Λάζαρος – Κίμων Μπερβερίδης
Καθώς
ο ήλιος έγερνε και πήγαινε στην δύση
Έμεινα
για λίγο ασάλευτος, μπρος στη ερωτιάρα φύση
Και
όταν το δειλινό ξαπλώθηκε, στου χρυσαφιού το χρώμα
Το
φεγγαράκι γλίστρησε στου σκοταδιού το στρώμα.
Και
εγώ χαιρόμουνα της φύσης το απέραντο μεγαλείο
Της
μυστικής πορείας της αγάπης , προς το Θείο.
Και
η θάλασσα κοιμήθηκε ήρεμα στα όνειρά της
Μες
στους βυθούς τους μυστικούς που κρύβουν την χαρά της.
Και
ο άνεμος νοτιάς από τα βάθη του πελάγου
Καθάριος
δρόσιζε το πέρα του μουράγιου
Και
εγώ χαιρόμουνα της φύσης την καλοσύνη
Της
μυστικής πορείας της αγάπης της ευγνωμοσύνης.