TΙ ΕΧΟΥΜΕ
τελικά μέσα μας καί δέν τό ξέρουμε. Τί κουβαλᾶμε στό DNA
μας καί τελεῖ ἐν ὑπνώσει. Ἕως τό σωτήριον ἔτος 2006 τά ζητήματα τῆς προσφυγιᾶς καί ἡ ἱστορική ἀνάγνωση τῆς Μικρασιατικῆς Καταστροφῆς
ἀφοροῦσαν μόνον μερικούς ἀνά τήν Ἑλλάδα ὁμίλους ἀναμνήσεων. Τό θέμα δέν συγκινοῦσε.
Χρειάστηκε μιά προσβολή ὅμως. Μιά βαρειά προσβολή
στήν ἱστορική μνήμη γιά νά ξυπνήσει τό ἡφαίστειο. Οἱ ἀναθεωρητές τῆς Ἱστορίας ἔγραψαν τό βιβλίο Ἱστορίας μέ τήν
φωτογραφία πού εἶχε τήν λεζάντα γιά τόν συνωστισμό στήν Προκυμαία τῆς Σμύρνης καί ἔκτοτε ἄγνωστο
γιατί, ἄναψαν φωτιές στίς ψυχές μας. Ἡ Ρεπούση ἄγγιξε πολύ εὐαίσθητη χορδή. Εἶμαι βέβαιος
ὅτι τό ἔχει μετανοιώσει πικρά.
Πάνω σέ αὐτό τό
μεγάλο κῦμα τῆς ἐθνικῆς μνήμης «σερφάρισε» ἡ Μιμή Ντενίση. Ἡ συγκλονιστική της παράσταση «Σμύρνη μου ἀγαπημένη» μέ τήν ἀπίστευτη ἀτάκα
«Σά δέ θέλεις νά πεθάνεις, νά θυμᾶσαι, μήν ξεχνᾶς» ἀνέβηκε γιά πέντε
συνεχόμενα χρόνια στό θέατρο «Ἑλληνικός
Κόσμος» τοῦ Ἱδρύματος Μείζονος Ἑλληνισμοῦ. Ὁ
δημιουργός του, Μικρασιάτης στήν καταγωγή, Λάζαρος Ἐφραίμογλου θά καμάρωνε σίγουρα ἀπό ἐκεῖ ψηλά πού βρίσκεται γιά τίς
παραστάσεις πού ἐπιλέγουν γιά τό θέατρό του ἡ νύφη του Σοφία καί ὁ υἱός του Δημήτρης. Ἐκείνη ἡ παράσταση πού μέ μετριοπαθεῖς ὑπολογισμούς
εἶδαν 500.000 Ἕλληνες ἔκλεινε μέ
τήν μεγάλη Μιμή
Ντενίση νά λέει, πρόσφυγας πλέον: «Ἐμεῖς ἐδῶ δέν φέραμε τίς στάχτες τῆς Σμύρνης, φέραμε τό φῶς γιά νά
φτιάξουμε ἐδῶ μιά μεγάλη Ἑλλάδα».
Φέτος, ἡ ἀειθαλής
ἠθοποιός ἔκανε τό ἑπόμενο βῆμα στόν ἴδιο χῶρο. Ἀνεβάζει τήν συνέχεια, τήν ζωή τῶν
προσφύγων σέ μιά δύσκολη πόλη. Στήν
Θεσσαλονίκη. «Κι ἀπό Σμύρνη, Σαλονίκη» εἶναι ὁ τίτλος της, καί ἔχει ἀξία γιά δύο
λόγους. Ὁ πρῶτος εἶναι γιατί περιγράφει μέ ἀκρίβεια τίς ἀντίξοες συνθῆκες πού γνώρισαν οἱ «βενιζελικοί» στίς πολιτικές τους προτιμήσεις πρόσφυγες στήν Ἑλλάδα.
Τήν ἐχθρότητα τῶν γηγενῶν
ντόπιων καί Ἑβραίων. Τόν ξεπεσμό τους
σέ σχέση μέ τήν κοινωνική τάξη ἀπό τήν ὁποία προέρχονταν. Τίς ἔριδες μεταξύ τους. Δέν ὡραιοποιεῖται
τίποτε. Ὡστόσο ἡ Ντενίση, κόρη στρατηγοῦ,
φθάνοντας τήν διήγηση μέχρι τό 1940 καί τήν ἑνότητα τοῦ Ἔθνους,
σέ ὁδηγεῖ νά καταλάβεις ὅτι ἄνθρωποι μέ τήν
ἴδια ἐθνική καταγωγή εἶναι καταδικασμένοι νά τά βροῦν καί νά ὁμονοήσουν.
Ἀργά ἤ γρήγορα. Ἐνῶ μέ
διαφορετική…
Ὁ δεύτερος
λόγος εἶναι γιατί ἡ Ντενίση ὁλοκληρώνει τήν
προσέγγισή της ἀπέναντι στόν Ἐλευθέριο Βενιζέλο. Ἄν καί σέ
σύγκριση μέ τό πρῶτο της ἔργο (ὅπου κατηγόρησε εὐθέως τόν Μεγάλο Κρητικό ὅτι
προκήρυξε ἐκλογές γιά νά δραπετεύσει ἀπό τήν τραγωδία τῆς Μικρασιατικῆς
Καταστροφῆς) εἶναι σχετικά ἐπιεικής, τελικῶς ἡ Μιμή Ντενίση συνεχίζει τήν ἀποκαθήλωσή του. Ναί μέν τόν ἀποκαλεῖ
«ὁ πατέρας μας», ἀλλά ἀνασύρει μία
μεγάλη φωτογραφία του μέ τόν Κεμάλ στήν Πόλη, γιά νά τόν κατηγορήσει
ὅτι συναγελάζετο μέ τόν σφαγέα τῶν Ἑλλήνων ἐνῶ δέν εἶχαν περάσει οὔτε δέκα
χρόνια ἀπό τήν τραγωδία! Μέ τό αἷμα νωπό. Καί βεβαίως δέν παραλείπει νά τόν
κατηγορήσει μέ φράσεις πού ἔβαλε στά στόματα προσφύγων γιά τίς γλίσχρες ἀποζημιώσεις
πού συνεφώνησε μέ τόν Κεμάλ γιά τίς περιουσίες τῶν Ἑλλήνων στήν Μικρά Ἀσία.
Προτείνω σέ κάθε πολιτικό πού
σέβεται τόν ἑαυτό του νά δεῖ αὐτήν τήν παράσταση γιά νά συναντηθεῖ
μέ ρεύματα πού δέν θά ἐντοπίσει σέ καμμία δημοσκόπηση. 1.000-1.500 Ἕλληνες τήν
βλέπουν σέ κάθε παράσταση. Οἱ πιό δυνατές στιγμές τῆς παράστασης εἶναι δύο ἀτάκες
τῆς Ντενίση. Ἡ μία περιέχει τήν
λέξη «Μακεδονία» καί ἡ ἄλλη τήν
λέξη «Πόλεμος». Τό μανιασμένο χειροκρότημα τοῦ κοινοῦ ἀντηχεῖ ἀκόμη
στ’ αὐτιά μου… Καί μέ ὅσα βλέπουμε καί ἀκοῦμε θά ἀντηχεῖ γιά πολύ.