Γράφει ο Ελευθέριος Γ. Σκιαδάς
Ερχόταν καλοκαιράκι το 1833, όταν οι διάφορες διοικητικές Αρχές αναλάμβαναν ακόμη τα
καθήκοντά τους στο νεοσύστατο ελληνικό βασίλειο με τις 10 νομαρχίες και τις 42
επαρχίες.
Μεταξύ άλλων αναλάμβανε ο Θεόδωρος Χοΐδάς το «Βασιλικόν Επαρχείον Μεγαρίδος και Σαλαμίνος».
Ο Έπαρχος ήταν αποφασισμένος να βάλει… τάξη
στα Μέγαρα. Γι’ αυτό στα τέλη Μαΐου εκείνης της χρονιάς εξαπέλυσε έναν φετφά, μία εγκύκλιο «Προς άπαντας
τους Κατοίκους και Παροίκους των Μεγάρων». Πρώτα έσπευσε να ενημερώσει τους Μεγαρείς, ότι ένα από τα
πρώτιστα καθήκοντά του ήταν να επαγρυπνεί για να ζουν με ευταξία, ησυχία και
ασφάλεια, χωρίς να παρενοχλούνται μέρα ή νύχτα.
Στη συνέχεια προέβαινε στη διαπίστωση ότι «όργανον των
αταξιών, των ανησυχιών και της μη ασφαλείας είναι η κατάχρησις του οίνου» και μάλιστα κατά τις γιορτές. Αλλά αυτό
ήταν αντίθετο με τις θείες εντολές και έπρεπε οι κάτοικοι να ζουν πιο σεμνά.
Και επειδή είχε πληροφορίες ότι μεταξύ των κατοίκων των Μεγάρων, υπήρχαν και κάποιοι τεμπέληδες που ξενυχτούσαν
προβαίνοντας «σε μυρίας παρεκτροπάς και ατοπήματα». Την ώρα που οι καλοί
και φιλήσυχοι πολίτες αναπαύονταν από τον ημερήσιο κόπο των εργασιών τους,
αυτοί περιφέρονταν από σπίτι σε σπίτι και από αγυιά σε αγυιά ζητώντας «να εκπληρώσωσι τας
αισχράς ορέξεις και επιθυμίας των».
Και αφού ο νόμος έλεγε ότι ο Έπαρχος έπρεπε
να επιτηρεί την εκτέλεση των διαταγμάτων και των ορισμών τους «κατά της δημοσίου
ασχημοσύνης» και να
επαγρυπνεί ώστε να φυλάσσεται «η ηθική κοσμιότητος μεταξύ του λαού» όταν ο τελευταίος ευθυμούσε εξέδωσε τη μνημειώδη διάταξή του.
Απαγόρευε
ρητά «από σήμερον και στο εξής» τη δημόσια κατάχρηση κρασιού
και τις συμπεριφορές που απέρρεαν από αυτήν. Δηλαδή τις ανάρμοστες
με τον χριστιανικό και ελληνικό χαρακτήρα θορυβώδεις ταραχές και άσεμνες
ύβρεις. Όποιος ήθελε μπορούσε να ευθυμεί στο σπίτι με την οικογένεια και
τους φίλους του αλλά «και τούτο πάλιν με την απαιτουμένην κοσμιότητα και ευταξίαν».
Στο
στόχαστρο του Έπαρχου όμως βρέθηκαν και οι ιερείς! «Επειδή ο κλήρος
είναι το άλας των κοσμικών και επειδή αυτός πρώτος χρεωστεί να δίδη τα καλά
παραδείγματα» ζητούσε, λίγο – πολύ, να
μην ξαναπατήσει ιερέας σε
καπηλειό των Μεγάρων. Ανέφερε πως σύμφωνα με τις πληροφορίες του,
είχε επικρατήσει η συνήθεια οι ιερείς να μπαίνουν ελεύθερα στα καπηλειά και να
«διάγουν εις
αυτά ως η εσχάτη των κοσμικών τάξις». Γι’ αυτό απαγόρευσε από τότε και στο εξής την είσοδο των
κληρικών στα καπηλειά και τη διαμονή σ’ αυτά «προς ευωχίαν, δια να μη γίνονται αυτοί σκάνδαλον
και πρόσκομμα εις τους απλουστέρους».
Νόμος και… τάξη μετά τον χτύπο της καμπάνας!
Φαίνεται δε, πως ο εν λόγω Έπαρχος ήταν και
ιδιαιτέρως θρήσκος, αν κρίνουμε από τις παραινέσεις που απηύθυνε στους ιερείς
των Μεγάρων. Θέλοντας να καλύψει τα
προβλήματα από τις κενές θέσεις ιεροκηρύκων «και διά να τρέφουσι με τας διδαχάς των τα λογικά
της Εκκλησίας πρόβατα», τους
υποδείκνυε τι έπρεπε να κάνουν!
Μετά το τέλος της ανάγνωσης του Ιερού Ευαγγελίου να διαβάζουν αποσπάσματα
από το «Κυριακοδρόμιον» του Νικηφόρου Θεοτόκη.
Πάντως για να αντιμετωπίσει γενικότερα την κατάσταση ο Έπαρχος Θ. Χοϊδάς, με την εγκύκλιο που εξέδωσε στις 25 Μαΐου 1833, απαγόρευε
και την κυκλοφορία κατά τις νυχτερινές ώρες και συγκεκριμένα από την ώρα που θα
χτυπούσε η καμπάνα της Αγίας Παρασκευής! Από εκείνη την ώρα απαγορευόταν αυστηρώς «η περιφορά των ανθρώπων πάσης
τάξεως και βαθμού εις τας αγυιάς, άνευ κατεπειγούσης ανάγκης, και τότε φέροντος
εκάστου δάδα αναμμένην εις τας χείρας του».
Φρόντιζε τέλος, ο καλός Έπαρχος, να
επισημάνει πως η παρακοή «την οποίαν δεν ελπίζομεν», θα
προκαλούσε και τις ανάλογες τιμωρίες.