ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ ΓΙΑ ΠΑΝΤΑ

ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ ΓΙΑ ΠΑΝΤΑ
ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ ΓΙΑ ΠΑΝΤΑ

Σάββατο 4 Ιουλίου 2015

Η «μάχη της δραχμής» και η χρεοκοπία της Ελλάδας (1929-1932)



Το έστειλε ο Φραγκούλης Φράγκος
Ιωάννης Φιλίστωρ
Πρόλογος
Η σταθεροποίηση της Ελληνικής Οικονομίας τη διετία 1926-1928 και η ίδρυση της Τράπεζας της Ελλάδος 
    Όταν ανέλαβε τη διακυβέρνηση της χώρας ο Ελευθέριος Βενιζέλος μετά τον εκλογικό του θρίαμβο στις εκλογές της 19ης Αυγούστου 1928, παρουσίασε στις προγραμματικές του δηλώσεις στη Βουλή ένα ιδιαιτέρως φιλόδοξο πρόγραμμα δημόσιων επενδύσεων που κατά την εκτίμηση του θα έβαζαν την Ελλάδα σε αναπτυξιακή οικονομική τροχιά λύνοντας και το οξύ προσφυγικό πρόβλημα που είχε κληροδοτήσει η Μικρασιατική Καταστροφή στην Ελληνική κοινωνία. Ο Βενιζέλος αναγνώρισε πως η χώρα δεν διέθετε την κεφαλαιακή επάρκεια για να χρηματοδοτήσει το πρόγραμμα αυτό και εκδήλωσε την πρόθεση του να στραφεί στον εξωτερικό δανεισμό[1]. Ο εκτεταμένος αυτός δανεισμός θα καλυπτόταν κυρίως από Άγγλους κεφαλαιούχους που ήδη μετά το 1922 είχαν επενδύσει κάποια κεφάλαια στην χώρα, αλλά πλέον ήταν πρόθυμοι να μεγαλώσουν την παρουσία τους στην Ελλάδα, από την στιγμή που φαινόταν να αποκαθίσταται η πολιτική της σταθερότητα με τον Βενιζέλο στον πρωθυπουργικό θώκο.
    Αρχικώς, οι οικονομικές εξελίξεις στην Ελλάδα έδειχναν θετικές, παρά το μεγάλο χρέος που είχε κληροδοτηθεί από τα μεγάλα δάνεια της τετραετίας 1922-1926 για την αποκατάσταση των προσφύγων. Η δραχμή μετά από δεκαπέντε χρόνια συνεχούς υποτίμησης σταθεροποιήθηκε στη διετία της Οικουμενικής Κυβέρνησης χάρις τις προσπάθειες του υπουργού Οικονομικών Γεώργιου Καφαντάρη με σταθερή ισοτιμία[2] προς την Αγγλική λίρα και έτσι εντάχθηκε στον «κανόνα του χρυσού»[3] στις 12 Μαΐου 1928. Στα πρώτα 2 χρόνια Βενιζελικής διακυβέρνησης η Ελλάδα είχε συνεχόμενους πλεονασματικούς προϋπολογισμούς και η αισιοδοξία ήταν διάχυτη σε όλα τα επίπεδα της κοινωνίας ότι η οικονομική κατάσταση της Ελλάδας είχε εξομαλυνθεί πλήρως. Πάντως, το Ελληνικό εξωτερικό  χρέος στην τριετία αυτή διογκώθηκε από 27,8 δισεκατομμύρια δραχμές στα 32,7 δισεκατομμύρια λόγω των δανείων που είχε συνάψει η κυβέρνηση Βενιζέλου κυρίως στο Σίτυ της Αγγλίας με Βρετανούς κεφαλαιούχους.

    Σημαντική εξέλιξη για την οικονομία της Ελλάδας αποτέλεσε μετά από πολλές και επίπονες διαπραγματεύσεις[4] και παροτρύνσεις από το εξωτερικό, η ίδρυση της Τράπεζας της Ελλάδος που εκτός από το αποκλειστικό εκδοτικό προνόμιο τύπωσης νομίσματος που ως τότε είχε η Εθνική Τράπεζα, ανέλαβε τον πλήρη έλεγχο της Εθνικής νομισματικής πολιτικής και των συναλλαγματικών ισοτιμιών. Πρώτος πρόεδρος της Τράπεζας της Ελλάδος ορίστηκε ο οικονομολόγος Αλέξανδρος Διομήδης και το «κάλυμμα» σε συνάλλαγμα[5] που διέθετε η Τ. τ. Ε. ήταν 10.000.000 Αγγλικές λίρες για αξία κυκλοφορούντος χαρτονομίσματος αξίας 4.000.000.000 δραχμών περίπου. Αυτό σήμαινε πως το «κάλυμμα» σε χρυσό μέσω μετατροπής κάλυπτε το ¼ του ποσού των δραχμών που βρίσκονταν σε κυκλοφορία, κάλυψη ικανοποιητική για τη διεθνή χρηματοπιστωτική πρακτική της εποχής.
Οι πρώτες επιπτώσεις της Διεθνούς Χρηματοπιστωτικής Κρίσης στην Ελληνική Οικονομία( 1929-1931)
    Η μεγάλη διεθνής χρηματοπιστωτική κρίση ξεκίνησε με την αδυναμία της Γερμανίας να συνεχίσει να εξυπηρετεί τις δυσβάσταχτες οικονομικές της υποχρεώσεις από τον Α΄ παγκόσμιο πόλεμο που τις είχαν επιβληθεί με την συνθήκη των Βερσαλλιών και εντάθηκε την «μαύρη Τρίτη» της 29ης Οκτωβρίου 1929 με την κατάρρευση των τιμών των μετοχών στο Αμερικάνικο Χρηματιστήριο της Wall Street. Λίγους μήνες μετά, στις αρχές του 1930, η οικονομική κρίση είχε επεκταθεί σε πολλές Ευρωπαϊκές χώρες ανάμεσα τους και στην Ελλάδα. Συγκεκριμένα η οικονομία της Ελλάδας είχε βρεθεί υπό πίεση, καθώς είχαν χαθεί (οριστικά όπως αποδείχθηκε) λόγω του χρεοστασίου Χούβερ, όλες οι οικονομικές επανορθώσεις που της είχαν επιδικασθεί από τον Α΄ παγκόσμιο πόλεμο, είχαν μειωθεί δραστικά οι Ελληνικές εξαγωγές (καπνά, σταφίδα και άλλα γεωργικά προϊόντα) προς τις χώρες που επλήγησαν από την κρίση, ενώ είχαν μειωθεί σημαντικά και τα εμβάσματα από τους Έλληνες της Αμερικής που εκείνη την εποχή ήταν υπολογίσιμο οικονομικό έσοδο για τη χώρα. Οι δύο αυτές δυσμενείς εξελίξεις επιδείνωσαν το εξωτερικό ισοζύγιο συναλλαγών, ασκώντας αφόρητες πιέσεις στην δραχμή που έχανε σε ανταγωνιστικότητα. Ταυτόχρονα, η οικονομική δραστηριότητα στην Ελλάδα παρουσίαζε ραγδαία μείωση[6], αυξήθηκε η ανεργία και οι χρεοκοπίες εταιριών, ενώ μειώθηκαν σημαντικά τα ημερομίσθια.  
    Η Βενιζελική πολιτική της διατήρησης των υφιστάμενων νομισματικών ισορροπιών ανάγκαζαν την Τράπεζα της Ελλάδος να χρησιμοποιεί τα αποθέματά της σε χρυσό και ξένο συνάλλαγμα για να στηρίζει τη δραχμή και την ισοτιμία της σε χρυσό. Η έξοδος της Αγγλικής λίρας το 1931 από τον «κανόνα του χρυσού», «αχρήστευσε» 400.000 Αγγλικές λίρες που διέθετε η τράπεζα της Ελλάδος καθώς αυτές δεν μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν ως συνάλλαγμα, αλλά η ταυτόχρονη υποτίμηση της μείωσε το Ελληνικό δημόσιο χρέος που ήταν σε λίρες Αγγλίας. Τα συναλλαγματικά αποθέματα της χώρας μειώνονταν συνεχώς σε ολόκληρο το 1931, καθώς ακόμη και οι εμπορικές τράπεζες προσπαθούσαν να αλλάζουν τις δραχμές με συνάλλαγμα στα διαθέσιμα τους. Η δραχμή δεχόταν ασφυκτικές πιέσεις που δεν μπορούσαν να εκτονωθούν με μια υποτίμηση της, με αποτέλεσμα τα συναλλαγματικά διαθέσιμα της Τ. τ. Ε. να έχουν φτάσει σε οριακό σημείο στα τέλη της χρονιάς.
      Μέσα σε ένα τραγικό εξαήμερο (21 – 26 Σεπτεμβρίου) το «κάλυμμα» της Τ. τ. Ε. μειώθηκε κατά 30%, καθώς όλοι ζητούσαν να αγοράσουν συνάλλαγμα εξαργυρώνοντας τα Ελληνικά χαρτονομίσματα. Στις 22 Σεπτεμβρίου προκλήθηκε πανικός πωλήσεων στο Χρηματιστήριο με αποτέλεσμα να κατρακυλήσουν οι αξίες των μετοχών και η κυβέρνηση να απαγορεύσει τις συνεδριάσεις του για ένα χρονικό διάστημα. Στις 27 Σεπτεμβρίου η Τράπεζα της Ελλάδας βρέθηκε σε τόσο δυσχερή θέση ώστε να αναγκαστεί να δανειστεί 5,5 εκατομμύρια δολάρια από την Εθνική τράπεζα για να ανταπεξέλθει στις υποχρεώσεις της.
    Ενώ ο πανικός εξαπλωνόταν, ο Ελευθέριος Βενιζέλος ήταν καθησυχαστικός στις δηλώσεις του: «Δίδω προς τον ελληνικόν λαόν την προσωπικήν διαβεβαίωσιν ότι έχω απόλυτον την πεποίθησιν ότι ημπορούμεν να διατηρήσωμεν την ακεραιότητα του εθνικού μας νομίσματος και να αποφύγωμεν επομένως τας συμφοράς που θα επηκολούθουν την ανατροπήν της σταθεροποιήσεως». Η κυβέρνηση προσπάθησε να αντιδράσει αυξάνοντας τους δασμούς των εισαγόμενων προϊόντων μειώνοντας έτσι το έλλειμμα του ισοζυγίου πληρωμών, ενώ επέβαλε αυστηρούς περιορισμούς και ελέγχους στην αγορά συναλλάγματος. Στις 29 Σεπτεμβρίου 1931, ο πρόεδρος της Τ. τ. Ε. παραιτήθηκε μετά από ένα έντονο επεισόδιο με τον Ελευθέριο Βενιζέλο[7] που μάλλον τον χρησιμοποίησε ως αποδιοπομπαίο τράγο. Τον Διομήδη αντικατέστησε (μετά από πολυήμερο έντονο πολιτικό παρασκήνιο) ο Εμμανουήλ Τσουδερός.
Οι προσπάθειες του Ελευθερίου Βενιζέλου για αναχρηματοδότηση του συσσωρευμένου Ελληνικού χρέους (Ιανουάριος – Μάρτιος 1932)
    Το 1932 ξεκινούσε με κακούς οιωνούς για την Ελληνική οικονομία, καθώς ο δείκτης της γεωργικής παραγωγής σημείωνε πτώση, η βιομηχανία δοκιμαζόταν λόγω της πτώσης της κατανάλωσης με πτώση της παραγωγής της, ενώ η συνολική οικονομική δραστηριότητα είχε μειωθεί. Το κράτος επίσης βρισκόταν σε δεινή θέση καθώς τα συναλλαγματικά κρατικά αποθεματικά δεν επαρκούσαν για την αποπληρωμή των τοκοχρεολυσίων δανείων παλαιότερων ετών.  Στην κυβέρνηση και στους Έλληνες ιθύνοντες υπήρχαν αντικρουόμενες απόψεις για την αντιμετώπιση της κατάστασης. Ο υποδιοικητής της Εθνικής τράπεζας Αλέξανδρος Κορυζής που επηρέαζε αποφασιστικά τον Βενιζέλο συμβούλευε υπέρ της παραμονής της δραχμής στον «κανόνα του χρυσού», ο Κυριάκος Βαρβαρέσος υποστήριζε σθεναρά την έξοδο, καθώς είχε επαφές με Άγγλους τραπεζίτες που του μετέφεραν τις δυσκολίες που αντιμετώπιζε η Αγγλική οικονομία που μοιραία επηρέαζε την Ελλάδα.

    Ο Βενιζέλος ήταν ακόμη αισιόδοξος ότι η Ελλάδα θα τα κατάφερνε, καθώς πίστευε ότι η κυβέρνηση του διέθετε το διεθνές κύρος που θα της εξασφάλιζε την οικονομική επιβίωση. Η μοναδική πιθανή λύση από το διαφαινόμενο οικονομικό και νομισματικό αδιέξοδο για να μην πτωχεύσει η Ελλάδα και να παραμείνει με «σκληρό» νόμισμα ήταν ο εξωτερικός δανεισμός, όχι πια για χρηματοδότηση μεγάλων δημόσιων έργων όπως στο παρελθόν, αλλά για την στήριξη της δραχμής με συνάλλαγμα έναντι των κερδοσκοπικών πιέσεων που δεχόταν και να εξυπηρετήσει το χρέος της από παλαιότερα δάνεια. Ο Βενιζέλος αποφάσισε να χειριστεί το θέμα προσωπικά και να εξασφαλίσει τα εξωτερικά δάνεια που θα στήριζαν την δημοσιονομική και νομισματική του πολιτική. Ταξίδεψε, διαδοχικά, τον Ιανουάριο του 1932[8] σε Ρώμη, Παρίσι, Λονδίνο ζητώντας ένα δάνειο 50 εκατομμυρίων δολαρίων για τα επόμενα τέσσερα χρόνια, προειδοποιώντας τους Συμμάχους του πως αν το δάνειο αυτό δεν εξασφαλιζόταν, η Ελλάδα θα ήταν αναγκασμένη να εγκαταλείψει τον «κανόνα του χρυσού» κάνοντας παύση πληρωμών προς το εξωτερικό και έτσι να βυθιστεί στην διεθνή αναξιοπιστία και στην κοινωνική αναταραχή. Στους επόμενους τρεις μήνες όλες οι εξαγωγές της Ελλάδας είχαν "παγώσει" και παρά τα έκτακτα μέτρα που είχαν παρθεί από την Κυβέρνηση[9], η Τράπεζα της Ελλάδος είχε δώσει το 1/3 των αποθεματικών της σε συνάλλαγμα στο κράτος έτσι ώστε αυτό να ανταπεξέλθει στις δανειακές του υποχρεώσεις. Τον Φεβρουάριο ήρθε στην Αθήνα ο εκπρόσωπος της δημοσιονομικής επιτροπής της Κ. τ. ΕOtto Niemeyer, για να μελετήσει την κατάσταση της Ελληνικής οικονομίας και να προτείνει λύσεις ώστε να αρθεί το αδιέξοδο.
    Τον Μάρτιο συνεδρίασε στο Παρίσι η Δημοσιονομική Επιτροπή της Κοινωνίας των Εθνών όπου ανάμεσα στα άλλα, συζητήθηκε και το θέμα της Ελλάδας. Ο τρόπος παρουσίασης των Ελληνικών προβλημάτων και αναγκών από τους Έλληνες ιθύνοντες[10] δεν έπεισε την Επιτροπή, που θεώρησε ότι η Ελλάδα δεν έκανε καμία θυσία ούτε επιβεβλημένες από την κατάσταση περικοπές δαπανών, αντιθέτως ήθελε να μεταβιβάσει τα προβλήματά της στους πιστωτές της δανειζόμενη πάνω από τις αντοχές της οικονομίας της. Η τελική εισήγηση της Επιτροπής προς την Ελληνική Κυβέρνηση που βασίστηκε στο πόρισμα του Niemayer, περιείχε προτάσεις για αύξηση της φορολογίας, περικοπή δημοσίων δαπανών, αναστολή πληρωμών των δανείων για ένα χρόνο και διορισμό ξένου συμβούλου στο Υπουργείο Οικονομικών[11].
    Ο Ελευθέριος Βενιζέλος ζήτησε για τελευταία φορά απεγνωσμένα οικονομική βοήθεια τον Απρίλιο του 1932 στο Συμβούλιο της Κοινωνίας των Εθνών από τους αντιπροσώπους της Αγγλίας και της Γαλλίας, απειλώντας ότι σε αντίθετη περίπτωση η Ελλάδα θα κήρυσσε παύση πληρωμών τον επόμενο μήνα. Οι προειδοποιήσεις αυτές δεν έφεραν κάποιο χειροπιαστό αποτέλεσμα, εκτός από αόριστες υποσχέσεις και ευχολόγια από τους αντιπροσώπους των δύο χωρών. Η τελική απόφαση της Κ. Τ. Ε. αναγνώριζε τη δύσκολη κατάσταση της Ελληνικής οικονομίας, αλλά δεν αναφερόταν καθόλου στην παροχή νέου δανείου, πιθανά γιατί ήδη τα κράτη αυτά είχαν πλέον σωρεία οικονομικών προβλημάτων να αντιμετωπίσουν στις δικές τους οικονομίες. Στις επαφές που είχε ο Βενιζέλος με εκπροσώπους της Αγγλίας και της Γαλλίας, οι τελευταίοι αναγνώριζαν την δύσκολη θέση της Ελλάδας και αντιμετώπιζαν την προοπτική Ελληνικής στάσης πληρωμών προς το εξωτερικό, είτε με χλιαρές διαμαρτυρίες είτε ως κάτι αναπόφευκτο.

Η έξοδος της Ελλάδας από τον «κανόνα του χρυσού» και η τελική χρεοκοπία (Απρίλιος 1932)
    Η απόφαση αυτή ήταν η χαριστική βολή στην Ελληνική οικονομία, καθώς ήδη από τις αρχές Απριλίου το Ελληνικό δημόσιο χρησιμοποιούσε για συνάλλαγμα τις Αγγλικές λίρες που είχαν μείνει, κίνηση που εξόργιζε τους ομολογιούχους καθώς η Αγγλική λίρα βρισκόταν εκτός του «κανόνα του χρυσού». Αρχές Μαΐου η Ελλάδα είχε να πληρώσει το προσφυγικό δάνειο του 1924, αλλά και να πληρώσει ομόλογα που αφορούσαν την κατασκευή σιδηροδρόμου Θεσσαλονίκης – Κωνσταντινούπολης, ποσά που δεν διέθετε σε συνάλλαγμα. Οι έμποροι και οι βιομήχανοι διαμαρτύρονταν για την κρατική πολιτική, ενώ οργίαζε η μαύρη αγορά συναλλάγματος και χρυσού.
    Στις 21 Απριλίου στην συνεδρίαση του Υπουργικού Συμβουλίου, ο υπουργός Οικονομικών Γεώργιος Μαρής ζήτησε  να οδηγηθεί η χώρα σε πρόωρες εκλογές και μετά από ένα οξύτατο λεκτικό επεισόδιο με τον Βενιζέλο παραιτήθηκε. Ο νέος υπουργός Οικονομικών Κυριάκος Βαρβαρέσος κήρυξε την πτώχευση και την αναστολή πληρωμών από το Ελληνικό δημόσιο. Την Τετάρτη 27 Απριλίου 1932, η Ελλάδα εγκατέλειψε επισήμως τον "κανόνα του χρυσού". Η δραχμή υποτιμήθηκε ραγδαία και στις 5 Μαΐου η ισοτιμία της με την στερλίνα έπεσε από τις 456 δραχμές στις 539. Στις 21 Μαΐου 1932 και μετά την συνολική αποτυχία της οικονομικής του πολιτικής, ο Βενιζέλος παραιτήθηκε και τον διαδέχθηκε ο Αλέξανδρος Παπαναστασίου με μια κυβέρνηση βραχύβιου βίου, την ίδια στιγμή που ένα πανελλαδικό απεργιακό κύμα παρέλυε την Χώρα.  Αναμφίβολα το αδιέξοδο που αντιμετώπιζε ο Βενιζέλος δεν ήταν τόσο οικονομικό όσο πολιτικό, καθώς διαφαινόταν ότι οι «Φιλελεύθεροι» έχαναν έδαφος στην προτίμηση των πολιτών που στρέφονταν σταδιακά προς τους Αντιβενιζελικούς.
Οι επιπτώσεις της χρεοκοπίας και η αντιμετώπιση της από την Τ. τ. Ε.
    Πρέπει να γίνει αντιληπτό ότι η χρεοκοπία του Ελληνικού κράτους το 1932 δεν είχε ιδιαίτερα δραματικές επιπτώσεις στην μεγαλύτερη πλειοψηφία του πληθυσμού, αλλά ούτε και στους δημόσιους υπαλλήλους. Την εποχή εκείνη δεν υπήρχε δημόσια ασφάλιση, συνταξιοδοτικό σύστημα και δημόσιος τομέας υγείας, έτσι οι πολίτες που είχαν οικονομική εξάρτηση από το κράτος ήταν πολύ λίγοι. Η Ελληνική οικονομία στην τρέχουσα λειτουργία της δεν ήταν ελλειμματική, καθώς ήδη από το 1927 είχαν ελαχιστοποιηθεί οι στρατιωτικές δαπάνες. Έτσι λοιπόν, όταν το κράτος έπαψε να εξυπηρετεί το υπέρογκο δημόσιο χρέος που αντικατόπτριζε χρέη από την στρατιωτική εξόρμηση της προηγούμενης δεκαετίας αλλά και τις σχετικά πρόσφατες δαπάνες για την εγκατάσταση των προσφύγων, μπορούσε εύκολα να ανταπεξέρχεται στην μισθοδοσία των δημοσίων υπαλλήλων και των υπολοίπων εξόδων του κράτους που επίσης ήταν μικρά και αντίστοιχα της εποχής.
    Ουσιαστικά, η ίδια η πτώχευση είχε περισσότερο νομισματικό χαρακτήρα και λιγότερο αντικατόπτριζε την κακή κατάσταση των δημοσιονομικών μεγεθών της Χώρας. Έτσι, και παρά την αρχική κλιμάκωση της Ελληνικής οικονομικής κρίσης και την τελική πτώχευση, η εγκατάλειψη του «κανόνα του χρυσού» αμέσως λειτούργησε ευεργετικά για την δραχμή και την εγχώρια οικονομική δραστηριότητα. Η Ελληνική ανάκαμψη ήρθε αμέσως σχεδόν μετά την υποτίμηση της δραχμής χάρις τις αποφασιστικές ενέργειες του Τσουδερού, χωρίς οι κυβερνήσεις του Λαϊκού κόμματος που ακολούθησαν, να λάβουν ξεχωριστές σοβαρές πρωτοβουλίες. Η υποτίμηση της δραχμής κατέστησε ξανά τα Ελληνικά προϊόντα φτηνά άρα ελκυστικά, οι εξαγωγές αυξήθηκαν βελτιώνοντας το ισοζύγιο πληρωμών, το κράτος απέφυγε προσωρινά τα δυσβάσταχτα βάρη των δόσεων των δανείων, ενώ η κρίση σταδιακά ξεπερνιόταν στην Ευρώπη.
    Ακόμα και οι διεθνείς αντιδράσεις των μεγάλων συμμάχων και πιστωτών της Ελλάδας δε ήταν ιδιαίτερα αρνητικές, καθώς η Ελληνική πτώχευση ήταν αναμενόμενη και εντασσόταν στο γενικότερο οικονομικό πλαίσιο της εποχής που ήταν ιδιαίτερα δύσκολο. Το Ελληνικό Δημόσιο δεν είχε αρνηθεί να καταβάλλει το χρέος που βρισκόταν στα χέρια ομολογιούχων, τραπεζικών οργανισμών και μεγάλων εταιριών, απλώς αναζητούσε έναν συμφέροντα διακανονισμό. Αυτός επιτεύχθηκε το 1937, όταν ο Μεταξάς μετά από Αγγλικές πιέσεις, ήρθε σε τελική συμφωνία με τους διεθνείς οίκους που είχαν δανείσει την Ελλάδα για την καταβολή σε δόσεις των οφειλόμενων χρημάτων, τερματίζοντας την τελευταία εκκρεμότητα που παρέμενε από την χρεοκοπία του 1932. Στην συγκεκριμένη περίπτωση η Αγγλική κυβέρνηση στήριξε τον Μεταξά στην διαπραγμάτευση, προσπαθώντας να μειώσει τις υπερβολικές απαιτήσεις των Βρετανών ομολογιούχων που διέθεταν και το μεγαλύτερο μέρος του Ελληνικού Χρέους.

Επίλογος
Οι επιπτώσεις της χρεοκοπίας στους Φιλελεύθερους  και οι ευθύνες του Ελευθερίου Βενιζέλου 
    Την εποχή εκείνη η μάχη της δραχμής, εκτός από οικονομικό χαρακτήρα είχε και συμβολικό καθώς πιθανή έξοδος από τον κανόνα του χρυσού θα εκλαμβανόταν από την κοινή γνώμη ως Εθνική αποτυχία, κάτι που έγινε. Ο μύθος και το αλάθητο του Βενιζέλου ξεθώριασαν, η πολιτική επιρροή των Φιλελευθέρων μειωνόταν σταθερά, ενώ ακόμη και πρόσφυγες στρέφονταν οριστικά προς τους «Λαϊκούς» του Τσαλδάρη. Πολιτευτές των Φιλελευθέρων με πολιτικές φιλοδοξίες στρέφονταν ανοιχτά κατά του Βενιζέλου, του οποίου οι σχέσεις με τους αρχηγούς των υπολοίπων μικρών Βενιζελογενών κομμάτων επιδεινώθηκαν περισσότερο από ποτέ.
    Γενικώς η Ελληνική Ιστοριογραφία στο μεγαλύτερο μέρος της, αντιμετωπίζει ευνοϊκά τον Βενιζέλο υπερτονίζοντας τις επιτυχίες του και συσκοτίζοντας η υποβαθμίζοντας τις αποτυχίες του. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η περίπτωση της χρεοκοπίας του 1932 την οποία ελάχιστοι Έλληνες γνωρίζουν, σε αντίθεση π.χ. με την χρεοκοπία του Τρικούπη. Αναμφίβολα, θα ήταν πολύ δύσκολο για τον Έλληνα Πρωθυπουργό να προβλέψει την επερχόμενη παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση όταν αναλάμβανε την διακυβέρνηση το 1928. Παρ΄ όλα αυτά, θεωρούμε πως ο Ελευθέριος Βενιζέλος έχει ο ίδιος μεγάλες ευθύνες για την Ελληνική χρεοκοπία. Το πρώτο του μεγάλο λάθος ήταν ότι αύξησε υπέρμετρα τον εξωτερικό δανεισμό, για να χρηματοδοτήσει μακρόπνοα κρατικά επενδυτικά έργα τα οποία όμως, όπως φάνηκε, δεν απέδωσαν τα έσοδα που είχε υπολογίσει η κυβέρνηση βραχυπρόθεσμα, ώστε το κράτος να ανταπεξέλθει στις υποχρεώσεις του.
    Το δεύτερο και ομολογουμένως πολύ σημαντικό σφάλμα του Βενιζέλου, είναι ότι ενώ έβλεπε το μέγεθος της διεθνούς οικονομικής κρίσης και την αδυναμία της δραχμής να διατηρηθεί στον «κανόνα του χρυσού», συνέχισε με πείσμα την αδιέξοδη αυτή πολιτική, χωρίς να δίνει σημασία στις συμβουλές πολλών Ελλήνων και ξένων τεχνοκρατών, αλλά και της αντιπολίτευσης. Αναμφίβολα η επιμονή του εκτός από πολιτικά κίνητρα είχε και κοινωνικά καθώς προσπαθούσε να προστατέψει τους μικρούς καταθέτες και το τραπεζικό σύστημα. Η πολιτική αυτή όμως, εξάντλησε τα συναλλαγματικά αποθεματικά του κράτους, ενώ εμπόδιζε την αναθέρμανση των εξαγωγών μέσω μιας υποτίμησης της δραχμής που φάνηκε στην συνέχεια ότι ήταν το κλειδί για την ανάκαμψη.
    Τέλος, παρά το αδιαμφισβήτητο διεθνές κύρος που είχε χάρις την επιθετική εξωτερική πολιτική που είχε ακολουθήσει, ο Βενιζέλος απέτυχε να πείσει τους Συμμάχους της Ελλάδας και τα μέλη της Κοινωνίας των Εθνών για την απόλυτη ανάγκη οικονομικής στήριξης που υπήρχε στην Ελληνική οικονομία και να εξασφαλίσει ένα μεγάλο δάνειο που θα έσωζε (προσωρινά ίσως) την Ελλάδα από τη χρεοκοπία. Ο Βενιζέλος με υπερβολική αυτοπεποίθηση στις ικανότητες του υποτίμησε το μέγεθος των προβλημάτων και δεν κατάλαβε το βάθος της κρίσης ώστε να αναπροσαρμόσει εγκαίρως την κρατική πολιτική. Δεν επέδειξε ευελιξία στις αρχές του 1932 όταν ακόμη υπήρχε χρόνος για να διασωθεί η χώρα, εμπεδώνοντας ένα κλίμα ανασφάλειας και αμφιβολίας στην Ελληνική οικονομία που προοδευτικά ελαχιστοποίησε την οικονομική δραστηριότητα μεταφέροντας τα σοβαρά δημοσιονομικά προβλήματα στο πεδίο της πραγματικής οικονομίας. Από το σημείο εκείνο η χρεοκοπία πλέον ήταν θέμα χρόνου….
ΠΗΓΕΣ
-Γρηγόριος Δαφνής, Η Ελλάς μεταξύ δύο πολέμων, Εκδόσεις Κάκτος
-Μαρκ Μαζάουερ, Η Ελλάδα και η οικονομική κρίση του μεσοπολέμου, Εκδόσεις ΜΙΕΤ
-Κωνσταντίνος Βεργόπουλος (από Ιστορία του Ελληνικού Έθνους τ ΙΕ΄), Η Ελληνική οικονομία από το 1926 έως το 1935, Εκδόσεις "Εκδοτική Αθηνών"
-Αλέξης Φραγκιαδής, Ελληνική Οικονομία 19ος - 20ος αιώνας, Εκδόσεις Νεφέλη
-Θάνος Κονδύλης, Ο Ελευθέριος Βενιζέλος και η Ελλάδα (1928-1932), Εκδόσεις Ίαμβος
-Ηλίας Βενέζης, Χρονικόν της Τραπέζης της Ελλάδος
-Φοίβος Οικονομίδης, Η Ελληνική χρεοκοπία του 1932, (άρθρο στην Ελευθεροτυπία φύλλο 6ης Νοεμβρίου 2011)
[1] Ο εκτεταμένος κρατικός δανεισμός εμπεριείχε τον κίνδυνο η Ελλάδα να χάσει μέρος της Εθνικής της κυριαρχίας καθώς τα δάνεια είχαν όρους που προέβλεπαν ότι διεθνείς χρηματοπιστωτικοί οργανισμοί ((ΔΕΚΕ, ΕΑΠ) αποκτούσαν θεσμικά κατοχυρωμένα δικαιώματα στις εγχώριες Ελληνικές υποθέσεις, ώστε να προστατευθούν οι ξένοι πιστωτές
[2] Μία Αγγλική λίρα αντιστοιχούσε σε 375 δρχ.
[3] Ο «κανόνας του χρυσού» ήταν ένας διεθνώς αποδεκτός τρόπος υπολογισμού της εις «χρυσόν περιεκτικότητας» κάθε νομίσματος που εμμέσως καθόριζε και τις ισοτιμίες των νομισμάτων μεταξύ τους. Υποτίθεται πως η Τράπεζα της Ελλάδος τηρούσε στο θησαυροφυλάκιο της ποσότητες καθαρού χρυσού αντίστοιχες με τις δραχμές που βρίσκονταν σε κυκλοφορία. Επειδή η Τράπεζα της Ελλάδος δεν διέθετε αποθέματα σε καθαρό χρυσό τηρούσε ένα «κάλυμμα» από συνάλλαγμα σε Αγγλικές λίρες. Έτσι, στον κάτοχο του Ελληνικού χαρτονομίσματος που θα εμφανιζόταν στο «γκισέ» της, τον πλήρωνε σε Αγγλικές λίρες που ήταν διεθνώς άμεσα μετατρέψιμες σε χρυσό, διατηρώντας έτσι σταθερή την αξία και την συναλλαγματική αντιστοιχία της δραχμής.
[4] Με τη διοίκηση της Εθνικής Τράπεζας που έχανε ανάμεσα στα άλλα, το εκδοτικό προνόμιο νομίσματος.
[5] Κανονικά ο «κανόνας του χρυσού» προέβλεπε ότι τα κράτη διέθεταν αποθέματα σε χρυσό. Οι μικρότερες οικονομίες όπως η Ελλάδα δεν διέθεταν τα απαραίτητα αποθέματα σε χρυσό, αλλά σε συνάλλαγμα που ήταν μετατρέψιμο σε χρυσό μέσω ισοτιμιών
[6] Το 1930 η οικονομική δραστηριότητα μειώθηκε κατά 3,48%, το 1931 κατά 4,6% και το 1932 κατά 3,98%.
[7] Ο Διοικητής της Τ. τ. Ε. Αλέξανδρος Διομήδης  πώλησε συνάλλαγμα 7.000.000 Γαλλικών φράγκων στον καπνοβιομήχανο Παπαστράτο, παρά την ρητή απαγόρευση του Βενιζέλου για οποιαδήποτε αγοραπωλησία συναλλάγματος.
[8] Εποχή που το κάλυμμα της Ελλάδας σε συνάλλαγμα είχε περιοριστεί στο 60% της αξίας του πριν την κρίση.
[9] Τα μέτρα αυτά περιόριζαν δραστικά τη διάθεση συναλλάγματος από την Τράπεζα της Ελλάδος κατά σαφή παράβαση του  «κανόνα του χρυσού».
[10] Στην Ελληνική αντιπροσωπεία συμμετείχαν ο Ανδρέας Μιχαλακόπουλος (υπουργός Εξωτερικών), ο Εμμανουήλ Τσουδερός και ο υπουργός Οικονομικών Γ. Μαρής.
[11] Δηλαδή ένα μνημόνιο όπως θα λέγαμε σήμερα εν έτει 2015