Το έστειλε ο Γιώργος Επιτήδειος
Η εφορία θα μπορεί να κάνει ελέγχους ακόμα και πριν το
2011, λόγω ασαφειών που εκμεταλλεύεται το υπουργείο Οικονομικών - Τι περιέχει η
εγκύκλιος Πιτσιλή για το θέμα - Ποιοι μπαίνουν στο στόχαστρο
Παρά και την επίσημη παραδοχή από το υπουργείο Οικονομικών ότι κάνει σεβαστή την πρόσφατη απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας για τον κανόνα της 5ετούς παραγραφής, όμηροι της εφορίας παραμένουν εκατοντάδες χιλιάδες φορολογούμενοι που έχουν μπει με πολλούς τρόπους στο στόχαστρο των ελεγκτικών μηχανισμών.
Μόλις δημοσιευτεί στην εφημερίδα της Κυβερνήσεως η απόφαση που υπέγραψε την Παρασκευή ο διοικητής της ΑΑΔΕ για το ποιες υποθέσεις θα πρέπει να ελεγχθούν κατά προτεραιότητα μέσα στις επόμενες 100 μέρες ως το τέλος του έτους, θα εκδοθεί και νέα λεπτομερής εγκύκλιος που θα αποσαφηνίζει πλήρως το ποιες υποθέσεις ελέγχων παραγράφονται και ποιες μένουν «ζωντανές», ώστε να ξεκαθαρίσουν περισσότερο τα πράγματα και για να μην μπορεί να αμφισβητηθεί η συνταγματικά κατοχυρωμένη αρχή της χρηστής διοίκησης από την ΑΑΔΕ.
Το σίγουρο είναι όμως πως προς το παρόν δεν δικαιολογείται εφησυχασμός για τους φορολογουμένους, καθώς παραμένουν «γκρίζες ζώνες» εξ αιτίας των οποίων η εφορία μπορεί και πάλι να πιέζει για να ενταχθούν οι φορολογούμενοι σε ρυθμίσεις εθελοντικής αποκάλυψης εισοδημάτων, απειλώντας να «μοιράζει» αναδρομικά πρόστιμα επί δικαίων και αδίκων.
Και αυτό γιατί, όπως προκύπτει από την τελευταία εγκύκλιο Πιτσιλή:
Παρά και την επίσημη παραδοχή από το υπουργείο Οικονομικών ότι κάνει σεβαστή την πρόσφατη απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας για τον κανόνα της 5ετούς παραγραφής, όμηροι της εφορίας παραμένουν εκατοντάδες χιλιάδες φορολογούμενοι που έχουν μπει με πολλούς τρόπους στο στόχαστρο των ελεγκτικών μηχανισμών.
Μόλις δημοσιευτεί στην εφημερίδα της Κυβερνήσεως η απόφαση που υπέγραψε την Παρασκευή ο διοικητής της ΑΑΔΕ για το ποιες υποθέσεις θα πρέπει να ελεγχθούν κατά προτεραιότητα μέσα στις επόμενες 100 μέρες ως το τέλος του έτους, θα εκδοθεί και νέα λεπτομερής εγκύκλιος που θα αποσαφηνίζει πλήρως το ποιες υποθέσεις ελέγχων παραγράφονται και ποιες μένουν «ζωντανές», ώστε να ξεκαθαρίσουν περισσότερο τα πράγματα και για να μην μπορεί να αμφισβητηθεί η συνταγματικά κατοχυρωμένη αρχή της χρηστής διοίκησης από την ΑΑΔΕ.
Το σίγουρο είναι όμως πως προς το παρόν δεν δικαιολογείται εφησυχασμός για τους φορολογουμένους, καθώς παραμένουν «γκρίζες ζώνες» εξ αιτίας των οποίων η εφορία μπορεί και πάλι να πιέζει για να ενταχθούν οι φορολογούμενοι σε ρυθμίσεις εθελοντικής αποκάλυψης εισοδημάτων, απειλώντας να «μοιράζει» αναδρομικά πρόστιμα επί δικαίων και αδίκων.
Και αυτό γιατί, όπως προκύπτει από την τελευταία εγκύκλιο Πιτσιλή:
1) οι
αναδρομικοί έλεγχοι για τα έτη 2001-2005 έχουν πέσει στο κενό, εκτός εάν:
α) οι φορολογικές αρχές πρόλαβαν να οδηγήσουν στην έκδοση φύλλου ελέγχου και καταλογισμούς φόρων σε βάρος των ελεγχομένων πριν επέλθει η 5ετής παραγραφή. Αυτό αφορά ίσως ελάχιστους, καθώς οι αναδρομικοί έλεγχοι που εξαπέλυσε μαζικά το 2010 το υπουργείο Οικονομικών (επί υπουργίας Παπακωνσταντίνου) αφορούσαν τα έτη 2001-2009, αλλά πήρε χρόνο να οδηγήσουν σε καταλογισμούς. Έτσι, ακόμα και αν τελικώς εκδόθηκε αργότερα φύλλο ελέγχου, στις περισσότερες περιπτώσεις εκτιμάται πως είχε επέλθει ήδη η παραγραφή για τα έτη 2001-2005. Φύλλα ελέγχου (και άρα διακοπή της παραγραφής) όμως έχουν πιθανώς προκύψει και για όσες άλλες υποθέσεις ελέγχονταν ήδη την εποχή εκείνη από το ΣΔΟΕ (πχ παράνομος πλουτισμός, μίζες, εξοπλιστικά προγράμματα κλπ).
β) ο φορολογούμενος παρέλειψε να υποβάλει εμπρόθεσμα κάποια φορολογική δήλωση φόρου (φόρου εισοδήματος, ΚΒΣ κλπ) των ετών 2001-2005. Η παράλειψη υποβολής δήλωσης, με βάση την πάγια νομοθεσία, επιτρέπει έλεγχο σε βάθος 15ετίας και δεν υπερισχύει του κανόνα της 5ετούς παραγραφής. Ωστόσο φαντάζει μάλλον σπάνιο κάποιος που τυχόν επεδίδετο συστηματικά για χρόνια σε μεγάλη φοροδιαφυγή -και πιθανότατα δρούσε οργανωμένα- να μην είχε υποβάλει καν φορολογική δήλωση, έστω και «για τους τύπους». Αν το διέπραξε όμως κάποιος ή και αν καθυστέρησε έστω και μία μέρα να υποβάλει την δήλωσή του -σκόπιμα ή από αβλεψία του λογιστή του- για την τυπική παράβαση εκείνης της χρονιάς ο φορολογούμενος θα παραμένει για αρκετά χρόνια ακόμη έκθετος σε αναδρομικούς ελέγχους.
γ) αν διαπιστωθεί «ανακρίβεια» στις δηλώσεις του ελεγχόμενου. Η διαπίστωση ανακρίβειας όμως, δηλαδή η αποκάλυψη διαφοράς στα όσα δήλωσε σε σχέση με τα πραγματικά του εισοδήματα, δεν είναι απλή υπόθεση για την εφορία. Αποφάσεις του ΣτΕ -αλλά και η πρόσφατη γνωμοδότηση που ζήτησε και έλαβε από το Νομικό Συμβούλιο του Κράτους η ΑΑΔΕ- ξεκαθαρίζουν ότι η ανακρίβεια πρέπει να θεωρείται «αντικειμενική» και να μην επιδέχεται αμφισβήτησης. Δηλαδή δεν αρκεί να τη διαπιστώνει η εφορία μετά από έλεγχο, αλλά να προκύπτει αβίαστα αν πχ ο φορολογούμενος έχει αναγράψει μικρότερο ποσόν στη δήλωση Ε1 σαν εισόδημα από ενοίκια κάποιου έτους, σε σχέση με το τι δήλωσε στο Ε2 σαν ενοίκια της αντίστοιχης χρονιάς. Για μια τέτοια αβλεψία, δεν ισχύει η 5ετής παραγραφή αλλά ο έλεγχος φτάνει στα 15 έτη πίσω, δηλαδή εκτείνεται και στις χρήσεις 2001-2005.
2) ενεργείς και «ανοιχτές» για φορολογικά έλεγχο υποθέσεις εξακολουθούν να θεωρούνται:
α) όσες αφορούν φορολογικές χρήσεις 2011 (φορολογικό έτος 2012) και μετά, επειδή δεν έχει συμπληρωθεί ακόμα η 5ετία (για το 2011 επέρχεται την 1.1.2018). Σε αυτές θα πέσει πλέον το κύριο βάρος των ελέγχων, καθώς θεωρούνται πρόσφατες και «ζωντανές» που μπορούν να αποφέρουν ευκολότερα έσοδα στο Κράτος.
β) επιπλέον, οι υποθέσεις των ετών 2008 – 2011, εφόσον έχουν ανακύψει (ακόμα και μετά την πάροδο της 5ετίας) διαπιστώσεις φοροδιαφυγής. Και αυτό γιατί με τον ν.4174/2013 η διαπίστωση φοροδιαφυγής (από ένα ύψος και πάνω) χαρακτηρίστηκε ποινικό αδίκημα με 20ετή παραγραφή. Ωστόσο ο έλεγχος δεν εκτείνεται αυτομάτως 20 χρόνια πίσω (πχ ως το 1993 για φοροδιαφυγή που διαπιστώνεται το 2013) αλλά καταλαμβάνει την περίοδο από το 2008 και μετά. Και αυτό ενδεχομένως επειδή το 2013 που τέθηκε σε ισχύ ο νόμος συμπληρωνόταν 5ετία για το 2008 και το ΣτΕ δεν έχει απαντήσει ξεκάθαρα (γιατί δεν είχε κρίνει σχετική υπόθεση) αν μπορεί η διάταξη να ισχύσει και αναδρομικά για τόσα πολλά έτη πριν. Προφανώς, για την φορολογική διοίκηση, η αναδρομή της διάταξης από το 2013 ως το 2008 μπορεί να θεωρήθηκε ασφαλής λύση, αλλά δεν αποκλείεται το καθεστώς αυτό να ανατραπεί κατά πώς θα κριθεί δικαστικά το ζήτημα στο μέλλον.
γ) επιπλέον, οι φορολογικές υποθέσεις των ετών 2006-2008 (και μετέπειτα), εφόσον έχουν προκύψει «συμπληρωματικά στοιχεία» και μετά ην παρέλευση 5ετίας ακόμη. Το πρόβλημα στην περίπτωση αυτή είναι «τι εστί συμπληρωματικό στοιχείο». Τέτοιο καταρχήν θεωρούνται τα στοιχεία από τις τραπεζικές καταθέσεις που στέλνουν οι ελληνικές τράπεζες στο υπουργείο οικονομικών και αφορούν από το 2002 και μετά. Επίσης θεωρούνται και τα στοιχεία από τις ξένες τράπεζες ή τα εμβάσματα από και προς το εξωτερικό. Ωστόσο αρχές Οκτωβρίου θα εκδικαστεί στο ΣτΕ προσφυγή που αφορά τους ελέγχους στα εμβάσματα, οι οποίοι στηρίχτηκαν σε στοιχεία ελληνικών τραπεζών.
Η εγκύκλιος Πιτσιλή δείχνει -προς το παρόν τουλάχιστον και μέχρι να εκδοθεί η σχετική απόφαση τους προσεχείς μήνες- ότι η φορολογική διοίκηση αποδέχεται σαν «νεώτερα στοιχεία» τα στοιχεία των ελληνικών τραπεζών για τα εμβάσματα. Το ΣτΕ ίσως το ανατρέψει όμως, δεδομένου ότι τα στοιχεία αυτά ήταν ανέκαθεν στην διάθεση των ελληνικών αρχών αλλά δεν τα είχαν αναζητήσει και, άρα, δεν μπορούν να θεωρούνται «νέα στοιχεία», αλλά μάλλον… «ξεχασμένα στοιχεία» που όψιμα θυμήθηκε να τα αξιοποιήσει. Καθώς ήταν ευθύνη του Κράτους να ενεργήσει έγκαιρα, αμφισβητείται αν έχει το δικαίωμα να κρατά «ομήρους» συλλήβδην χιλιάδες καταθέτες των ελληνικών τραπεζών. Η απόφαση όμως μπορεί να σταθεί πρόκριμα και για τους ελέγχους στα 1,3 εκατομμύρια καταθέτες που καλούνται επιτακτικά (με σημειώματα και απειλές ελέγχου) να ενταχθούν στη νέα ρύθμιση για τα αδήλωτα εισοδήματα.
Και για τις υποθέσεις με στοιχεία τραπεζών του εξωτερικού πάντως, όπως η λίστα Λαγκάρντ, δεν συνεπάγεται αυτόματη επέκταση της παραγραφής προ του 2006, εάν δεν έχει εκδοθεί φύλλο ελέγχου. Επειδή όμως αφορούσαν κυρίως τα έτη 2005-2008, ακόμα και αν έχει παραγραφεί το έτος 2005 χωρίς να εκδοθεί φύλλο ελέγχου, επιτρέπεται εν έτει 2017 να ελεγχθούν τα επόμενα έτη, λαμβάνοντας ως βάση τις καταθέσεις του 2005 και εξετάζοντας εν συνεχεία εάν προκύπτει αδικαιολόγητη προσαύξησή τους στα επόμενα έτη (2006 και μετά).
δ) όλες οι φορολογικές χρήσεις μετά το 2001, εφόσον παραλείφθηκε η υποβολή δήλωσης για κάποια ή κάποιες εξ αυτών –ή έγινε εκπρόθεσμα ή υπήρξε «αντικειμενική ανακρίβεια» όπως αναφέρθηκε ήδη πριν.
α) οι φορολογικές αρχές πρόλαβαν να οδηγήσουν στην έκδοση φύλλου ελέγχου και καταλογισμούς φόρων σε βάρος των ελεγχομένων πριν επέλθει η 5ετής παραγραφή. Αυτό αφορά ίσως ελάχιστους, καθώς οι αναδρομικοί έλεγχοι που εξαπέλυσε μαζικά το 2010 το υπουργείο Οικονομικών (επί υπουργίας Παπακωνσταντίνου) αφορούσαν τα έτη 2001-2009, αλλά πήρε χρόνο να οδηγήσουν σε καταλογισμούς. Έτσι, ακόμα και αν τελικώς εκδόθηκε αργότερα φύλλο ελέγχου, στις περισσότερες περιπτώσεις εκτιμάται πως είχε επέλθει ήδη η παραγραφή για τα έτη 2001-2005. Φύλλα ελέγχου (και άρα διακοπή της παραγραφής) όμως έχουν πιθανώς προκύψει και για όσες άλλες υποθέσεις ελέγχονταν ήδη την εποχή εκείνη από το ΣΔΟΕ (πχ παράνομος πλουτισμός, μίζες, εξοπλιστικά προγράμματα κλπ).
β) ο φορολογούμενος παρέλειψε να υποβάλει εμπρόθεσμα κάποια φορολογική δήλωση φόρου (φόρου εισοδήματος, ΚΒΣ κλπ) των ετών 2001-2005. Η παράλειψη υποβολής δήλωσης, με βάση την πάγια νομοθεσία, επιτρέπει έλεγχο σε βάθος 15ετίας και δεν υπερισχύει του κανόνα της 5ετούς παραγραφής. Ωστόσο φαντάζει μάλλον σπάνιο κάποιος που τυχόν επεδίδετο συστηματικά για χρόνια σε μεγάλη φοροδιαφυγή -και πιθανότατα δρούσε οργανωμένα- να μην είχε υποβάλει καν φορολογική δήλωση, έστω και «για τους τύπους». Αν το διέπραξε όμως κάποιος ή και αν καθυστέρησε έστω και μία μέρα να υποβάλει την δήλωσή του -σκόπιμα ή από αβλεψία του λογιστή του- για την τυπική παράβαση εκείνης της χρονιάς ο φορολογούμενος θα παραμένει για αρκετά χρόνια ακόμη έκθετος σε αναδρομικούς ελέγχους.
γ) αν διαπιστωθεί «ανακρίβεια» στις δηλώσεις του ελεγχόμενου. Η διαπίστωση ανακρίβειας όμως, δηλαδή η αποκάλυψη διαφοράς στα όσα δήλωσε σε σχέση με τα πραγματικά του εισοδήματα, δεν είναι απλή υπόθεση για την εφορία. Αποφάσεις του ΣτΕ -αλλά και η πρόσφατη γνωμοδότηση που ζήτησε και έλαβε από το Νομικό Συμβούλιο του Κράτους η ΑΑΔΕ- ξεκαθαρίζουν ότι η ανακρίβεια πρέπει να θεωρείται «αντικειμενική» και να μην επιδέχεται αμφισβήτησης. Δηλαδή δεν αρκεί να τη διαπιστώνει η εφορία μετά από έλεγχο, αλλά να προκύπτει αβίαστα αν πχ ο φορολογούμενος έχει αναγράψει μικρότερο ποσόν στη δήλωση Ε1 σαν εισόδημα από ενοίκια κάποιου έτους, σε σχέση με το τι δήλωσε στο Ε2 σαν ενοίκια της αντίστοιχης χρονιάς. Για μια τέτοια αβλεψία, δεν ισχύει η 5ετής παραγραφή αλλά ο έλεγχος φτάνει στα 15 έτη πίσω, δηλαδή εκτείνεται και στις χρήσεις 2001-2005.
2) ενεργείς και «ανοιχτές» για φορολογικά έλεγχο υποθέσεις εξακολουθούν να θεωρούνται:
α) όσες αφορούν φορολογικές χρήσεις 2011 (φορολογικό έτος 2012) και μετά, επειδή δεν έχει συμπληρωθεί ακόμα η 5ετία (για το 2011 επέρχεται την 1.1.2018). Σε αυτές θα πέσει πλέον το κύριο βάρος των ελέγχων, καθώς θεωρούνται πρόσφατες και «ζωντανές» που μπορούν να αποφέρουν ευκολότερα έσοδα στο Κράτος.
β) επιπλέον, οι υποθέσεις των ετών 2008 – 2011, εφόσον έχουν ανακύψει (ακόμα και μετά την πάροδο της 5ετίας) διαπιστώσεις φοροδιαφυγής. Και αυτό γιατί με τον ν.4174/2013 η διαπίστωση φοροδιαφυγής (από ένα ύψος και πάνω) χαρακτηρίστηκε ποινικό αδίκημα με 20ετή παραγραφή. Ωστόσο ο έλεγχος δεν εκτείνεται αυτομάτως 20 χρόνια πίσω (πχ ως το 1993 για φοροδιαφυγή που διαπιστώνεται το 2013) αλλά καταλαμβάνει την περίοδο από το 2008 και μετά. Και αυτό ενδεχομένως επειδή το 2013 που τέθηκε σε ισχύ ο νόμος συμπληρωνόταν 5ετία για το 2008 και το ΣτΕ δεν έχει απαντήσει ξεκάθαρα (γιατί δεν είχε κρίνει σχετική υπόθεση) αν μπορεί η διάταξη να ισχύσει και αναδρομικά για τόσα πολλά έτη πριν. Προφανώς, για την φορολογική διοίκηση, η αναδρομή της διάταξης από το 2013 ως το 2008 μπορεί να θεωρήθηκε ασφαλής λύση, αλλά δεν αποκλείεται το καθεστώς αυτό να ανατραπεί κατά πώς θα κριθεί δικαστικά το ζήτημα στο μέλλον.
γ) επιπλέον, οι φορολογικές υποθέσεις των ετών 2006-2008 (και μετέπειτα), εφόσον έχουν προκύψει «συμπληρωματικά στοιχεία» και μετά ην παρέλευση 5ετίας ακόμη. Το πρόβλημα στην περίπτωση αυτή είναι «τι εστί συμπληρωματικό στοιχείο». Τέτοιο καταρχήν θεωρούνται τα στοιχεία από τις τραπεζικές καταθέσεις που στέλνουν οι ελληνικές τράπεζες στο υπουργείο οικονομικών και αφορούν από το 2002 και μετά. Επίσης θεωρούνται και τα στοιχεία από τις ξένες τράπεζες ή τα εμβάσματα από και προς το εξωτερικό. Ωστόσο αρχές Οκτωβρίου θα εκδικαστεί στο ΣτΕ προσφυγή που αφορά τους ελέγχους στα εμβάσματα, οι οποίοι στηρίχτηκαν σε στοιχεία ελληνικών τραπεζών.
Η εγκύκλιος Πιτσιλή δείχνει -προς το παρόν τουλάχιστον και μέχρι να εκδοθεί η σχετική απόφαση τους προσεχείς μήνες- ότι η φορολογική διοίκηση αποδέχεται σαν «νεώτερα στοιχεία» τα στοιχεία των ελληνικών τραπεζών για τα εμβάσματα. Το ΣτΕ ίσως το ανατρέψει όμως, δεδομένου ότι τα στοιχεία αυτά ήταν ανέκαθεν στην διάθεση των ελληνικών αρχών αλλά δεν τα είχαν αναζητήσει και, άρα, δεν μπορούν να θεωρούνται «νέα στοιχεία», αλλά μάλλον… «ξεχασμένα στοιχεία» που όψιμα θυμήθηκε να τα αξιοποιήσει. Καθώς ήταν ευθύνη του Κράτους να ενεργήσει έγκαιρα, αμφισβητείται αν έχει το δικαίωμα να κρατά «ομήρους» συλλήβδην χιλιάδες καταθέτες των ελληνικών τραπεζών. Η απόφαση όμως μπορεί να σταθεί πρόκριμα και για τους ελέγχους στα 1,3 εκατομμύρια καταθέτες που καλούνται επιτακτικά (με σημειώματα και απειλές ελέγχου) να ενταχθούν στη νέα ρύθμιση για τα αδήλωτα εισοδήματα.
Και για τις υποθέσεις με στοιχεία τραπεζών του εξωτερικού πάντως, όπως η λίστα Λαγκάρντ, δεν συνεπάγεται αυτόματη επέκταση της παραγραφής προ του 2006, εάν δεν έχει εκδοθεί φύλλο ελέγχου. Επειδή όμως αφορούσαν κυρίως τα έτη 2005-2008, ακόμα και αν έχει παραγραφεί το έτος 2005 χωρίς να εκδοθεί φύλλο ελέγχου, επιτρέπεται εν έτει 2017 να ελεγχθούν τα επόμενα έτη, λαμβάνοντας ως βάση τις καταθέσεις του 2005 και εξετάζοντας εν συνεχεία εάν προκύπτει αδικαιολόγητη προσαύξησή τους στα επόμενα έτη (2006 και μετά).
δ) όλες οι φορολογικές χρήσεις μετά το 2001, εφόσον παραλείφθηκε η υποβολή δήλωσης για κάποια ή κάποιες εξ αυτών –ή έγινε εκπρόθεσμα ή υπήρξε «αντικειμενική ανακρίβεια» όπως αναφέρθηκε ήδη πριν.