ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ ΓΙΑ ΠΑΝΤΑ

ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ ΓΙΑ ΠΑΝΤΑ
ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ ΓΙΑ ΠΑΝΤΑ

Πέμπτη 2 Ιουλίου 2015

ΤΑ ΝΤΟΥΡΝΤΟΥΒΑΚΙΑ: AΠΟΣΤΟΛΕΣ ΣΤΑ ΒΟΥΛΓΑΡΙΚΑ ΤΑΓΜΑΤΑ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΑΠΟ ΤΗ ΘΡΑΚΗ ΚΑΙ ΤΗΝ ΑΝΑΤΟΛΙΚΗ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ (1941-1944)



Εφημερίδα ‘’ΠΥΡΟΒΟΛΗΤΗΣ’’ ΑΠΡ-ΜAI 15, Τέυχος 53
Eπιμέλεια: Πέτρος Μαρκόπουλος Αντγος ε.α.
    Θεωρώ  ηθική υποχρέωση προς τον αλησμόνητο πατέρα μου, που έχασα σε ηλικία επτά(7) ετών όταν σκοτώθηκε, ως στρατιώτης του ενδόξου Ελληνικού Στρατού την 3η Σεπτεμβρίου 1948.
    Θυμάμαι τις πρώτες διηγήσεις του σχετικά με τα όσα υπέστη όταν οι Βούλγαροι κατακτητές τον πήραν «ντουρντουβάκι» στη Βουλγαρία. Εγώ και πολλοί λίγοι γνωρίζουμε από πρώτο χέρι τις θλιβερές ιστορίες των γονιών μας στα καταναγκαστικά έργα στη Βουλγαρία. Θεώρησα σκόπιμο  να σας κάνω κοινωνούς αυτών των γεγονότων πριν ξεχασθούν τελείως.
...Ντουρντουβάκια...  Έτσι  λέγονταν  οι  εκατοντάδες  Έλληνες που  χάθηκαν  στα  αζήτητα  της  Ιστορίας.   Επιστρατεύτηκαν  και  ακολούθησαν, καταναγκαστικά, τα τάγματα εργασίας του βουλγαρικού στρατού κατοχής. Κρατήθηκαν παράνομα ως όμηροι και, ορισμένοι, πέθαναν  σε  Βουλγαρικό  έδαφος.  Ήταν  αγνά  παιδιά  της  Θράκης και  της    Αν.  Μακεδονίας  και  εργάστηκαν  κάτω  από  απάνθρωπες συνθήκες στη διάνοιξη δρόμων και σιδηροδρομικών γραμμών στο εσωτερικό της Βουλγαρίας. Όσοι γύρισαν δεν τιμήθηκαν ως ήρωες από  την  επίσημη  εθνική  ιστοριογραφία.  Σήμερα,  το  όνομα  τους, Ντουρντουβάκια, έμεινε για να δηλώνει τον “αφελή” στις περιοχές της Θράκης και της Αν. Μακεδονίας. Εκεί, δηλαδή, που περίμεναν το στεφάνι της Δόξας βρήκαν την ειρωνεία των απογόνων...
    Η λέξη ντουρντουβάκι αποτελεί ελληνοποιημένη παραφθορά της βουλγαρικής λέξης трууjдови войски,  τρούντοβι βόιτσκι (τάγματα εργασί ας ) ή του трууjдовВойник, τρούντοβ βόινικ (φαντάρος αγγαρείας ) και χρησιμοποιείται ακόμη και σήμερα στην  ανατολική  Μακεδονία  και  τη  Θράκη  -  πάντα  στο  ουδέτερο γένος - και συνήθως ως επιρρηματικό κατηγορούμενο του σκοπού (τον πήραν Ντουρντουβάκι...) ή του τρόπου (σαν το ντουρντουβάκι έκανε ό,τι του έλεγαν…). Άξιο περαιτέρω μελέτης είναι το γεγονός πως - ενώ η λέξη είναι ευρέως διαδεδομένη στην περιοχή - πολλοί λίγοι γνωρίζουν την ιστορική σημασία της και ελάχιστοι (κυρίως απόγονοι ανθρώπων που ήταν ντουρντουβάκια και έμαθαν για αυτά μέσα στην οικογένεια αλλά  και  οι  λιγοστοί  σήμερα  μάρτυρες  της  αναγκαστικής  αυτής μετακίνησης) διαθέτουν ένα στοιχειώδες γνωστικό υπόβαθρο για ένα τόσο σημαντικό γεγονός της τοπικής ιστορίας. Βέβαια, ας μην ξεχνάμε πως για δεκαετίες η περίοδος της βουλγαρικής κατοχής και τα όσα διαδραματίστηκαν κατά τη διάρκειά της δεν είχε τύχει σημαντικού επιστημονικού ενδιαφέροντος – σε επίπεδο τουλάχιστον μελέτης της τοπικής και της προφορικής Ιστορίας.
    Η όποια αναφορά από τους Έλληνες μελετητές στο φαινόμενο της επιστράτευσης ανδρών από τη βουλγαροκρατούμενη κατά την περίοδο 1941-1944 ζώνη εντάσσεται σε ένα ευρύτερο πλαίσιο
αναφορών  τους  στη  βουλγαρική  πολιτική  στη  Δ.  Θράκη  και  την Α .   Μακεδονία  ήδη από τους βαλκανικούς πολέμους .  Ο λόγος τους, λοιπόν, είναι έντονα αντιβουλγαρικός: ο βουλγαρικός στρατός είναι στρατός κατοχής που προβαίνει σε διώξεις κάθε τύπου του Ελληνικού στοιχείου με κύριο στόχο τον εκβουλγαρισμό και μακροπρόθεσμα την προσάρτηση της εν λόγω περιοχής στη βουλγαρική επικράτεια μετά την κατάληψη της Γιουγκοσλαβίας και της Ελλάδας από  τους Ναζί ( Απρίλιος 1941 ) , όταν η Βουλγαρία παίρνει τον έλεγχο της Α. Μακεδονίας ως το Στρυμόνα και τη Δ. Θράκη μέχρι τον Έβρο ποταμό συνεχίζει την πολιτική του βίαιου εκβουλγαρισμού.
    Τη  Δ.  Θράκη  και  την  Α.  Μακεδονία  κατέλαβε  το  Β’  Βουλγαρικό Σώμα  Στρατού και δυο ανεξάρτητες Ταξιαρχίες, εκτός από τον  Έβρο,  όπου  υπήρχε  Γερμανικό  Σύνταγμα.  Σε  αυτό  το  πλαίσιο  εντάσσεται και το μέτρο της επιστράτευσης του ενεργού ανδρικού πληθυσμού, η κατάταξη του σε τάγματα εργασίας τα γνωστά στην περιοχή ντουρντουβάκια και η αποστολή του στη Βουλγαρία. Τα Τάγματα Εργασίας θεωρούνται ένα μέσο καταστολής των ελληνικών εξεγέρσεων  στην  ευρύτερη  περιοχή  της  Α.  Μακεδονίας  μαζί  με τις ομηρίες, τους εκτοπισμούς, τις αγγαρείες κ.α.. Πρόκειται για την αποστολή Ελλήνων υπηκόων κατά κανόνα των κλάσεων 1941- 1 9 4 2   επιστρατευμένων από το βουλγαρικό στρατό κυρίως στη Βουλγαροκρατούμενη Γιουγκοσλαβία αλλά και στην ίδια τη Βουλγαρία, όπου εργάζονταν στην κατασκευή δρόμων, σιδηροδρόμων και σε άλλα έργα. Η παλιά Βουλγαρία και οι νεοκατακτημένες σερβικές  περιοχές  καθώς  και  η  περιοχή  της  Δοβρουτσάς  είναι οι κύριοι προορισμοί. Από τον Απρίλη του ’43 αρχίζει η στρατολόγηση της κλάσης του ’22. Όσοι λάμβαναν ατομικές προσκλήσεις είχαν την υποχρέωση να υπογράψουν δήλωση ότι επιθυμούν να μεταβούν στη Βουλγαρία για εργασία. Η στρατολόγηση γίνεται με ατομικές κλήσεις από το στρατολογικό γραφείο Φιλιππούπολης μέσω των κοινοτήτων, όπου ήδη εργάζονται ως κοινοτικοί υπάλληλοι βουλγαρόφρονες Έλληνες. Από το σιδηροδρομικό σταθμό Σιδηροκάστρου μέχρι το Μάιο του 1942 μεταφέρθηκαν περίπου 35.000 Έλληνες οι οποίοι υπέγραφαν πριν αναγκαστικά δηλώσεις πως επιθυμούν να εργασθούν για το βουλγαρικό  κράτος.  Η  διάρκεια  της  υπηρεσίας  δεν  ήταν  ίδια  για όλους αλλά συνήθως κρατούσε έξι μήνες. Όσοι Έλληνες δεν παρουσιάζονταν στις επιτροπές στρατολογίας και ελέγχου υποβάλλονταν αρχικά στην καταβολή σημαντικού προστίμου, και σε περίπτωση μη καταβολής τους δικάζονταν και καταδικάζονταν ερήμην.

    Τα  Τάγματα  Εργασίας  ήταν  μονάδες  πλήρους  στρατιωτικής οργάνωσης (λόχοι, τάγματα κτλ.) με τη διαφορά ότι οι στρατεύσιμοι σε αυτά δεν έπαιρναν όπλο. Οι συνθήκες εργασίας και διαβίωσης ήταν τρομερά δύσκολες. Οι στρατευμένοι εργάζονταν στην διάνοιξη δρόμων και σιδηροδρομικών γραμμών στο εσωτερικό της Βουλγαρίας, ή στις κατεχόμενες περιοχές της Γιουγκοσλαβίας. Η δουλειά τους συνήθως ήταν να σπάνε πέτρες, να μεταφέρουν χώμα και άλλα υλικά, να σκάβουν και να μεταφέρουν κάποιο συγκεκριμένο αριθμό κυβικών με βαγονέτα.
    Η έλλειψη χρημάτων, η απουσία σημαντικών αντάρτικων ομάδων κατά τα τρία πρώτα κατοχικά έτη στην περιοχή της Ξάνθης, η πλήρης απουσία ενημέρωσης – κυρίως στα χωριά – σχετικά με το ποια ήταν η μοίρα όσων στέλνονταν στα Ντουρντουβάκια αλλά και το νεαρό της ηλικίας των κληθέντων σε συνδυασμό με το γεγονός πως στην πλειονότητά τους ήταν αναλφάβητοι καθιστούσε μη ελκυστική  την  προοπτική  της  διαφυγής.  Πολλοί  Σαρακατσάνοι  στο νομό  Σερρών  βγήκαν  στα  βουνά,  προκειμένου  να  αποφύγουν  τη στράτευση και εντάχθηκαν στις εθνικιστικές αντιστασιακές ομάδες.
    Πάντως, αρκετοί νέοι έφυγαν κα οι συγγενείς τους γνώρισαν τα αντίποινα αλλά και η βουλγαρική διοίκηση έγινε μετά πιο αυστηρή.
    Βίαιες στρατολογήσεις από τις βουλγαρικές αρχές στον Μακεδονικό χώρο μαρτυρούνται ήδη από το 1917  αλλά και εκτοπισμοί ιερέων, προκρίτων και άλλων σημαινόντων προσώπων των τοπικών κοινοτήτων, όπως των 80.000 εκτοπισμένων την άνοιξη του 1918, με μεγάλα ποσοστά θανάτων. Τότε είχαν επιστρατεύσει, ως ντουρντουβάκι, τον παππού μου Πέτρο Μάντζιο, πατέρα της μητέρας μου. Η τακτική του εκτοπισμού στη Βουλγαρία υπάρχει ήδη από τον Α’ ΠΠ. 80.000 περίπου Έλληνες από τη βουλγαροκρατούμενη ζώνη εκτοπίζονται τον Ιούλιο του 1917, από τους οποίους οι 45.000 δεν επιστρέφουν. ( Βλέπε σχετικό άρθρο μου στο Φύλλο 38 της Εφημερίδος Πυροβολητής με τίτλο Περίεργη Λήθη για τα θύματα των Βουλγάρων της Αν. Μακεδονίας κατά έτη1916-1918» 
    Η ομηρία ήταν μια συνήθης τακτική των Βουλγάρων ήδη από τον  Α’  ΠΠ,  για  αυτό  το  λόγο  και  οι  ελληνικοί  πληθυσμοί,  έχοντας την εμπειρία της στρατολόγησης του 1916-1918, προσπαθούν να αποφύγουν  τη  στράτευση  είτε  δραπετεύοντας  είτε  φεύγοντας  ως εργάτες στη Γερμανία. Οι περισσότεροι δραπέτες ήταν από τις Σέρρες, την Καβάλα και τη Δράμα, καθώς είχαν πιο εύκολη πρόσβαση στη γερμανοκρατούμενη ζώνη αλλά και την πικρή εμπειρία παλαιότερων επιστρατεύσεων και ομηριών. Ας θυμίσουμε πως ειδικά στη Δράμα ο  πληθυσμός  ήταν  ανάστατος,  οι  προκλήσεις  των  Βουλγάρων  και των Βουλγαριζόντων αλλά και της Οχράνας πολλές. Και οι πιέσεις  στους  ελληνικούς  πληθυσμούς  μεγάλες,  ενώ  σε  Καβάλα,  Σέρρες και Ξάνθη δεν έγιναν εξεγέρσεις παρόμοιες με της Δράμας. Αυτό που αποτελεί κοινό τόπο στις μαρτυρίες κάθε τύπου και που κυριαρχεί και στο ημερολόγιο ως βασικό στοιχείο της ζωής στα Τάγματα Εργασίας. είναι η κακή και ελλιπής σίτιση. Όσο μάλιστα χειροτερεύει η τροφή, τόσο οι περιγραφές στο ημερολόγιο γίνονται πιο απαισιόδοξες. Μπομπότα και κακής ποιότητας σούπες ήταν τα κύρια γεύματα, ενώ πολύ κακή ήταν και η σίτιση κατά τη διαδρομή με το τραίνο. Αυτό επιβεβαιώνουν και οι μαρτυρίες των συγγενών επιστρατευμένων, που περιγράφουν με ζοφερά χρώματα την  εικόνα  των  αγαπημένων  τους  όταν  γύρισαν  (ήρθε  ταλαιπωρημένος, έσκαβε έχτιζε με ξυρισμένο κεφάλι). Παρόλα αυτά όμως, όλοι τονίζουν πως κανείς δεν πέθανε από πείνα.

    Οι  σωματικές  τιμωρίες    σκληρές  συχνά    καταγράφονται από πολλούς  και το παράξενο είναι ότι οι Βούλγαροι βαθμοφόροι θεωρούν απλά συμβάντα καθημερινά αυτούς τους ξυλοδαρμούς.
    Το ξύλο όμως βρίσκεται συνεχώς παρών στο λόγο των μαρτυριών: Μπομπότα και πολύ ξύλο από τους Βουλγάρους.
    Στο σημείο αυτό θα σας αναφέρω μία διήγηση που άκουσα από τον παππού μου :
«Τον  βάλανε  μαζί  με  άλλους  να  σκάβει  με  ένα  κασμά  ένα δρόμο. Ο  παππούς έσκαβε κατά τρόπο άτσαλο που πεταγότανε τα χώματα εδώ και εκεί. Ο Βούλγαρος επιστάτης αγανακτισμένος έπαιρνε  το  κασμά  για  τον  δείξει  τον  ορθό  τρόπο  σκαψίματος.  Ο παππούς συνέχιζε να μη καταλαβαίνει και ο Βούλγαρος δείχνοντας το σωστό τρόπο τελικά έκανε την περισσότερη εργασία
    Από τον πατέρα μου θα σας πω την παρακάτω διήγηση του:
« Μετά την ολοήμερη κούραση και ταλαιπωρία και πηγαίναμε να κοιμηθούμε στο θάλαμο, ερχόντανε οι Βούλγαροι στρατιώτες και δεν μας άφηναν να κοιμηθούμε. Έβαζαν εμένα ή κάποιο άλλον να  παρακαλεί  τον  Θεό  να  σβήσει  την  λάμπα  για  να  κοιμηθούμε. Η λάμπα δεν έσβηνε και βάζανε άλλο να παρακαλεί αναγκάζοντας τον να χρησιμοποιεί διάφορους παρακλητικούς λόγους που του υπαγόρευαν να λέει και βέβαια οι Βούλγαροι διασκέδαζαν αλλά για μας ήτανε ένα μεγάλο βασανιστήριο, το  οποίο δυστυχώς κρατούσε πολλές ώρες αλλά και μας υποβάθμιζε ως ανθρώπους
    Όπως έχει προαναφερθεί, η μνήμη της αναγκαστικής αυτής μετακίνησης δεν είναι ιδιαίτερα αισθητή στις Ελληνικές κοινωνίες, κάτι  που  γίνεται  εύκολα  αντιληπτό  με  μια  εθνογραφική  έρευνα.
    Τα τελευταία χρόνια όμως παρατηρείται μια προσπάθεια για την ανάδειξη του φαινομένου για λόγους που λίγο έχουν να κάνουν με την επιστήμη. Το ιστορικό αυτό φαινόμενο πέρασε κυρίως από τη γενιά των παππούδων στα εγγόνια και έμεινε εκεί. Το ενδιαφέρον που παρουσιάζει η μελέτη του από κάθε άποψη (ανθρωπολογική, εθνογραφική, γλωσσολογική κ.α.) είναι μεγάλο.-
    Η ανάδειξη και προβολή του ιστορικού αυτού γεγονότος ας αποτελέσει  ένα  μνημόσυνο  για  όσους  έχασαν  την  ζωή  τους    και για όσους επέζησαν από την φρικτή δοκιμασία της Βουλγαρικής βαρβαρότητας και  να αποτελέσει μία αναγνώριση τους διότι ουδέποτε  μέχρι  σήμερα  δεν  αναγνωρίσθηκε  ο  αγώνας  τους  και δεν τιμήθηκαν από την πατρίδα μας. ΑΙΩΝΙΑ ΤΟΥΣ Η ΜΝΗΜΗ!!!!
ΑΙΩΝΙΑ Η ΜΝΗΜΗ ΤΟΥ ΠΑΠΠΟΥ ΜΟΥ ΚΑΙ  ΤΟΥ ΠΑΤΕΡΑ ΜΟΥ !!!!!