ΝΕΑ 24/9/2015
Πόσο
καλά ρυθμίζετε τη χοληστερίνη σας;
Μη
βιαστείτε να απαντήσετε, διότι το ερώτημα δεν αφορά τον μεγάλο αριθμό στις
εξετάσεις αίματος που μπορεί να φτάνει ή να ξεπερνά τα 200 mg/dl, αλλά έναν άλλο που είθισται να
αναγράφεται λίγο παρακάτω, αλλά δεν έχουμε μάθει να τον κοιτάμε.
Πρόκειται για την LDL, τη
γνωστή και ως «κακή» χοληστερόλη,
η οποία ενώ σε χαμηλά επίπεδα είναι εξαιρετικά
χρήσιμη για τον οργανισμό διότι τον βοηθά μεταξύ των άλλων να παράγει διάφορες
ορμόνες, σε υψηλά συσσωρεύεται στα τοιχώματα των αρτηριών προκαλώντας
τους στένωση και ανοίγοντας διάπλατα τον δρόμο στο έμφραγμα και στο εγκεφαλικό.
Η LDL είναι η κυρία μορφή της χοληστερόλης
που ελέγχουν οι γιατροί για να αξιολογήσουν τον καρδιαγγειακό κίνδυνο ενός
ατόμου.
Στους υγιείς ανθρώπους πρέπει να είναι κάτω από 115 mg/ dl,
αλλά σε όσους κινδυνεύουν να εκδηλώσουν καρδιαγγειακό πρόβλημα (επειδή λ.χ.
έχουν υπέρταση, διαβήτη, παχυσαρκία, καπνίζουν κ.λπ.) πρέπει να είναι κάτω από 100 ή
ακόμα και κάτω από 70 mg/dl.
Όπως φαίνεται, όμως, διαχρονικά πολύ λίγοι από εμάς τη φτάνουν σε αυτά τα επίπεδα.
Τη
δεκαετία του 2000, λ.χ., η μελέτη «Αττική» της Α'
Καρδιολογικής Κλινικής του Πανεπιστημίου Αθηνών έδειξε ότι το 52% των ανδρών και το 48% των γυναικών στη χώρα
μας έχουν LDL πάνω από 130 mg/dl.
Την περασμένη εβδομάδα, εξάλλου, δημοσιεύθηκε
η ευρωπαϊκή μελέτη «Dysis II»
που διεξήχθη σε σχεδόν 3.500 εθελοντές από επτά χώρες (συμπεριλαμβανομένης της Ελλάδας)
και έδειξε ότι το 70% των ασθενών με
στεφανιαία νόσο δεν ρυθμίζουν ικανοποιητικά την LDL τους.
ΤΑ
ΚΛΕΙΔΙΑ ΤΗΣ ΡΥΘΜΙΣΗΣ.
«Ικανοποιητική
ρύθμιση σημαίνει LDL κάτω από 70 mg/dl για τους ανθρώπους που ήδη έχουν
στεφανιαία νόσο, δηλαδή έχουν πάθει έμφραγμα ή εγκεφαλικό, ή έχουν κάνει
«μπαλονάκι» ή μπαϊπάς, ή έχουν απόφραξη στις αρτηρίες τους» εξηγεί
ο Δημήτρης
Ρίχτερ, πρόεδρος της Ελληνικής
Εταιρείας Λιπιδιολογίας και διευθυντής της Β' Καρδιολογικής Κλινικής της Ευρωκλινικής Αθηνών.
Σε αδρές γραμμές, το ένα τρίτο της
χοληστερόλης που διαθέτει ο οργανισμός οφείλεται στη διατροφή και τα δύο
τρίτα στα γονίδια.
Έτσι,
με προσεγμένη διατροφή η LDL μπορεί να μειωθεί κατά 10% - 15% σε έναν χρόνο - και αυτό είναι
κάτι που συνιστάται σε όσους έχουν μεν
αυξημένη LDL, αλλά δεν διαθέτουν άλλους παράγοντες
καρδιαγγειακού κινδύνου ούτε πάσχουν από στεφανιαία νόσο, τονίζει.
Αν όμως κάποιος κινδυνεύει πάρα πολύ να
εκδηλώσει καρδιαγγειακό πρόβλημα ή το έχει παρουσιάσει ήδη, τα χρονικά
περιθώρια είναι πολύ περιορισμένα και
γι' αυτό πρέπει να αρχίσει αμέσως αγωγή με στατίνες. Αυτές μπορούν σε μέτριες δόσεις να μειώσουν την LDL 30% και σε υψηλές 50%,
ενώ ο συνδυασμός τους με το φάρμακο εζετιμίμπη
μπορεί να μειώσει την LDL 20% επιπλέον.
Όπως όμως υποδηλώνει η νέα ευρωπαϊκή
μελέτη, οι υψηλές δόσεις των στατινών
δεν χορηγούνται επαρκώς ή οι ασθενείς δεν συμμορφώνονται με την αγωγή τους ή η
ισχύς των στατινών δεν είναι επαρκής,
με συνέπεια συνολικά επτά στους δέκα να παραμένουν αρρύθμιστοι.
Στους ασθενείς που δεν τους αρκεί η
θεραπεία ή έχουν δυσανεξία στις στατίνες
και στεφανιαία νόσο ή πολύ υψηλό κίνδυνο να την εμφανίσουν, ενδείκνυται
μια νέα οικογένεια φαρμάκων (alirocumab,
evolocumab) που λέγονται αναστολείς
των υποδοχέων PCSK9 και αναμένεται εντός του 2016 να κυκλοφορούν ευρέως στην Ευρώπη.
Τα φάρμακα αυτά λαμβάνονται μία ή δύο φορές τον μήνα με υποδόριες εγχύσεις
και σε συνδυασμό με στατίνη ή/ και εζετιμίμπη μπορούν να μειώσουν επιπλέον 50% την LDL, φέρνοντάς την ακόμα και στα 20 ή τα 30 mg/dl,
κατά τον Δημήτρη Ρίχτερ.΄