Μια μέρα ένα
κουνούπι συνάντησε ένα λιοντάρι. Στάθηκε λοιπόν απέναντι στο λιοντάρι και
άρχισε να του λέει:
-«Εσύ λιοντάρι που είσαι τόσο
φαντασμένο και καυχιέσαι πως είσαι ο βασιλιάς των ζώων και πως όλα τα ζώα αλλά
και οι άνθρωποι σε φοβούνται το ξέρεις πως εγώ δε σε φοβάμαι;»
-«Εσύ το τιποτένιο κουνούπι δε με
φοβάσαι;» Ρώτησε το λιοντάρι και κοίταξε το κουνούπι περιφρονητικά.
-«Ναι εγώ το μικρό κουνούπι δε σε
φοβάμαι! Γιατί δεν πιστεύω ότι κάνεις και τίποτα ξεχωριστό… Γρατζουνάς με τα
νύχια σου και δαγκώνεις με τα δόντια σου κι αυτό είναι κάτι που μπορεί να κάνει
και μια γυναίκα όταν μαλώνει με τον άντρα της… Εγώ όμως, το μικρό κουνούπι
είμαι πιο δυνατό από σένα και μπορώ να το αποδείξω! Κι αν δε με πιστεύεις δεν
έχεις παρά να με δοκιμάσεις. Έλα να παλέψουμε και θα δεις ότι θα σε νικήσω.»
Το λιοντάρι που δεν μπορούσε να κάθεται να ακούει το κουνούπι να το
προκαλεί και να μην κάνει τίποτα, τίναξε με δύναμη την ουρά του, αλλά δεν
κατάφερε να πετύχει το κουνούπι. Κι εκείνο για να κάνει το λιοντάρι να θυμώσει
ακόμα περισσότερο ζουζούνιζε στο αφτί του:
-
«Έλα να πολεμήσουμε… Έλα να πολεμήσουμε και θα
δεις ότι είμαι πιο δυνατό από σένα.»
Το λιοντάρι που εκνευρίστηκε πολύ τότε του είπε:
-«Έλα λοιπόν να πολεμήσουμε θρασύ και
άμυαλο κουνούπι.»
Τότε το κουνούπι τσίμπησε το λιοντάρι κατευθείαν μέσα στα ρουθούνια του.
Το λιοντάρι πόνεσε από το τσίμπημα και προσπάθησε να πιάσει το κουνούπι με τη
γλώσσα του αλλά δεν τα κατάφερε.
Το λιοντάρι προσπαθούσε συνέχεια να πιάσει το κουνούπι με την ουρά με τα
νύχια του αλλά δεν τα κατάφερνε και το κουνούπι όλο και το τσιμπούσε στα
ρουθούνια και το λιοντάρι πονούσε από τα τσιμπήματα. Κάποια στιγμή το λιοντάρι
κουράστηκε και τα παράτησε. Έτρεξε τότε σε μια λίμνη που ήταν εκεί κοντά έχωσε
τη μουσούδα του μέσα και προσπαθούσε να ανακουφιστεί από τα τσιμπήματα.
Το κουνούπι τότε του φώναξε ευχαριστημένο:
-«Είδες που σε νίκησα εσένα το λιοντάρι
που καυχιέσαι πως είσαι ο βασιλιάς των ζώων;»
Και ήτανε περήφανο και ευχαριστημένο με το κατόρθωμα του τόσο πολύ που
δεν πρόσεξε και πέταξε κατευθείαν σ’ έναν ιστό αράχνης. Όταν η αράχνη πλησίασε
το κουνούπι και ετοιμάστηκε να το φάει το κουνούπι είπε λυπημένο:
-«Αχ! Τι άτυχο που είμαι… Εγώ που
νίκησα το βασιλιά των ζώων, το λιοντάρι τώρα θα γίνω φαγητό για ένα μικρό
έντομο… Από μια αράχνη!».
Ελεύθερη απόδοση. Μάρλεν Κεφαλίδου
***************************************************************
Κώνωψ καὶ λέων
Κώνωψ πρὸς λέοντα ἐλθὼν εἶπεν·
«Οὔτε
φοβοῦμαί σε, οὔτε δυνατώτερός μου εἶ· εἰ δὲ μή, τί σοί ἐστιν ἡ δύναμις; ὅτι
ξύεις τοῖς ὄνυξι καὶ δάκνεις τοῖς ὀδοῦσι; τοῦτο καὶ γυνὴ τῷ ἀνδρὶ μαχομένη ποιεῖ.
Ἐγὼ δὲ λίαν ὑπάρχω σου ἰσχυρότερος. Εἰ δὲ θέλεις, ἔλθωμεν καὶ εἰς πόλεμον.»
Καὶ σαλπίσας ὁ κώνωψ ἐνεπήγετο, δάκνων τὰ
περὶ τὰς ῥίνας αὐτοῦ ἄτριχα πρόσωπα.
Καὶ ὁ λέων τοῖς ἰδίοις ὄνυξι κατέλυεν ἑαυτόν, ἕως
ἀπηύδησεν.
Ὁ δὲ κώνωψ νικήσας τὸν λέοντα,
σαλπίσας καὶ ἐπινίκιον ᾄσας, ἔπτατο· καὶ ἀράχνης δεσμῷ ἐμπλακεὶς ἐσθιόμενος ἀπωδύρετο
«πῶς μεγίστοις πολεμῶν, ὑπό εὐτελοῦς ζώου, τῆς
ἀράχνης, ἀπώλετο.»
Ο ΜΥΘΟΣ ΜΑΣ ΔΙΔΑΣΚΕΙ ΟΤΙ…
Ε, μην τα
θέλετε όλα έτοιμα… Βρείτε το μόνοι σας….