Σκεφτόμουν κι έγραφα τον
περασμένο Σεπτέμβριο, τότε είχε αρχίσει να διαφαίνεται ότι οι
επικυρίαρχοι δανειστές είχαν ήδη υπογράψει την απόλυση του αλήστου μνήμης σαχλαμάρα που παρίστανε
τον Έλληνα Πρωθυπουργό και που μας πουλούσε εκείνες τις φτηνιάρικες ιστορίες
επιτυχίας που έγραφε στο πόδι, τα εξής:
"Όταν δείχνεις σε αυτόν με τον οποίο
διαπραγματεύεσαι, αρνητικά cash-flows,
αυτός είναι ένας σοβαρότατος λόγος εκνευρισμού εκ μέρους του. Οι τεχνοκράτες
μπορεί να είναι ανάλγητοι, αλλά δεν είναι ηλίθιοι και ξέρουν ότι αν δεν
συλληφθεί ο παράνομα αποθησαυρισμένος πλούτος δύο τουλάχιστον δεκαετιών, της
περιόδου δηλαδή που τα πράγματα εκτραχύνθηκαν εντελώς και που οι βουτιές στα
δημόσια ταμεία ξεπέρασαν κάθε προηγούμενο, το cash-flow
θα παραμένει ελλειμματικό. Το μόνο που τους κάνει, ίσως, να διστάζουν ακόμα,
είναι ότι σε αυτήν την καταλήστευση του δημόσιου πλούτου μας, είναι
ανακατεμένοι και οι περισσότεροι από τους διεθνείς επιχειρηματικούς κολοσσούς,
προεξεχόντων των γερμανικών, που, όπως είναι παγκοίνως γνωστό, διαχρονικά
εξαγοράζουν την ελληνική πολιτική τάξη των χρυσοκάνθαρων παρασίτων που μας
κυβερνούν με την ψήφο μας. Αλλά αν οι σχεδιασμοί τους είναι ανόητοι, η εκτέλεση
του προγράμματος «διάσωσης» είναι ακόμα
χειρότερη και τα νούμερα προφανώς δεν βγαίνουν, οπότε θα χρειαστεί να
πάρουν και αυτοί, τις αποφάσεις τους."
Κύλισε από τότε κι άλλο αίμα, κι άλλα δάκρυα
στο αυλάκι του χρόνου, άλλαξαν τα πολιτικά πράγματα και όλοι όσοι αγαπάμε τον
τόπο μας και που, ανεξάρτητα κοινωνικής τάξης ή πολιτικής τοποθέτησης,
διψούσαμε για στοιχειώδη κοινωνική δικαιοσύνη, ενθουσιαστήκαμε
με την νέα κυβέρνηση και συγκινηθήκαμε
κατά την ανάγνωση των προγραμματικών δηλώσεων, ίσως επειδή πνιγμένοι
μέσα στον βούρκο του ανδραποδισμού μας πιαστήκαμε από τα μαλλιά μας, ίσως
επειδή πιστέψαμε ότι, επιτέλους, ένα νέο ήθος θα επικρατούσε στα πολιτικά μας
πράγματα.
Το αίμα συνέχισε να κυλάει στο αυλάκι του
χρόνου και τα δάκρυα ήταν πια δάκρυα χαράς, έτσι που πορευόμασταν με τον
ενθουσιασμό της δημιουργικής ασάφειας∙
κι ας μας είπαν εν τω μεταξύ ότι ήταν
πατριωτικό μας καθήκον να σφίξομε τα
δόντια, να βάλομε πλάτη και ν' αρχίσομε να πληρώνομε σιγά-σιγά τα αντισυνταγματικά
και τα παράνομα επιβεβλημένα χαράτσια του παρελθόντος, προκειμένου να
συνεχίζουν να καταβάλλονται οι δόσεις της διάσωσης των γαλλογερμανικών
τραπεζών.
Πράγματι, ανάμεσα στα άλλα, ακούσαμε και
καλές ειδήσεις, όπως ήταν η εξαγγελία της σύστασης της επιτροπής λογιστικού
ελέγχου του χρέους ή η πρόσφατη διατύπωση της πολιτικής βούλησης για την
αναψηλάφηση του κατάπτυστου συμβιβασμού των λερών που μας κυβερνούσαν στο
παρελθόν, με την περιβόητη Siemens∙
αλλά αυτά τα πράγματα θέλουν το χρόνο τους για να ωριμάσουν και να παράξουν
αποτελέσματα. Χρόνος που προφανώς δεν υπάρχει, γιατί οι (συν)εταίροι μας, για λόγους αυτονόητους,
δεν θέλουν να τον δώσουν στην ελληνική κυβέρνηση, αφού τέτοιες ενέργειες,
εφόσον ευοδωθούν, θα θίξουν πρωτίστως τα δικά τους συμφέροντα.
Από την άλλη μεριά είναι γνωστό και λίγο ή
πολύ, διαχρονικά, συμφωνούν όλοι οι μελετητές της ελληνικής
οικονομίας ότι, ανέκαθεν, ένα 25-35% του
εθνικού μας προϊόντος κινείται εκτός εθνικών λογαριασμών, στα όρια
της γκρίζας και της μαύρης οικονομίας. Προς επίρρωση της προηγούμενης πρότασης,
πρόσφατη
ανακοίνωση εκτιμά ότι ακόμα και σήμερα, στην καθημαγμένη και διαρκώς
συρρικνούμενη ελληνική οικονομία, το κόστος
της διαφθοράς υπολογίζεται στα 14 δισεκατομμύρια ευρώ ετησίως και σε
συνδυασμό με την παραοικονομία και τη φοροδιαφυγή συνθέτουν το εκρηκτικό μείγμα
μιας παρασιτικής και σκιώδους οικονομίας που μας
κοστίζει πάνω από 70 δισεκατομμύρια ευρώ το χρόνο!
Σκέφτεται κανείς, αφελώς ίσως, ότι αν λίγα
από αυτά τα 70 δισεκατομμύρια της φετινής χρονιάς είχαν συλληφθεί, τότε και το πρόγραμμα της Θεσσαλονίκης θα μπορούσε
σήμερα να εκτελείται απρόσκοπτα, χωρίς να ζητάμε, αφελώς, να το εκτελέσουμε με
νέα δανεικά, και τα δημόσια νοσοκομεία δεν θα βούλιαζαν στον βάλτο της
υποχρηματοδότησης, και πολλά άλλα και σπουδαία πράγματα θα μπορούσαν να
γίνονται ετούτες τις ώρες.
Σε αντίλογο, θα απαντούσε κάποιος άλλος ότι
δεν είναι δυνατόν να περιμένει κανείς, ότι
όλα τα αίσχη που έγιναν τα τελευταία σαράντα χρόνια, θα μπορούσαν να διορθωθούν
σε τέσσερις μήνες –και ασφαλώς θα είχε απόλυτο δίκιο.
Αλλά αν σκεφτούμε ξανά αυτά τα 70 δισεκατομμύρια και τα πολλαπλασιάσομε με τα
σαράντα χρόνια, χωρίς να πάμε ακόμα πιο πίσω ούτε να κάνομε αναπροσαρμογές για
τις εποχές που δέναμε τα σκυλιά με τα λουκάνικα, τότε το γινόμενο του
πολλαπλασιασμού είναι πολύ μεγάλο για να χωρέσει στην οθόνη της αριθμομηχανής
μας!
Πού να έχει πάει όλος αυτός ο κλεμμένος πλούτος? Ένα μεγάλο μέρος του
έγινε ασφαλώς κατανάλωση γαλλικής σαμπάνιας και κουβανέζικων πούρων, αλλά πόση σαμπάνια να πιει κανείς και πόσα πούρα να
καπνίσει… Πόσα πια, όταν μιλάμε για τρισεκατομμύρια!
Κρίμα που τέτοια πράγματα δείχνομε να τα
ξεχνάμε, μέσα στο πιεστικό κλίμα της διαπραγμάτευσης με τους επικυρίαρχους της
συνέλευσης των πιστωτών μας να ζητούν, μετά από μια πενταετία εθελοτυφλίας,
ακόμα περισσότερο αίμα, ακόμα περισσότερα δάκρυα, προκειμένου να αποπληρώνεται
ένα χρέος που είναι αδύνατον να αποπληρωθεί!
Είναι διάχυτη η εντύπωση ότι τα πράγματα δεν πάνε καθόλου καλά κι ότι τα νούμερα, εκεί στο γκρουπ των Βρυξελλών, όπως το
ονόμασαν, δεν βγαίνουν.
Πώς να βγουν άλλωστε τα νούμερα μέσα από μια κατεστραμμένη
οικονομία και μια διαλυμένη
κοινωνία...
Ωστόσο,
μέσα σε αυτό το κλίμα αδίστακτης αναλγησίας και περιρρέουσας αβελτηρίας, θα
είναι σκέτη ατιμία, οποιοδήποτε μέτρο στοχεύσει σε περαιτέρω αύξηση των έμμεσων
φόρων έστω και κατά ένα ευρώ, από τη στιγμή που την ίδια ώρα, εντός των τειχών,
γίνονται παζάρια για την τιμή που θα πουληθούν τα συγχωροχάρτια σε παλαιόθεν
σεσημασμένους φοροφυγάδες και ανέκαθεν αδίσταχτους, όσο και γνωστούς
καταχραστές του δημοσίου μας πλούτου. Τέτοιες πρωτοβουλίες δεν συνιστούν τίποτε
άλλο, παρά ήττα, και μάλιστα ήττα οικτρή, για μια κυβέρνηση που έκανε
προγραμματικό της λάβαρο την αποκατάσταση της κοινωνικής δικαιοσύνης...
Είναι, λοιπόν, χυδαία η πρωτοβουλία του υπουργείου οικονομικών να διαβουλεύεται ως κοινός και ποταπός κλεπταποδόχος, "Πρόγραμμα Εθελοντικής
Αποκάλυψης των Κλεμμένων" με
συμβολική επιβάρυνση των ενόχων της εθνικής μας κατάντιας, ένα ποσοστό 15% επί
του καταχρασμένου δημόσιου πλούτου, εφόσον τα περισσότερα από τα ίχνη των
κλεπτών και των απατεώνων είναι ανεξίτηλα σημειωμένα στα κιτάπια των πτωχών μας
τραπεζών.
Τούτων δοθέντων, είναι κι εκ μέρους μας
ανόητο να κατηγορούμε τον αχαρακτήριστο Δόκτορα
Σόιμπλε για την σκληρότητά που επιδεικνύει κατά της Ελλάδας, διότι, στο
κάτω-κάτω της γραφής, η δική του μανία, είναι αρκούντως κατανοητή…