Του Χρήστου Μηνάγια
Τα αποτελέσματα των εκλογών της 7ης Ιουνίου 2015
κατέδειξαν ότι η χώρα εισήλθε σε μια νέα περίοδο, κατά την οποία οι πολιτικές
ταυτότητες όχι μόνο δεν συμβαδίζουν πλέον με τις τρέχουσες απαιτήσεις των
Τούρκων ψηφοφόρων αλλά άρχισαν να θεωρούνται ξεπερασμένες. Υπόψη ότι, στην
Τουρκία οι πολιτικές ταυτότητες αφορούν στους φιλελεύθερους, δεξιούς,
αριστερούς, νεωτεριστές, εκσυγχρονιστές, φιλοδυτικούς, αντιδυτικούς,
υπέρμαχους-πολέμιους της παγκοσμιοποίησης και υπέρμαχους της παραδοσιοκρατίας.
Ας σημειωθεί ακόμη ότι, οι ψηφοφόροι της
Τουρκίας επηρεάζονται άμεσα από τέσσερα ρεύματα: τον παντουρκισμό, τον
ισλαμισμό (σουνιτικό
ισλάμ), τον αλεβιτισμό και το κουρδικό.
Αναφορικά με τον παντουρκισμό, αυτός
αποτελεί ένα πολιτικο-ιδεολογικό ρεύμα, το οποίο αφενός διακρίνεται για την
πολυδιάστατη ανομοιομορφία του, αφετέρου θεωρεί ότι η τουρκική ταυτότητα είναι
ανώτερη και υπερτερεί των υπολοίπων πληθυσμιακών ομάδων που ζουν στην Τουρκία.
Μάλιστα, η στρατηγική της «μονοπωλιακής διαφύλαξης της τουρκικής ταυτότητας και
της ακεραιότητας της χώρας» που υιοθετήθηκε διαχρονικά τόσο από το στρατιωτικό
κατεστημένο όσο και από τον τουρκο-ισλαμιστή Ερντογάν
είχε ως συνέπεια τα κοινωνικά και πολιτιστικά προβλήματα των μειονοτικών ομάδων
να αρχίσουν να μετατρέπονται σε πολιτικά προβλήματα. Άλλωστε η άποψη αυτή
αποτελεί την κύρια αιτία της πολιτικο-οικονομικής αστάθειας μετά τη συντριπτική
ήττα που υπέστη το δίδυμο Ερντογάν-Νταβούτογλου
στις εκλογές της 7ης Ιουνίου, με τους Κούρδους να ξεπερνούν για πρώτη φορά το
εκλογικό όριο του 10% καταλαμβάνοντας 80 έδρες και το κυβερνόν κόμμα ΑΚΡ να αδυνατεί να σχηματίσει αυτοδύναμη
κυβέρνηση. Στον πίνακα που ακολουθεί
φαίνονται τα εκλογικά αποτελέσματα στην Τουρκία από το 2002 μέχρι σήμερα.
Σε ό,τι έχει να κάνει με τον ισλαμισμό (σουνιτικό ισλάμ)
και το αλεβιτισμό, αυτά αποτελούν δύο θρησκευτικο-κοινωνικά ρεύματα και οι
οπαδοί τους διακρίνονται από δύο κύρια χαρακτηριστικά: πρώτον, αυτοί έχουν
διαφορετικές ιστορικές ρίζες και δεύτερον, ανήκουν σε όλες τις κοινωνικές
τάξεις (πλούσιοι,
φτωχοί, αριστεροί, δεξιοί, φιλοδυτικοί, αντιδυτικοί κ.λπ.). Εν τω
μεταξύ, η διαφορά των εν λόγω ρευμάτων έγκειται στο γεγονός ότι: από τη μια
πλευρά, ο ισλαμισμός συμβαδίζει με τον εθνικισμό, με αποτέλεσμα αυτό να επιδρά
σημαντικά στη διαμόρφωση του συστήματος αξιών της τουρκικής κοινωνίας,
δεδομένου ότι και οι δύο συντηρούνται και ασπάζονται τους ίδιους πολιτιστικούς
κώδικες. Μάλιστα, άλλοτε ο εθνικισμός είχε πρωταγωνιστικό ρόλο επικουρούμενος
από τον ισλαμισμό, άλλοτε πρωταγωνιστούσε ο ισλαμισμός με τη στήριξη του εθνικισμού
και σε μερικές περιόδους ενεργούσαν και οι δύο ισότιμα. Εν προκειμένω θα
λέγαμε, ότι η άποψη αυτή αποτυπώνεται πλήρως στον παραπάνω πίνακα, βάσει του
οποίου, η αλαζονική συμπεριφορά του Ερντογάν
και η αποκοπή του από την πραγματικότητα συνετέλεσαν ώστε, εθνικιστές ψηφοφόροι
του ΑΚΡ να μετατοπισθούν προς το
εθνικιστικό κόμμα ΜΗΡ και να αυξήσουν
τις έδρες του στην τουρκική εθνοσυνέλευση κατά 50% σε σύγκριση με τις εκλογές
του 2011.
Από την άλλη πλευρά ο αλεβιτισμός υπήρξε
στο στόχαστρο όλων των τουρκικών κυβερνήσεων, με ιδιαίτερη έμφαση μετά το 1960,
οπότε τα ηγετικά στελέχη των αλεβιτικών κοινοτήτων αποφάσισαν την εφαρμογή
μέτρων, αφενός για να ενδυναμώσουν τη θρησκευτικο-πολιτιστική τους ταυτότητα,
αφετέρου για να αποκτήσουν σημαντικό πολιτικό και κοινωνικό ρόλο στην τουρκική
κοινωνία. Ωστόσο, η στρατηγική αυτή δεν απέδωσε για τους εξής λόγους: ο πρώτος
αφορά στην αναποφασιστικότητα τους να δημιουργήσουν δικό τους πολιτικό φορέα,
όπως οι Κούρδοι, με αποτέλεσμα ο ρυθμιστικός τους ρόλος στις εκλογές να είναι
περιορισμένος και προβλέψιμος. Ο δεύτερος λόγος έχει να κάνει με την υποστήριξη
που παρέχουν οι Αλεβήτες στο Ρεπουμπλικανικό Κόμμα CHP (κεμαλιστές) της αξιωματικής
αντιπολίτευσης, παρόλο που το CHP δεν
φρόντισε για τη διαφύλαξη των θρησκευτικο-πολιτιστικών δικαιωμάτων και
ελευθεριών τους. Ο τρίτος, έχει σχέση με τη διάσπαση της συνοχής τους δεδομένου
ότι η διεκδίκηση των κύριων αιτημάτων τους πραγματοποιείται κατά βάση μέσω μη
κυβερνητικών οργανώσεων. Και τέλος, το
γεγονός ότι, η πλειοψηφία των Τούρκων ψηφοφόρων είναι σουνίτες με αποτέλεσμα η
ταυτότητα του κρατικού μηχανισμού να ρέπει όλο και περισσότερο προς τον
σουνιτισμό.
Σε ό,τι αφορά στον κουρδικό λαό, αυτός
κατοικεί σε μια γεωγραφική περιοχή όπου διασταυρώνονται οι πολιτικοί, οικονομικοί
και πολιτιστικοί άξονες που συνδέουν τη Μέση Ανατολή και εν γένει το Ισλάμ με
τη Δύση. Ωστόσο, ενώ ο κουρδικός παράγοντας διεκδικεί δυναμικά έναν
περιφερειακό και ρυθμιστικό ρόλο στην περιοχή, όλες οι τουρκικές κυβερνήσεις
διακατεχόταν από μια μικροπολιτική αντίληψη μη αντιλαμβανόμενες την ουσία του
κουρδικού προβλήματος, το οποίο με την πάροδο του χρόνου αποκτά όλο και
μεγαλύτερη σημασία. Εξάλλου, το ρήγμα που υπάρχει στις σχέσεις μεταξύ κρατικού
μηχανισμού και Κούρδων είναι πολύ βαθύ και οι πληγές είναι πολύ δύσκολο να
επουλωθούν. Ας σημειωθεί ακόμη ότι, οι Κούρδοι αποτελούν μια πολυσύνθετη
πληθυσμιακή ομάδα της Τουρκίας και διακρίνονται τόσο για τη διαφορετικότητα των
ιδεολογικών και πολιτικών τους πιστεύω, όσο για την οικονομική και πολιτιστική
τους ανομοιομορφία. Ωστόσο, οι διαρκείς διώξεις και παραβιάσεις των ανθρωπίνων
δικαιωμάτων τους από τη μια πλευρά, καθώς επίσης οι πολιτικές και
κοινωνικο-πολιτιστικές απαιτήσεις τους από την άλλη, είχαν ως αποτέλεσμα οι
Κούρδοι να συσπειρωθούν κάτω από την προστατευτική σκέπη της κουρδικής
ταυτότητας προκειμένου να ελαχιστοποιήσουν τον κίνδυνο αφομοίωσης τους.
Περαιτέρω θα πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι, η
σημαντική εκλογική νίκη του κουρδικού κινήματος στις
7 Ιουνίου 2015 δεν οφείλεται αποκλειστικά στη μεγάλη συσπείρωση των
Κούρδων, αλλά στην παράλληλη μετατόπιση
ψηφοφόρων τόσο από το χώρο της αριστεράς, όσο και τις υπόλοιπες μειονοτικές ομάδες της Τουρκίας.
Ειδικότερα, η προεκλογική στρατηγική του κουρδικού κόμματος HDP δεν περιχαρακώθηκε στην κουρδική ταυτότητα
και τον κουρδικό εθνικισμό, αλλά διευρύνθηκε, αφενός προβάλλοντας το HDP ως κόμμα της Τουρκίας που δεν θα στηρίξει
το όραμα του Ερντογάν για αλλαγή του
πολιτεύματος από προεδρευόμενη σε προεδρική δημοκρατία, αφετέρου τονίζοντας
ιδιαίτερα τον όρο «Türkiyeli».
Τι σημαίνει όμως αυτός ο όρος; Ο συντάκτης
του παρόντος, στο βιβλίο του με τίτλο: «Αποκαλύπτοντας τον Τουρκικό Λαβύρινθο, Ισλάμ και Πολιτική
στην Τουρκία» αναγράφει τα εξής: «Από τη στιγμή που δρομολογήθηκε η
σύσταση της Τουρκικής Δημοκρατίας
κατέστη σαφές ότι αυτή θεμελιώθηκε στη βάση ενός προβληματικού συστήματος που
προήγαγε την τουρκική ταυτότητα και τη φιλοσοφία ότι οι πολίτες υπάρχουν για το
κράτος και όχι το κράτος για τους πολίτες. Ένα άλλο σημαντικό στοιχείο είναι
ότι η προαναφερθείσα φιλοσοφία στηρίχθηκε και στηρίζεται σε δύο άξονες: στον
εκτουρκισμό και στον εξισλαμισμό με προτεραιότητα στο σουνιτικό Ισλάμ. Μάλιστα
για το θέμα του εκτουρκισμού, η Τουρκάλα καθηγήτρια Prof. Ayşe Kadıoğlu επεσήμανε ότι, η Τουρκική Δημοκρατία ιδρύθηκε ως ένα κράτος
που αναζητούσε το έθνος του, στηριζόμενο κατά βάση στους Τούρκους. Εν τω
μεταξύ, μπορεί να πέρασαν 90 χρόνια από την ίδρυση της Τουρκικής Δημοκρατίας, αλλά στους πολίτες της χώρας αυτής
εξακολουθεί να πλανάται το ερώτημα: Ποιοί είμαστε; Κατά βάση, αυτό οφείλεται
στη σύγχυση που προκαλεί η εσκεμμένα λανθασμένη ερμηνεία των όρων Türk και Türkiyeli.
Αναλυτικότερα:
α. Türk σημαίνει Τούρκος ή
Τουρκικός (Turkish) και προσδιορίζει το έθνος και όχι μια εθνοτική
κοινότητα που είναι ενταγμένη σε ένα ευρύτερο χώρο του έθνους-κράτους.
β. Türkiyeli σημαίνει “από
την Τουρκία” και δεν εμπεριέχει κανένα εθνικό χαρακτήρα, δεδομένου
ότι αποτελεί μια εδαφική έννοια που περιλαμβάνει όλες τις εθνικές και
θρησκευτικές κοινότητες που ζουν στην Τουρκία. Μάλιστα ο όρος αυτός
χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά το 1919
από τον Μustafa Kemal, o oποίος
αντί για “τουρκικό κράτος”
χρησιμοποιούσε τη φράση “το κράτος της
Τουρκίας” και αντί για “τουρκικό έθνος”
συνήθιζε να χρησιμοποιεί “το έθνος της Τουρκίας”.
Όμως, με τη σύνταξη του Συντάγματος του 1924, η λέξη Türkiyeli που έχει ενοποιητικό χαρακτήρα έπαψε να
χρησιμοποιείται και αντί αυτής υιοθετήθηκε ο διχαστικός όρος Türk (τουρκικός) προκειμένου το
τουρκικό εθνικό στοιχείο να διατηρήσει την ηγεμονία του, αλλοτριώνοντας όλες
τις εθνικές και θρησκευτικές κοινότητες της Τουρκίας που είτε δεν ανήκαν, είτε
δεν ήθελαν να ασπασθούν την τουρκική εθνική ταυτότητα. Ωστόσο μετά το 2010, η λέξη Türkiyeli χρησιμοποιείται όλο και
περισσότερο από τα τουρκικά ΜΜΕ και αποτελεί θέμα προβληματισμού Τούρκων
αρθρογράφων, ακαδημαϊκών και πολιτικών.»
Επίσης, μια βασική επισήμανση για τον όρο «Türkiyeli», αφορά στα συμπεράσματα
μιας έρευνας που πραγματοποιήθηκε σε 3.000 περιοχές της τουρκικής
επικράτειας με τη συμμετοχή 47.958
ατόμων, από την οποία προκύπτει ότι, για να είναι κάποιος πολίτης του τουρκικού
κράτους θα πρέπει να αγαπάει την Τουρκία (82%), να είναι Türk/Τούρκος (45,64%) και να λέει ότι είναι Türkiyeli/από την Τουρκία (63,8%). Στον
πίνακα που ακολουθεί φαίνονται αναλυτικά τα αποτελέσματα της εν λόγω έρευνας,
από τα οποία, η ελληνική πλευρά θα ήταν σκόπιμο να εστιασθεί στο ποσοστό του
82% που αφορά στην αγάπη των πολιτών του τουρκικού κράτους (Τούρκων,
Κούρδων, Αλεβητών, αριστερών κ.λπ) προς την πατρίδα τους.
Υπό το πρίσμα των παραπάνω εξελίξεων,
καθίσταται σαφές ότι, η προπαγάνδα του Ερντογάν
για τη «Νέα Τουρκία» απέτυχε,
δεδομένου ότι τα ιδεολογικο-πολιτικά στερεότυπα που αυτός επέβαλε και η
δημοκρατική του ατζέντα μετά το 2002 αποδείχθηκαν ανεπαρκή και αντιμετωπίσθηκαν
με καχυποψία από την τουρκική κοινωνία. Επίσης, ένας άλλος παράγοντας που
ισχυροποίησε την καχυποψία αυτή ήταν το γεγονός ότι, οι μεταρρυθμίσεις του Ερντογάν δεν έγιναν με απόλυτα δημοκρατικά
κριτήρια και είχαν λάβει τη μορφή ενός
«πάρε-δώσε» της τουρκικής κυβέρνησης από τη μία πλευρά και των κεμαλιστών,
εθνικιστών, Κούρδων, θρησκευτικών αδελφοτήτων (ανάλογα με την περίσταση) από
την άλλη. Όπως ήταν αναμενόμενο αυτό είχε ως συνέπεια την έτι περαιτέρω
θωράκιση των διαχωριστικών γραμμών μεταξύ τους και τη διαρροή ψηφοφόρων, τόσο
προς το κουρδικό κόμμα HDP, όσο προς το
εθνικιστικό κόμμα MHΡ.
Ενώ λοιπόν όλα δείχνουν ότι, δεν είναι
σίγουρο τι θα προκύψει το αμέσως επόμενο χρονικό διάστημα στην Τουρκία,
κρίνεται σκόπιμο να παρατεθούν ορισμένες εκτιμήσεις και ένα πιθανό
χρονοδιάγραμμα των πολιτικών εξελίξεων
στη γειτονική χώρα:
Έχουν ξεκινήσει ανεπίσημες διερευνητικές
επαφές μεταξύ των κομμάτων για το ενδεχόμενο σχηματισμού κυβέρνησης
συνεργασίας.
Την τελευταία εβδομάδα του Ιουνίου (πιθανόν 24 ή 25)
θα συγκληθεί η Μεγάλη Τουρκική Εθνοσυνέλευση
προκειμένου να ορκισθούν οι νέοι βουλευτές. Στην τελετή αυτή θα προεδρεύσει ο Ντενίζ Μπαικάλ, πρώην αρχηγός του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος CHP, ως ο
μεγαλύτερος στην ηλικία βουλευτής.
Την πρώτη εβδομάδα του Ιουλίου θα ξεκινήσει
η διαδικασία εκλογής προέδρου της Μεγάλης
Τουρκικής Εθνοσυνέλευσης. Στο 1ο και 2ο γύρο απαιτούνται 367 ψήφοι, ενώ
στον 3ο γύρο απαιτούνται 276 ψήφοι. Σε περίπτωση αδυναμίας εκλογής προέδρου, θα
ακολουθήσει ο 4ος γύρος και θα εκλεγεί ο υποψήφιος που θα συγκεντρώσει τους
περισσότερους ψήφους. Επισημαίνεται ότι, σε περίπτωση που τα κόμματα της
αντιπολίτευσης δεν συνεργασθούν στην εκλογή προέδρου, τότε το κόμμα ΑΚΡ θα εκλέξει τον υποψήφιο του στον τέταρτο
γύρο. Επομένως, η ενδεχόμενη συνεργασία των κομμάτων στο θέμα της εκλογής του
προέδρου της Μεγάλης Τουρκικής Εθνοσυνέλευσης,
πιθανόν να σηματοδοτήσει και τη μελλοντική τους στάση για σχηματισμό κυβέρνησης
συνεργασίας.
Σε περίπτωση αδυναμίας σχηματισμού
κυβέρνησης συνεργασίας, οι επόμενες βουλευτικές εκλογές αναμένεται να
διεξαχθούν μετά το 2ο δεκαήμερο του Νοεμβρίου. Τούτο προσδίδει ένα σημαντικό
τακτικό πλεονέκτημα στον Ερντογάν για
να αναδιατάξει τη στρατηγική του, η οποία θα στηρίζεται σε τρεις άξονες. Πρώτον,
θα επιδιωχθεί, μέσω χρηματισμού, εκβιασμών ή άλλων ανταλλαγμάτων, η αποστασία
τουλάχιστον 18 βουλευτών από άλλα κόμματα (κυρίως εθνικιστές) για να είναι εφικτός ο
σχηματισμός κυβέρνησης. Δεύτερον, θα προβληθούν ιδιαίτερα οι
συνέπειες των πολυκομματικών κυβερνήσεων που προηγήθηκαν και οι οποίες είναι
ακόμη νωπές στη μνήμη της τουρκικής κοινωνίας. Και τρίτον, θα οξυνθεί η
αντιπαλότητα με τα άλλα κόμματα κυρίως με το κουρδικό HDP, εστιάζοντας την κοινή γνώμη στο ερώτημα εάν ο εθνικός
εθνικισμός είναι πιο σημαντικός από τον πολιτικό εθνικισμό, δηλαδή: «εθνική ταυτότητα ή έθνος-κράτος;». Το ερώτημα αυτό κατά την άποψη μας έχει δύο
προσεγγίσεις: πρώτον, η έννοια της εθνικής ταυτότητας είναι ανεπαρκής σε
σύγκριση με τη δομή του έθνους-κράτους. Η δεύτερη προσέγγιση έχει να κάνει με
το γεγονός ότι όταν απειλείται το έθνος-κράτος ενδυναμώνεται ο εθνικισμός των
Τούρκων, γι’ αυτό και όλες οι τουρκικές κυβερνήσεις προβάλουν συνεχώς τη θεωρία
ότι όλοι επιθυμούν την αποσταθεροποίηση και τη διάλυση της χώρας. Φυσικά εύκολα
αντιλαμβάνεται κανείς ότι, η προσπάθεια ενδυνάμωσης του τουρκικού εθνικισμού
δεν θα περιορισθεί μόνο στο εσωτερικό της χώρας, αλλά θα προσανατολισθεί και
στο εξωτερικό με άμεσους αποδέκτες την Ελλάδα, την Κύπρο, τη Συρία και το Ιράκ.
Τέλος, θα πρέπει συνυπολογισθούν οι αντιδράσεις
που θα υπάρξουν στο εσωτερικό του κόμματος ΑΚΡ
λόγω της βαριάς ήττας που αυτό υπέστη και οι προσπάθειες των εσωτερικών
αντιπάλων του Ερντογάν, ώστε αυτός να
αποδυναμωθεί και να απομονωθεί στο προεδρικό μέγαρο.