Ένα λιοντάρι
ερωτεύθηκε την κόρη ενός γεωργού και την αρραβωνιάστηκε, ήθελε και να την
παντρευτεί.
Ο γεωργός δέν ήθελε να δώσει την κόρη του για γυναίκα σε ένα θηρίο, αλλα
και "όχι" δέν μπορούσε να του πεί, αφού φοβότανε. Οπότε σκαρφίστηκε
το εξής: Πήγε και είπε στο λιοντάρι:
"Είναι
μεγάλη μου τιμή να κάνω γαμπρό ένα τόσο δυνατό και μεγαλοπρεπές ζώο, που άξια
ονομάζεται ο βασιλιάς των ζώων. Και η κόρη μου επίσης σε αγαπάει πολύ, αλλα σε
φοβάται. Θέλω να τον δοκιμάσω τον άντρα που θα πάρει την κόρη μου, να μου
αποδείξει πόσο την αγαπάει. Εσύ λοιπόν, άν πραγματικά την αγαπάς, θα το
αποδείξεις άν κάτσεις να σου βγάλω τα δόντια και σου κόψω τα νύχια. Γιατί αυτά
φοβάται η κόρη μου. Κάτσε λοιπόν να σου κόψω τα νύχια και να σου βγάλω τα
δόντια, και έπειτα αμέσως θα ορίσουμε τη μέρα του γάμου".
Έτσι τρελαμένο που ήταν απο έρωτα το λιοντάρι, συμφώνησε, και ο γεωργός
του έβγαλε τα δόντια και του έκοψε τα νύχια.
Τότε το λιοντάρι έμεινε ανυπεράσπιστο και δέν το φοβόταν κανείς πιά.
Παίρνει τότε ο γεωργός μιά μαγκούρα και αρχίζει βαράει το λιοντάρι, και
βαρώντας το το έδιωξε μακριά, και εκείνο δέν ξαναπλησίασε στο σπίτι του
γεωργού..
Ελεύθερη απόδοση. Ανδρέας Μελεζιάδης
***************************************************************
Λέων ἐρασθεὶς καὶ γεωργός
Λέων ἐρασθεὶς γεωργοῦ θυγατρὸς, ταύτην ἐμνηστεύσατο.
Ὁ δὲ μὴ ἐκδοῦναι θηρίῳ τὴν θυγατέρα ὑπομένων,
μηδὲ ἀρνήσασθαι διὰ φόβον δυνάμενος τοιοῦτόν τι ἐπενόησεν.
Ἐπειδὴ συνεχῶς αὐτῷ ὁ λέων ἐπέκειτο, ἔλεγεν
ὡς νυμφίον μὲν αὐτὸν ἄξιον τῆς θυγατρὸς δοκιμάζει· μὴ ἄλλως δὲ αὐτῷ δύνασθαι ἐκδοῦναι,
ἐὰν μὴ τούς τε ὀδόντας ἐξέλῃ καὶ τοὺς ὄνυχας ἐκτέμῃ· τούτους γὰρ δεδοικέναι τὴν
κόρην.
Τοῦ δὲ ῥᾳδίως διὰ τὸν ἔρωτα ἑκάτερα ὑπομείναντος,
ὁ γεωργὸς καταφρονήσας αὐτοῦ, ὡς παρεγένετο πρὸς αὐτόν, ῥοπάλοις αὐτὸν παίων ἐξήλασεν.
Ο ΜΥΘΟΣ ΜΑΣ ΔΙΔΑΣΚΕΙ ΟΤΙ…
Ὁ λόγος δηλοῖ ὅτι
οἱ ῥᾳδίως τοῖς πέλας πιστεύοντες, ὅταν τῶν ἰδίων πλεονεκτημάτων ἑαυτοὺς ἀπογυμνώσωσιν,
εὐάλωτοι τούτοις γίνονται οἷς πρότερον φοβεροὶ καθεστήκεσαν.