«Δεν είναι η αξιοπρέπεια που βγάζει τον
κόσμο από τη μιζέρια. Είναι τα λεφτά. Αν πλήρωναν όσους φόρους θα έπρεπε να
πληρώνουν οι πολυεθνικές εταιρίες στην Ελλάδα, ίσως να μη χρειαζόταν να έχουμε
ΕΝΦΙΑ ή ο ΦΠΑ να ήταν 18%, ή τα προνοιακά επιδόματα να έφταναν για να ζήσει
κάποιος. Δεν είναι η αξιοπρέπεια που βγάζει τον κόσμο από τη μιζέρια. Είναι τα
λεφτά.»
Αυτά δεν είναι λόγια κάποιου μέλους της
αριστερής πλατφόρμας του ΣΥΡΙΖΑ, ούτε
κάποιου μέλους του ΚΚΕ
που ονειρεύεται μια Ελλάδα έξω από το ευρώ και την Ευρωπαϊκή Ενωση.
Είναι τα λόγια του Άγη Βερούτη, που ήταν μέλος της Διοικούσας Επιτροπής της Δράσης και
επιχειρηματίας που έχει εργαστεί σε πολυεθνικές και γνωρίζει ως insider τον τρόπο που λειτουργούν. Και προτείνει
τον τρόπο που θα μπορούσε να τερματιστεί η φοροδιαφυγή των πολυεθνικών
εξασφαλίζοντας δισ. εσόδων για το Δημόσιο, «αντί να κυνηγάει τους τυροπιτάδες για το ΦΠΑ της τυρόπιτας
του ανέργου, και τα περίπτερα, ή αντί να ανεβάσει το ΦΠΑ που θα κοστίσει
μερικές δεκάδες χιλιάδες θέσεις ανεργίας ακόμη».
Όπως σημειώνει ο κ. Βερούτης το να λέμε ότι θα ζητήσουμε τη βοήθεια και τη συνδρομή
των χωρών που επωφελούνται από την παράνομη εξαγωγή αφορολόγητων κερδών από την
Ελλάδα, για να βρούμε αυτή τη φοροδιαφυγή, είναι σχεδόν όσο αστείες ήταν οι ως
τώρα προσπάθειες προσδιορισμού της πραγματικής κερδοφορίας των πολυεθνικών στην
Ελλάδα. Μοιάζει σαν ολόκληρα κράτη και ενώσεις κρατών όπως η Ευρωπαϊκή Ένωση να
μη θέλουν να διαταράξουν τα καρτέλ των μέγα-φοροφυγάδων.
Αν η σημερινή κυβέρνηση θέλει να πατάξει
την φοροδιαφυγή των πολυεθνικών, γίνεται αρκεί να επιλέξει να διαταράξει τις
ενδοομιλικές συναλλαγές φοροδιαφυγής, τις τριγωνικές συναλλαγές, που
καταστρέφουν τις ανταγωνίστριες μικρές εταιρείες που δεν φοροδιαφεύγουν και γι
αυτό έχουν λιγότερα κέρδη για να επενδύσουν στην πρόοδο της δραστηριότητάς
τους.
Πώς
μπορεί το κράτος να ελέγξει και να σταματήσει τη φοροδιαφυγή των πολυεθνικών;
Πρώτα πρέπει να εντοπίσει πώς γίνεται.
Σύμφωνα πάντα με τον κ. Βερούτη, όλα
ξεκινούν και τελειώνουν στην τιμή πώλησης των προϊόντων από τις πολυεθνικές
εταιρίες. Αν η τιμή πώληση του προϊόντος από τη μητρική στη
θυγατρική γίνεται σε πολύ υψηλή τιμή η θυγατρική στην Ελλάδα δεν εμφανίζει
κέρδη και δεν φορολογείται ενώ η μητρική της παρουσιάζει μεγάλο περιθώριο
κέρδους από τις πωλήσεις της στην ελληνική θυγατρική. Ουσιαστικά μεταφέρει τα
κέρδη της στη μητρική χωρίς να φορολογείται για αυτά, αφού εμφανίζονται ως
κόστος.
Το ζητούμενο είναι να προσδιορίσει τις
φορολογικές αρχές το πραγματικό μικτό κέρδος. Όπως λέει ο κ. Βερούτης « η Ελληνική κυβέρνηση έχει εμπειρία στην συλλογή τιμών
πώλησης από άλλες ευρωπαϊκές αγορές, για τον καθορισμό των τιμών των φαρμάκων
της "λίστας" με βάση τις 3 χαμηλότερες τιμές ανά την Ευρώπη. Αυτός ο
ίδιος μηχανισμός μπορεί να επεκταθεί για τον προσδιορισμό της πραγματικής
κερδοφορίας μιας πολυεθνικής σε οποιαδήποτε εθνική αγορά. Απλά με την
παρακολούθηση της χαμηλότερης τιμής πώλησης στην Ευρώπη, οι ελληνικές
φορολογικές αρχές μπορούν με βεβαιότητα να προσδιορίσουν το ελάχιστο Μικτό
Κέρδος ενός προϊόντος που πωλείται από μια πολυεθνική εταιρία στην Ελληνική
αγορά.Κατόπιν, με βάση τα έξοδα θα προσδιορίζεται η πραγματική κερδοφορία της
πολυεθνικής.»
Πώς όμως μπορεί να καταφέρνει η πολυεθνική
να παραμένει ανταγωνιστική στο ράφι, παρά την υψηλή τιμή αγοράς από τη μητρική
της;
«Οι πολυεθνικές μπορούν να παίζουν με την τιμή αγοράς και την
δικαιολογούν με αυξημένη τιμή πώλησης στο ράφι, επειδή τους παίρνει λόγω
"στημένης" αγοράς στο ράφι με την δημιουργία Καρτέλ.Τα καρτέλ δεν είναι τίποτε άλλο από την παράνομη συνεννόηση ανάμεσα σε
ανταγωνιστές με δεσπόζουσα θέση, για να κρατήσουν έξω από την αγορά τους
μικρούς ανταγωνιστές,
εμποδίζοντας τους μεταπωλητές από το να συμπεριλάβουν τα προϊόντα των μικρών
στο ράφι, με απειλή να αποσύρουν τα προϊόντα τους από τον συγκεκριμένο
λιανοπωλητή, ή δίνοντάς του kick-backs που ο μικρός δεν μπορεί να δώσει γιατί
πληρώνει τους φόρους του κανονικά.»
Αν το ράφι άνοιγε στον ανταγωνισμό, θα
αναγκάζονταν να πουλήσουν φθηνότερα, άρα η τελική λιανική τιμή τους να
πλησιάσει την αυξημένη transfer price (λόγω παράνομης
εξαγωγής αφορολόγητων κερδών) άρα και να εντοπιστούν ευκολότερα
χωρίς τον έλεγχο των τιμών εξωτερικού.
Για παράδειγμα, μια πολυεθνική με 500
εκατομμύρια τζίρο, πριν λίγα χρόνια δήλωνε κέρδη 1%-2% στην ελληνική αγορά,
όμως τα κύρια προϊόντα της είχαν τιμή πώλησης διπλάσια στην Ελλάδα από όση
είχαν στις βορειοευρωπαϊκές χώρες.
Αν στη
Γερμανία πχ ένα πακέτο βρεφικές πάνες, πωλούνταν προς 8,5 ευρώ προ ΦΠΑ και στην
Ελλάδα προς 17 ευρώ, τότε ήταν αυτονόητο ότι το μικτό περιθώριο κέρδους στην
Ελλάδα ήταν αυξημένο κατά 8,5 ευρώ ανά μονάδα.
Τι μπορούν όμως να κάνουν οι Ελληνικές
φορολογικές αρχές;
Για κάθε προϊοντικό κωδικό (Stock Keeping Unit: SKU) με μεγαλύτερο από
κάποιο τζίρο οι Ελληνικές φορολογικές αρχές
θα μπορούσαν να ζητήσουν από κάθε πολυεθνική εταιρία που δραστηριοποιείται στην
Ελλάδα, να καταθέτει κάθε χρόνο την κατώτατη τιμή πώλησης στην Ευρώπη.
Η σχετική ευρωπαϊκή νομοθεσία anti-dumping
εξασφαλίζει ότι η τιμή αυτή δεν περιέχει ζημίες, και άρα είναι πραγματικά πάνω
από το κόστος.
Η αρχή
του Παρέττο εξασφαλίζει ότι με το 20% των κωδικών θα καλύπτει
τουλάχιστον το 80% του τζίρου της κάθε πολυεθνικής εταιρίας. Μετά από αυτό, ο
πρόχειρος υπολογισμός της πραγματικής κερδοφορίας είναι πολύ εύκολος. Μπορεί
φυσικά κάποιος να είναι ακόμα πιο ακριβής στον προσδιορισμό των πραγματικών
κερδών ανά χώρα (και
άρα της φορολογικής υποχρέωσης), αν ζητήσει και πάρει την μέση τιμή πώλησης κάθε προϊόντος
πολυεθνικής παγκοσμίως, το μερίδιο του
προϊόντος στον τζίρο της, και την
δημόσια δηλωμένη κερδοφορία των πολυεθνικών προς τους μετόχους τους.
Αυτό ίσως θα ήθελε 600-1000 άτομα σε πανευρωπαϊκό επίπεδο για να τελειώνει το
καρουσέλ της φοροδιαφυγής των πολυεθνικών.
Δεν φαίνεται βέβαια ως τώρα, να
ενδιαφέρεται κανείς να κάνει αυτούς τους απλούς υπολογισμούς, ούτε στην Ελλάδα,
ούτε στις άλλες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης στις οποίες καταλήγουν για να φορολογηθούν
τα ελληνικά κέρδη χωρίς όμως να έχουν πληρώσει τον αναλογούντα φόρο στην Ελλάδα.
Στον 21ο αιώνα, με τα απείρων δυνατοτήτων
συστήματα ERP που διαθέτουν όλες ανεξαιρέτως οι πολυεθνικές εταιρίες, και τις
δυνατότητες που δίνουν τα λογιστικά φύλλα όπως το Excel,
θα ήταν ζήτημα μερικών εβδομάδων για μια μικρή ομάδα 15-20 ικανών ατόμων στο ΥΠΟΙΚ για να προσδιορίσουν με ακρίβεια 90%
την πραγματική κερδοφορία των πολυεθνικών ομίλων που δραστηριοποιούνται στη
χώρα μας είτε απευθείας, είτε μέσω αντιπροσώπων, κάθε χρόνο.
Με τον παραπάνω τρόπο η φοροδιαφυγή τους
θα λάβει άδοξο τέλος, όπως φυσικά και το κίνητρο για την τριγωνική τιμολόγηση
και τα kick-backs σε λογαριασμούς του
εξωτερικού για τις μεγάλες εταιρίες της λιανικής που τα διαθέτουν στην ελληνική
αγορά.
Αν το ύψος των εισαγωγών προϊόντων
πολυεθνικών στην Ελλάδα είναι 20-30 δις ευρώ ετησίως, ίσως να βρίσκεται
παραπάνω από μισός ΕΝΦΙΑ κρυμμένος σε
φοροδιαφυγή μέσα εκεί, ή ίσως και 2 ΕΝΦΙΑ.