αφορά την αποτίμηση του μεγέθους της βλάβης στις διμερείς σχέσεις από την παρούσα διένεξη.
Καταρχάς, οι σχέσεις των δύο χωρών, πλέον διέπονται από αμοιβαία καχυποψία ως προς τις προθέσεις εκατέρωθεν, η οποία αγγίζει τα όρια της υστερίας εκ μέρους του Τούρκου Προέδρου, ο οποίος μετά το αποτυχημένο πραξικόπημα, έχει επιδοθεί σ ένα κυνήγι μαγισσών, στοχοποιώντας τις ΗΠΑ ως κινητήριο μοχλό ενός νέου δυνητικού πραξικοπήματος.
H παρούσα διπλωματική διένεξη αποτελεί μια επιπρόσθετη αφορμή για τον Erdogan να ενισχύσει το αντιδυτικό αφήγημα, το οποίο κυριαρχεί στον τουρκικό δημόσιο διάλογο και να συσπειρώσει περαιτέρω τις μεγάλες ισλαμικές συντηρητικές μάζες που αποτελούν την ραχοκοκκαλιά του κυβερνώντος κόμματος AKP.
Στοχεύοντας στην διατήρηση ή και την αύξηση της δημοτικότητάς του ενόψει των καθοριστικών εκλογών που είναι προγραμματισμένες για το 2019, αναμένεται να επισπεύσει την διεξαγωγή τους, λόγω εσωτερικών πιέσεων από την πιθανή δημιουργία πολυσυλλεκτικού κομματικού φορέα από την M.Aksener. Η στοχοποίηση των ΗΠΑ αναμένεται να συνεχιστεί και να ενταθεί ακόμη περισσότερο, εφόσον η Ουάσιγκτον συνεχίζει να μην συναινεί στην έκδοση του Gulen.
Για το καθεστώς Erdogan o ισλαμιστής ιεροκήρυκας και οι διασυνδέσεις του στους κόλπους της τουρκικής κοινωνίας αποτελούν άμεση και υπαρξιακή απειλή. Αξίζει να σημειωθεί, πως ο Erdogan ήδη έχει καταφύγει στο στοιχείο του εκβιασμού για να πετύχει την έκδοση Gulen, αρχικά, χρησιμοποιώντας το ζήτημα της χρήσης της βάσης του Incirlik ως μοχλό πίεσης στις ΗΠΑ, ενώ προέβη πρόσφατα και στην σύλληψη ενός Αμερικανού πάστορα, ο οποίος διαβιεί στην Τουρκία με στόχο μια πιθανή ανταλλαγή.
Για τις ΗΠΑ, η κίνηση της αναστολής θεώρησης εισόδου αποτελεί μια άνευ προηγουμένου και ασυνήθιστη διπλωματική ενέργεια, η οποία σύμφωνα με εν ενεργεία Αμερικανό διπλωμάτη δεν έχει εφαρμοστεί ούτε για την Ρωσία, γεγονός που καταδεικνύει την εξάντληση των ορίων της Ουάσιγκτον στις προκλήσεις Erdogan.
Η συγκεκριμένη διπλωματική διένεξη αναμφίβολα εντείνει το κλίμα δυσαρέσκειας που επικρατεί στις ΗΠΑ για την αντι-αμερικανική και αντιδυτική ρητορική του Τούρκου Προέδρου μετά το αποτυχημένο πραξικόπημα, πλήττει βαθύτερα την εικόνα της Τουρκίας ως αξιόπιστου εταίρου και συμμάχου στα κέντρα αποφάσεων της Ουάσιγκτον και δημιουργεί αυξημένη ανησυχία στην ιεραρχία του αμερικανικού θεσμικού συστήματος ασφάλειας, αφενός, ως προς τον στρατηγικό προσανατολισμό της Τουρκίας, αφετέρου ως προς την συμβατότητα της Άγκυρας στην νέα αρχιτεκτονική που προωθείται από τις ΗΠΑ, στο ευρύτερο περιφερειακό σύστημα της Μέσης Ανατολής.
Η παρούσα διπλωματική διένεξη σηματοδοτεί την αλλαγή της ανεκτικής στάσης των ΗΠΑ ως προς τον Erdogan και κατ’ επέκταση την Τουρκία. Σύμφωνα με κορυφαίο Αμερικανό διπλωμάτη, είναι η πρώτη φορά που η αντίδραση των ΗΠΑ δεν διαχωρίζει μεταξύ του Τούρκου προέδρου και της χώρας, καθώς μέχρι πρότινος σταθμιζόταν η όποια ενέργεια εκ μέρους της Ουάσιγκτον, ώστε να μην επιδράσει αρνητικά στην συνολική δυναμική των Αμερικανικο-τουρκικών σχέσεων.
Πάραυτα δεν θα πρέπει να υπερτιμηθεί η βλάβη στις διμερείς σχέσεις ΗΠΑ-Τουρκίας και να αναγνωσθεί ως ανεπανόρθωτη, καθώς είναι σαφές πως οι ΗΠΑ δεν επιθυμούν μια ολική ρήξη με την κυβέρνηση της Άγκυρας, παρά θα επιδιώξουν σε πρώτο στάδιο να διατηρήσουν μια υποφερτή και ανεκτή σχέση με τον Τούρκο Πρόεδρο, αποτρέποντας να κινδυνεύσει εν συνόλω η δυναμική των Αμερικανικο-τουρκικών σχέσεων. Η αναστολή της θεώρησης εισόδου αποτελεί μία προειδοποίηση στο καθεστώς Erdogan να συμμορφωθεί με τους κανόνες του διεθνούς δικαίου που άπτονται της διπλωματικής προστασίας.
Εντούτοις διαφαίνεται πως πλέον η Τουρκία θα βρίσκεται, υπό διαρκή επιτήρηση και επί ποινή μεγαλύτερων κυρώσεων. Η περίοδος χάριτος και ανοχής στις παλινωδίες του Τούρκου Προέδρου, φαίνεται πως έχει παρέλθει ανεπιστρεπτί.
Αποτελεί αδιαμφισβήτητο γεγονός πως οι Αμερικανο-τουρκικές σχέσεις βρίσκονται σε στάδιο μετάβασης και επανακαθορισμού. Θα δοκιμαστούν σφοδρά εκ νέου, εξαιτίας των αποκλινόντων στρατηγικών συμφερόντων των δύο χωρών στο περιφερειακό σύστημα της Μέσης Ανατολής.
Η επιδίωξη της Άγκυρας υπό την ηγεσία του Erdogan και του AKP, να καταστεί αυτόνομη περιφερειακή δύναμη, επενδύοντας σε μια υπερεθνικιστική ισλαμική ατζέντα με αντιδυτικό πρόσημο, καλλιεργώντας συμμαχίες με ακραία τμήματα του σουννιτικού Ισλάμ, ερχόμενη σε διαρκή αντιπαράθεση με το Ισραήλ και υιοθετώντας μια τυχοδιωκτική προσέγγιση στην Συρία μη διστάζοντας να συμπράξει, τόσο με την Μόσχα όσο και με την Τεχεράνη, αντίκειται στις βασικές αμερικανικές επιδιώξεις μείωσης της επιρροής τόσο του ριζοσπαστικού σουννιτικού Ισλάμ όσο και της σιιτικής ιρανικής επιρροής στην ευρύτερη περιοχή, μετά το πέρας των επιχειρήσεων στην Συρία.
Η συμμετοχή της Άγκυρας στην --ρωσικής έμπνευσης- δημιουργία ζωνών αποκλιμάκωσης (de-escalation zones),στην επαρχία της Idlib και η σιωπηρή συγκατάθεσή της στις ιρανικές στρατηγικές επιδιώξεις αναφορικά με την Deir ez Zor,ως αντιστάθμισμα για την ιρανική ανοχή στην τουρκική απόπειρα αποκοπής των κουρδικών δυνάμεων της YPG προς τον βορρά, βαθαίνει το ρήγμα στις αμερικανοτουρκικές σχέσεις και αμαυρώνει την εικόνα της Τουρκίας ως πλήρως αναξιόπιστου εταίρου στην Ουάσιγκτον. Είναι αξιοσημείωτο, πως για ορισμένους ανώτατους Αμερικανούς αξιωματούχους η Τουρκία χαρακτηρίζεται πλέον ως το «Πακιστάν της Μεσογείου».
Προτού όμως εξαχθούν μόνιμα συμπεράσματα για το μέλλον των αμερικανοτουρκικών σχέσεων, χρειάζεται να ληφθεί υπόψη η συναλλακτική θεώρηση (transactional) των διεθνών σχέσεων από τον Erdogan, ως μεταβλητή που δύναται να αλλάξει τα διαγραφόμενα δεδομένα, καθώς συμπίπτει με την αντίστοιχη λογική που διέπει τον Αμερικανό Πρόεδρο Trump.
Υπό αυτό το πρίσμα, ο Erdogan πιθανόν να πραγματοποιήσει μία ακόμη θεαματική στροφή και να εγκαταλείψει τους νεότευκτους συμμάχους του, μόλις σταθεροποιηθεί η κατάσταση στην Συρία και αποτραπεί οριστικά η δημιουργία κουρδικού καντονιού στον συριακό βορρά. Επιπρόσθετα και οι Ηνωμένες Πολιτείες βρίσκονται σε στάδιο επανακαθορισμού στόχων και πολιτικής, η οποία θα λάβει σάρκα και οστά, ανάλογα με το τακτικό αποτέλεσμα της συριακής σύγκρουσης. Η ρευστότητα που διακατέχει το διεθνές σύστημα στην δεύτερη δεκαετία του 21ου αιώνα, δεν επιτρέπει την εξαγωγή μόνιμων συμπερασμάτων.
Πάραυτα οι αμερικανοτουρκικές σχέσεις εισέρχονται σ ένα τεταμένο στάδιο αναμονής και αστάθειας, το οποίο αναμφίβολα δημιουργεί τόσο ευκαιρίες όσο και κινδύνους σε περιφερειακό επίπεδο.
Η συγκεκριμένη αλληλουχία τριβών και διενέξεων σε διπλωματικό επίπεδο μεταξύ των δύο χωρών, προστίθεται σε μια σειρά προκλητικών ενεργειών της τουρκικής πλευράς έναντι του μέχρι πρότινος σημαντικότερου στρατηγικού εταίρου και συμμάχου της, οι οποίες έχουν ενταθεί αφενός, λόγω της μη ανταπόκρισης της Ουάσιγκτον στο τουρκικό αίτημα έκδοσης του Gulen, αφετέρου λόγω της αμερικανικής στήριξης των Κουρδικών Ενόπλων Ομάδων Προστασίας (YPG) της Συρίας, οι οποίες θεωρούνται από την Τουρκία ως παρακλάδι του Εργατικού Κόμματος του Κουρδιστάν (PKK).
Επιπρόσθετα η σύλληψη του Τούρκου τραπεζίτη Mehmet Hakan Atilla από τις αμερικανικές αρχές με την κατηγορία της παραβίασης του πλαισίου των κυρώσεων κατά του Ιράν, θεωρήθηκε από ανώτατους Τούρκους αξιωματούχους ως απόπειρα στοχοποίησης του Προέδρου Erdogan από τις ΗΠΑ, εντασσόμενη στην αντιδυτική ρητορική του Τούρκου Προέδρου, ο οποίος κατηγορεί τις ΗΠΑ για υπόθαλψη κατασκόπων και σχεδίων ανατροπής του, μέσω του δικτύου Gulen.
Το ερώτημα που τίθεται επιτακτικά ως προς το μέλλον των Αμερικανο-τουρκικών σχέσεων, αφορά την αποτίμηση του μεγέθους της βλάβης στις διμερείς σχέσεις από την παρούσα διένεξη.
Καταρχάς, οι σχέσεις των δύο χωρών, πλέον διέπονται από αμοιβαία καχυποψία ως προς τις προθέσεις εκατέρωθεν, η οποία αγγίζει τα όρια της υστερίας εκ μέρους του Τούρκου Προέδρου, ο οποίος μετά το αποτυχημένο πραξικόπημα, έχει επιδοθεί σ ένα κυνήγι μαγισσών, στοχοποιώντας τις ΗΠΑ ως κινητήριο μοχλό ενός νέου δυνητικού πραξικοπήματος.
H παρούσα διπλωματική διένεξη αποτελεί μια επιπρόσθετη αφορμή για τον Erdogan να ενισχύσει το αντιδυτικό αφήγημα, το οποίο κυριαρχεί στον τουρκικό δημόσιο διάλογο και να συσπειρώσει περαιτέρω τις μεγάλες ισλαμικές συντηρητικές μάζες που αποτελούν την ραχοκοκκαλιά του κυβερνώντος κόμματος AKP.
Στοχεύοντας στην διατήρηση ή και την αύξηση της δημοτικότητάς του ενόψει των καθοριστικών εκλογών που είναι προγραμματισμένες για το 2019, αναμένεται να επισπεύσει την διεξαγωγή τους, λόγω εσωτερικών πιέσεων από την πιθανή δημιουργία πολυσυλλεκτικού κομματικού φορέα από την M.Aksener. Η στοχοποίηση των ΗΠΑ αναμένεται να συνεχιστεί και να ενταθεί ακόμη περισσότερο, εφόσον η Ουάσιγκτον συνεχίζει να μην συναινεί στην έκδοση του Gulen.
Για το καθεστώς Erdogan o ισλαμιστής ιεροκήρυκας και οι διασυνδέσεις του στους κόλπους της τουρκικής κοινωνίας αποτελούν άμεση και υπαρξιακή απειλή. Αξίζει να σημειωθεί, πως ο Erdogan ήδη έχει καταφύγει στο στοιχείο του εκβιασμού για να πετύχει την έκδοση Gulen, αρχικά, χρησιμοποιώντας το ζήτημα της χρήσης της βάσης του Incirlik ως μοχλό πίεσης στις ΗΠΑ, ενώ προέβη πρόσφατα και στην σύλληψη ενός Αμερικανού πάστορα, ο οποίος διαβιεί στην Τουρκία με στόχο μια πιθανή ανταλλαγή.
Για τις ΗΠΑ, η κίνηση της αναστολής θεώρησης εισόδου αποτελεί μια άνευ προηγουμένου και ασυνήθιστη διπλωματική ενέργεια, η οποία σύμφωνα με εν ενεργεία Αμερικανό διπλωμάτη δεν έχει εφαρμοστεί ούτε για την Ρωσία, γεγονός που καταδεικνύει την εξάντληση των ορίων της Ουάσιγκτον στις προκλήσεις Erdogan.
Η συγκεκριμένη διπλωματική διένεξη αναμφίβολα εντείνει το κλίμα δυσαρέσκειας που επικρατεί στις ΗΠΑ για την αντι-αμερικανική και αντιδυτική ρητορική του Τούρκου Προέδρου μετά το αποτυχημένο πραξικόπημα, πλήττει βαθύτερα την εικόνα της Τουρκίας ως αξιόπιστου εταίρου και συμμάχου στα κέντρα αποφάσεων της Ουάσιγκτον και δημιουργεί αυξημένη ανησυχία στην ιεραρχία του αμερικανικού θεσμικού συστήματος ασφάλειας, αφενός, ως προς τον στρατηγικό προσανατολισμό της Τουρκίας, αφετέρου ως προς την συμβατότητα της Άγκυρας στην νέα αρχιτεκτονική που προωθείται από τις ΗΠΑ, στο ευρύτερο περιφερειακό σύστημα της Μέσης Ανατολής.
Η παρούσα διπλωματική διένεξη σηματοδοτεί την αλλαγή της ανεκτικής στάσης των ΗΠΑ ως προς τον Erdogan και κατ’ επέκταση την Τουρκία. Σύμφωνα με κορυφαίο Αμερικανό διπλωμάτη, είναι η πρώτη φορά που η αντίδραση των ΗΠΑ δεν διαχωρίζει μεταξύ του Τούρκου προέδρου και της χώρας, καθώς μέχρι πρότινος σταθμιζόταν η όποια ενέργεια εκ μέρους της Ουάσιγκτον, ώστε να μην επιδράσει αρνητικά στην συνολική δυναμική των Αμερικανικο-τουρκικών σχέσεων.
Πάραυτα δεν θα πρέπει να υπερτιμηθεί η βλάβη στις διμερείς σχέσεις ΗΠΑ-Τουρκίας και να αναγνωσθεί ως ανεπανόρθωτη, καθώς είναι σαφές πως οι ΗΠΑ δεν επιθυμούν μια ολική ρήξη με την κυβέρνηση της Άγκυρας, παρά θα επιδιώξουν σε πρώτο στάδιο να διατηρήσουν μια υποφερτή και ανεκτή σχέση με τον Τούρκο Πρόεδρο, αποτρέποντας να κινδυνεύσει εν συνόλω η δυναμική των Αμερικανικο-τουρκικών σχέσεων. Η αναστολή της θεώρησης εισόδου αποτελεί μία προειδοποίηση στο καθεστώς Erdogan να συμμορφωθεί με τους κανόνες του διεθνούς δικαίου που άπτονται της διπλωματικής προστασίας.
Εντούτοις διαφαίνεται πως πλέον η Τουρκία θα βρίσκεται, υπό διαρκή επιτήρηση και επί ποινή μεγαλύτερων κυρώσεων. Η περίοδος χάριτος και ανοχής στις παλινωδίες του Τούρκου Προέδρου, φαίνεται πως έχει παρέλθει ανεπιστρεπτί.
Αποτελεί αδιαμφισβήτητο γεγονός πως οι Αμερικανο-τουρκικές σχέσεις βρίσκονται σε στάδιο μετάβασης και επανακαθορισμού. Θα δοκιμαστούν σφοδρά εκ νέου, εξαιτίας των αποκλινόντων στρατηγικών συμφερόντων των δύο χωρών στο περιφερειακό σύστημα της Μέσης Ανατολής.
Η επιδίωξη της Άγκυρας υπό την ηγεσία του Erdogan και του AKP, να καταστεί αυτόνομη περιφερειακή δύναμη, επενδύοντας σε μια υπερεθνικιστική ισλαμική ατζέντα με αντιδυτικό πρόσημο, καλλιεργώντας συμμαχίες με ακραία τμήματα του σουννιτικού Ισλάμ, ερχόμενη σε διαρκή αντιπαράθεση με το Ισραήλ και υιοθετώντας μια τυχοδιωκτική προσέγγιση στην Συρία μη διστάζοντας να συμπράξει, τόσο με την Μόσχα όσο και με την Τεχεράνη, αντίκειται στις βασικές αμερικανικές επιδιώξεις μείωσης της επιρροής τόσο του ριζοσπαστικού σουννιτικού Ισλάμ όσο και της σιιτικής ιρανικής επιρροής στην ευρύτερη περιοχή, μετά το πέρας των επιχειρήσεων στην Συρία.
Η συμμετοχή της Άγκυρας στην --ρωσικής έμπνευσης- δημιουργία ζωνών αποκλιμάκωσης (de-escalation zones),στην επαρχία της Idlib και η σιωπηρή συγκατάθεσή της στις ιρανικές στρατηγικές επιδιώξεις αναφορικά με την Deir ez Zor,ως αντιστάθμισμα για την ιρανική ανοχή στην τουρκική απόπειρα αποκοπής των κουρδικών δυνάμεων της YPG προς τον βορρά, βαθαίνει το ρήγμα στις αμερικανοτουρκικές σχέσεις και αμαυρώνει την εικόνα της Τουρκίας ως πλήρως αναξιόπιστου εταίρου στην Ουάσιγκτον. Είναι αξιοσημείωτο, πως για ορισμένους ανώτατους Αμερικανούς αξιωματούχους η Τουρκία χαρακτηρίζεται πλέον ως το «Πακιστάν της Μεσογείου».
Προτού όμως εξαχθούν μόνιμα συμπεράσματα για το μέλλον των αμερικανοτουρκικών σχέσεων, χρειάζεται να ληφθεί υπόψη η συναλλακτική θεώρηση (transactional) των διεθνών σχέσεων από τον Erdogan, ως μεταβλητή που δύναται να αλλάξει τα διαγραφόμενα δεδομένα, καθώς συμπίπτει με την αντίστοιχη λογική που διέπει τον Αμερικανό Πρόεδρο Trump.
Υπό αυτό το πρίσμα, ο Erdogan πιθανόν να πραγματοποιήσει μία ακόμη θεαματική στροφή και να εγκαταλείψει τους νεότευκτους συμμάχους του, μόλις σταθεροποιηθεί η κατάσταση στην Συρία και αποτραπεί οριστικά η δημιουργία κουρδικού καντονιού στον συριακό βορρά. Επιπρόσθετα και οι Ηνωμένες Πολιτείες βρίσκονται σε στάδιο επανακαθορισμού στόχων και πολιτικής, η οποία θα λάβει σάρκα και οστά, ανάλογα με το τακτικό αποτέλεσμα της συριακής σύγκρουσης. Η ρευστότητα που διακατέχει το διεθνές σύστημα στην δεύτερη δεκαετία του 21ου αιώνα, δεν επιτρέπει την εξαγωγή μόνιμων συμπερασμάτων.
Πάραυτα οι αμερικανοτουρκικές σχέσεις εισέρχονται σ ένα τεταμένο στάδιο αναμονής και αστάθειας, το οποίο αναμφίβολα δημιουργεί τόσο ευκαιρίες όσο και κινδύνους σε περιφερειακό επίπεδο.
* Ο κ. Κωνσταντίνος Θ. Λαμπρόπουλος είναι
ειδικός Επιστήμονας Άμυνας και Ασφάλειας, Κέντρο Μελετών Ασφάλειας της Γενεύης,
Geneva Centre for Security Policy, Εξωτερικός Συνεργάτης ΕΛΙΑΜΕΠ και ΚΕ.ΜΕ.Α..