Η ΚτΕ
επίλυσε μία διαφορά μεταξύ του Ιράκ
και της Τουρκίας πάνω στον έλεγχο της πρώην
Οθωμανικής επαρχίας της Μοσούλης το 1926.
Σύμφωνα
με τους Βρετανούς, που έλαβαν μία Εντολή
‘Α’ από την Κοινωνία των Εθνών
επί του Ιράκ το 1920 και συνεπώς εκπροσωπούσαν το Ιράκ στις
εξωτερικές υποθέσεις, η
Μοσούλη ανήκε στο Ιράκ.
Από
την άλλη πλευρά, η νέα Τουρκική Δημοκρατία υποστήριξε πως η επαρχία ήταν μέρος των
ιστορικών εδαφών της.
Μια Εξεταστική Επιτροπή της Κοινωνίας των Εθνών με μέλη Βέλγους, Ούγγρους
και Σουηδούς εστάλη στην περιοχή το 1924 για να
μελετήσει την υπόθεση και διαπίστωσε ότι ο
λαός της Μοσούλης δεν επιθυμούσε να ούτε στην Τουρκία ούτε στο Ιράκ, αλλά αν
έπρεπε να επιλέξουν θα προτιμούσαν το Ιράκ.
Το 1925, η
Επιτροπή συνέστησε ότι η περιοχή έπρεπε να
παραμείνει τμήμα του Ιράκ, υπό την προϋπόθεση ότι οι Βρετανοί θα
διατηρήσουν την Εντολή επί του Ιράκ για άλλα 25 χρόνια, ώστε να διασφαλισθούν
τα δικαιώματα αυτονομίας του κουρδικού πληθυσμού.
Το Συμβούλιο της ΚτΕ ενέκρινε τη σύσταση και αποφάσισε στις 16 Δεκεμβρίου 1925 να αναθέσει την Μοσούλη στο Ιράκ. Παρόλο που η Τουρκία είχε δεχθεί την
διαιτησία της Κοινωνίας των Εθνών στη Συνθήκη της Λωζάνης
το 1923, απέρριψε
την απόφαση αμφισβητώντας την αρμοδιότητα της ΚτΕ.
Το θέμα παραπέμφθηκε στο Διαρκές Δικαστήριο του Διεθνούς Δικαίου,
που αποφάνθηκε ότι όταν το Συμβούλιο
ελάμβανε μια ομόφωνη απόφαση θα έπρεπε να γίνει σεβαστή. Ωστόσο η
Βρετανία, το Ιράκ και η Τουρκία επικύρωσαν μια ξεχωριστή συνθήκη στις 5 Ιουνίου 1926 που ακολούθησε επί το πλείστον την απόφαση
του Συμβουλίου της ΚτΕ και παραχωρούσε την Μοσούλη στο Ιράκ.
Συμφωνήθηκε, ωστόσο, ότι το Ιράκ θα μπορούσε να αιτηθεί την ένταξη ως μέλος της
ΚτΕ εντός 25 ετών και η εντολή της
Βρετανίας επί του Ιράκ θα έληγε με την είσοδο του Ιράκ στην ΚτΕ.