ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ ΓΙΑ ΠΑΝΤΑ

ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ ΓΙΑ ΠΑΝΤΑ
ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ ΓΙΑ ΠΑΝΤΑ

Πέμπτη 29 Μαΐου 2014

Ἕνα ἀκόμη ἔπος γιὰ τὸ Σούλι. 29 Μαΐου 1822.

    Ὁ  Χουρσὶτ πασᾶς ἀπὸ τὶς 15 Μαΐου τοῦ 1822 βρίσκεται ἔξω ἀπὸ τὸ Σούλι καὶ στὶς 16 Μαΐου, τὴν ἐπομένη, ξεκινᾶ ὁ πόλεμος. Οἱ  Σουλιῶτες ἐλάχιστοι, μόλις κι ἔφθαναν τοὺς χιλίους ἄνδρες. Τὸ ἀσκέρι ὅμως τοῦ Χουρσῖτ, μὲ ἐπὶ κεφαλῆς τὸν  Ὁμὲρ Βρυώνη ξεπερνοῦσε τὶς δεκαπέντε χιλιάδες.
    Μαζὺ μὲ τὸν Ὁμὲρ Βρυώνη ὁ  χος Μπουχουρδάρης, ἀπὸ τὰ πρωτοπαλλήκαρα τῶν ἀρβανιτάδων. Γενναῖος πολεμιστής, ἔμπιστος τῶν πασάδων καὶ φυσικὰ συγκέντρωνε τὸν σεβασμὸ ἐχθρῶν καὶ φίλων. Ἄχος (ἤ Ἄγος) Μπαχουρδάρης ἦταν μέσα σὲ αὐτοὺς ποὺ ὑπέγραψαν κι ἐγγυήθηκαν γιὰ  τὶς πρῶτες συνθῆκες τοῦ  Ἀλῆ πασᾶ μὲ τοὺς Σουλιῶτες, τὶς ὁποῖες ὅμως δὲν κράτησαν ποτέ.
    Στὶς 29 Μαΐου πραγματοποιεῖται  ἡ γενικὴ ἐπίθεσις τῶν τούρκων. Τὸ στρατευμά τους ἦταν χωρισμένο σὲ τρία τμήματα γιὰ νὰ κτυπήσουν τὶς τρεῖς βασικὲς θέσεις τῶν Σουλιωτῶν, οἱ ὁποῖοι εἶχαν ἀφήσῃ τὸ Σούλι καὶ εἶχαν φροντίσῃ νὰ προστατεύσουν τὸ νερό τους, στὰ Χώνια, καὶ τὶς περισσότερο προφυλαγμένες θέσεις  τοῦ  Ἀβαρίκου καὶ τῆς Κιάφας.
    Οἱ ἀρχηγοὶ τῶν Σουλιωτῶν ἦταν οἱ  Γεώργιος  ΔράκοςΓιώτης ΔαγκλῆςΝότης ΜπότσαρηςΝάσης ΦωτομάραςΤούσας ΖέρβαςΔιαμαντὴς ΖέρβαςΘανάσης Κουτσονίκας. Οἱ Σουλιῶτες κρατοῦσαν σθεναρῶς, ἀλλὰ οἱ δυνάμεις τους ἦταν μικρὲς καὶ μειώνονταν διαρκῶς. Ἄν καὶ καθημερινῶς εἶχαν νὰ ἐπιδείξουν μικρὲς νίκες, παρέμεναν ἐν ἀμύνῃ καὶ μὲ πολυάριθμο στράτευμα νὰ τοὺς ἀπειλῇ.
    Στὶς 
29 Μαΐου τοῦ 1822 τὰ δεδομέναν ἔδειχναν νὰ ἀλλάζουν. Οἱ τοῦρκοι καβαλικεύουν τὸ διάσελο τοῦ Ἀβαρίκου καὶ πλησιάζουν ἐπικίνδυνα.
    Λυγοῦν οἱ  Σουλιῶτες καὶ οἱ περισσότεροι σκορπίζουν. Γύρω ἀπὸ τὸν Γιώργη Δράκο καὶ τὸν Φῶτο Μπεθηρίκο ἀπομένουν μόνον τριανταεπτὰ  παλληκάρια. Ἀποφασίζουν νὰ μείνουν καὶ νὰ πολεμήσουν ἔως ἐνός.
    Οἱ ἐπιθέσεις ἀκολουθοῦν ἡ μία τὴν ἄλλην.
    Τὰ παλληκάρια πέφτουν ἐπίσης τὸ ἕνα πίσω ἀπὸ τὸ ἄλλο.
    Κι ὅταν ἡ ἀπελπισία ἐρχόταν νὰ τοὺς καταλάβῃ, ἐμφανίζεται ὥς βοήθεια ὁ Νότης Μπότσαρης, ὁ Γιώτης Δαγκλῆς καὶ ὁ Νάσης Φωτομάρας ἀπὸ τὴν Κιάφα. Κινδυνεύει πλέον ὅμως καὶ ἡ  Κιάφα.
    Πεντακόσια κορμιὰ τούρκων ἔχουν πέσῃ ἀλλὰ ἀντικαθίστανται ἀμέσως ἀπὸ νέες, περισσότερο φανατισμένες στρατιές.
    Οἱ Σουλιῶτες τώρα πιὰ κινδύνευαν  σοβαρά.
    Καὶ τότε, ἐπάνω στὰ ξεφτίσματα τῆς μάχης, ἀκριβῶς τὴν στιγμὴ ποὺ θὰ τελείωναν ὅλα, οἱ  λεοντόκαρδες γυναῖκες του Σουλίου ἀλλάζουν τὰ δεδομένα. Οἱ Σουλιώτισσες μὲ σιδερένιους λοστούς, μὲ κοντάρια, μὲ ξύλα, μὲ  τὰ χέρια ἀρχίζουν νὰ ξεκολλοῦν βράχους ἀπὸ τὰ βουνὰ καὶ νὰ τοὺς κυλοῦν πρὸς στοὺς τούρκους. Ἄλλες πάλι μὲ  τουφέκια σημαδεύουν καὶ βοηθοῦν στὴν μάχη. Τριακόσιες γυναῖκες, στὸ Ἀβαρίκο, στὰ Χώνια καὶ στὴν Κιάφα ἔκριναν ἐκεῖνον τὸν πόλεμο. Τὰ δεδομένα εἶχαν ἀλλάξει καὶ οἱ ἰσοῤῥοπίες ἐπίσης.
    Φιλοτιμοῦνται περισσότερο οἱ  Σουλιῶτες κι ὁρμοῦν. Ἔως τὸ βράδυ κράτησε ὁ πόλεμος, ἀλλὰ στὸ τέλος, κυνηγημένοι ἀπὸ τρόμο κι ἀπὸ θάνατο ἀποτραβιοῦνται στὴν Σαμονίβα οἱ τοῦρκοι γιὰ νὰ σωθοῦν.
    Ὅμως οἱ Σουλιῶτες, εἰδικοὶ στὸν νυκτοπόλεμο, τοὺς κυνηγοῦν μέσα στὰ σκοτάδια. Τόσο μεγάλος ἦταν ὁ πανικὸς τῶν τούρκων, ποὺ παρὰ λίγο νὰ πέσουν στὰ χέρια τῶν Σουλιωτῶν ὁ ἴδιος ὁ  Ὁμὲρ Βρυώνης καὶ ὁ Ἄχος Μουχουρδάρης.
    Ὁ θυμὸς τοῦ Χουρσὶτ πανομοιότυπος μὲ τοῦ Ἀλῆ. Μάλλιστα ὁ Περραιβὸς μᾶς σώζει τὴν ἐξῇς φράσι του:
«
Βάι, βάι! Ὁ Ἀλλὰχ σήκωσε τὴν μεγαλοκαρδία του ἀπὸ τοὺς Μωαμετάνους καὶ τὴν χάρισε στοὺς Γκιαούρηδες!»
    Στὶς 18 Ἰουνίου τοῦ 1822 ὁ  Χουρσὶτ ἀνεχώρησε ἐπὶ τέλους γιὰ τὴν Πελοπόννησο καὶ τὴν Τρίπολι. Ἤδη ὅμως τὰ μηνύματα ἀπὸ ἐκεῖ  γιὰ αὐτὸν ἦταν ἀκόμη χειρότερα.