Υπήρχαν αρκετές συνοριακές διαμάχες μεταξύ
της Κολομβίας και του Περού
στις αρχές του 20ου αιώνα, και το 1922, οι
κυβερνήσεις τους υπέγραψαν τη συνθήκη
Salomón-Lozano επιχειρώντας να επιλύσουν τις διενέξεις αυτές. Στο
πλαίσιο αυτής της συνθήκης, η συνοριακή πόλη Λετίτσια
και η γύρω περιοχή παραχωρήθηκαν από το Περού στην Κολομβία δίνοντάς της πρόσβαση στον Αμαζόνιο ποταμό.
Την 1η Σεπτεμβρίου 1932, οι ιδιοκτήτες των βιομηχανιών καουτσούκ και ζάχαρης
που έχασαν την έκταση γης που δόθηκε στην Κολομβία
οργάνωσαν μια ένοπλη ανάκτηση της Λετίτσια.
Στην αρχή η Περουβιανή κυβέρνηση δεν
αναγνώρισε την στρατιωτική αυτή επιχείρηση αλλά ο Πρόεδρος του Περού Λουίς Σέρρο
αποφάσισε να αντισταθεί στην Κολομβιανή ανακατάληψη. Ο περουβιανός στρατός
κατέλαβε την Λετίτσια, με αποτέλεσμα
την ένοπλη σύρραξη μεταξύ των δύο λαών.
Μετά από μήνες διπλωματικής διαμάχης οι
κυβερνήσεις αποδέχθηκαν τη μεσολάβηση της Κοινωνίας
των Εθνών, και οι εκπρόσωποί τους παρουσίασαν τις υποθέσεις τους
ενώπιον του Συμβουλίου της ΚτΕ.
Μια προσωρινή ειρηνευτική συμφωνία, που υπεγράφη από τα δύο μέρη τον Μάιο του 1933, επέτρεψε στη
ΚτΕ να αναλάβει τον έλεγχο του εδάφους, ενώ οι διμερείς διαπραγματεύσεις
προχωρούσαν.
Τον Μάιο του 1934, μια
τελική ειρηνευτική συμφωνία που υπεγράφη είχε ως αποτέλεσμα την επιστροφή της Λετίτσια στην Κολομβία,
την επίσημη συγγνώμη του Περού για την
εισβολή του 1932, την αποστρατιωτικοποίηση της περιοχής γύρω
από την Λετίτσια, την ελεύθερη ναυσιπλοΐα
των ποταμών Αμαζονίου και Πουτουμάγιο και την
υπόσχεση μή επιθέσεως.