Το έστειλε η Ελεάνα Νυκταράκη
Οδ.Ελύτης
είπε:
Για µένα υπάρχει η Ελλάδα η δική µου.
Δεν είναι η Ελλάδα η τρέχουσα.
Και το έργο µου έρχεται σαν βράχος στο κύμα που τη χτυπά. Αντιστέκεται. Και η αντίσταση είναι ουσιαστική.
Βγαίνει έμμεσα µε κάτι που διαρκεί – αυτό είναι και το ουσιώδες του δημιουργού.
Δεν είναι η Ελλάδα η τρέχουσα.
Και το έργο µου έρχεται σαν βράχος στο κύμα που τη χτυπά. Αντιστέκεται. Και η αντίσταση είναι ουσιαστική.
Βγαίνει έμμεσα µε κάτι που διαρκεί – αυτό είναι και το ουσιώδες του δημιουργού.
Τοίχος
είπε:
Εκατομμύρια κουτιά αναμμένα κρατούν
εκατομμύρια ανθρώπους σβηστούς.(...tv)
Ό,τι μεγαλώνει στη μοναξιά γίνεται άγριο.
Ό,τι μεγαλώνει στη μοναξιά γίνεται άγριο.
Ντίνος
Ηλιόπουλος είπε:
Στην κηδεία του μεγάλου μας Παλαμά όλος ο
εξασθενημένος λαός, σαν πείσμα της αλύγιστης συνείδησης, κάτι σαν αυτό της
δικτατορίας με το Γέρο της Δημοκρατίας. Όλοι οι θεατρικοί σπουδαστές ρίχνουμε
από ένα μπουκετάκι βιολέτες. Ο Γερμανός Διοικητής της Αθήνας καταθέτει ένα
στεφάνι: “Deutschland zu Palamas”. Ο λογοτέχνης Κατσίμπαλης και ο συγγραφέας Δ.
Γιαννουκάκης αρχίζουν να ψελλίζουν τον Εθνικό μας Ύμνο. Ακουλουθούμε όλοι βροντόφωνα.
Αναταραχή στους γύρω μισθοφόρους ντυμένους ανίερα τσολιάδες. Ο Γερμανός τούς
σταμάτησε με μια διαταγή του χεριού και στέκεται κι αυτός προσοχή. Για ένα
λεπτό λευτερώθηκε η Ελλάδα.
ΝΤΙΝΟΣ ΗΛΙΟΠΟΥΛΟΣ “ΕΝΑΣ ΗΛΙΟΠΟΥΛΟΣ ΟΝΟΜΑΤΙ ΝΤΙΝΟΣ” Εκδόσεις ΑΓΚΥΡΑ
ΝΤΙΝΟΣ ΗΛΙΟΠΟΥΛΟΣ “ΕΝΑΣ ΗΛΙΟΠΟΥΛΟΣ ΟΝΟΜΑΤΙ ΝΤΙΝΟΣ” Εκδόσεις ΑΓΚΥΡΑ
Αν.
Γριμάνη είπε:
Η Ελένη Γλύκατζη Αρβελέρ ήταν Πρύτανης της
Ακαδημίας και Καγκελάριος των Πανεπιστημίων του Παρισιού όταν επισκέφθηκε, μαζί
με τον Φ. Μιτεράν, το Πανεπιστήμιο της Νέας Υόρκης:
Φτάνοντας στο Πανεπιστήμιο, τους υποδέχεται ο Πρόεδρός του:
Φτάνοντας στο Πανεπιστήμιο, τους υποδέχεται ο Πρόεδρός του:
“Χορεύεις καλαματιανό;” λέει στην Ελένη
– εκείνη τα χάνει.
“I am John Bradimas”.
Στο δείπνο, σχολιάζει ο Μιτεράν: “Ο Πρόεδρος του Πανεπιστημίου της Νέας Υόρκης και η
Πρόεδρος όλων των Πανεπιστημίων του Παρισιού δεν μίλησαν ούτε γαλλικά, ούτε
αγγλικά. Μίλησαν ελληνικά. Ε! αυτό είναι αυτοκρατορία!”
Θ.
Καστανάκης είπε:
Πολιτισμένοι
λαοί είναι εκείνοι που σκούριασαν τόσο, ώστε δε θυμίζουν πια τίποτε από τα
πρώτα μέταλλα που τους έφτιασαν.
Η πείνα δεν είναι ποτέ στων πεινασμένων τα στόματα.
Του χορτάτου ανθρώπου το στόμα… Α! αυτό να το φοβάστε! Μπορεί να τη φάει και να τη χωνέψει ολόκληρη την ανθρωπότητα.
Έτσι είναι πάντα η νίκη ή ο χαμός σου, μισή πιθαμή απόσταση.
Η πείνα δεν είναι ποτέ στων πεινασμένων τα στόματα.
Του χορτάτου ανθρώπου το στόμα… Α! αυτό να το φοβάστε! Μπορεί να τη φάει και να τη χωνέψει ολόκληρη την ανθρωπότητα.
Έτσι είναι πάντα η νίκη ή ο χαμός σου, μισή πιθαμή απόσταση.
Οδ.
Ελύτης είπε:
Άργησα πολύ να καταλάβω τι σημαίνει
ταπεινοσύνη και φταίνε αυτοί που μου μάθανε να την τοποθετώ στον άλλο πόλο της
υπερηφάνειας. Πρέπει να εξημερώσεις την ιδέα της ύπαρξης μέσα σου για να την
καταλάβεις.
Κ.
Παλαμάς είπε:
Κι αν πλήθος τ’ άσχημα, κι αν είναι τ’
άδεια αφέντες,
φτάνει μια σκέψη, μια ψυχή,
φτάνεις εσύ, εγώ φτάνω,
να δώσει νόημα στων
πολλών την ύπαρξη.
Ένας φτάνει…
φτάνει μια σκέψη, μια ψυχή,
φτάνεις εσύ, εγώ φτάνω,
να δώσει νόημα στων
πολλών την ύπαρξη.
Ένας φτάνει…
Ν.
Βρεττάκος είπε:
Όταν οι ιδέες θα ξαναγίνουνε ιδέες
(γιατί κι αυτό μπορεί να γίνει αλλά σε μακρυνούς καιρούς)
όταν θα ξαναρχίσουν οι μορφές να διαχωρίζονται απ’ το χάος,
όταν οι έννοιες θ’ αποχτήσουνε τη στερεότητα τους,
όταν οι λέξεις θα ονομάζουνε συγκεκριμένα πράγματα,
τότε θα πάψει κι ο πλανήτης μας να ταλαντεύεται
πότε από δώ, πότε από κεί, στον άξονα του...
(γιατί κι αυτό μπορεί να γίνει αλλά σε μακρυνούς καιρούς)
όταν θα ξαναρχίσουν οι μορφές να διαχωρίζονται απ’ το χάος,
όταν οι έννοιες θ’ αποχτήσουνε τη στερεότητα τους,
όταν οι λέξεις θα ονομάζουνε συγκεκριμένα πράγματα,
τότε θα πάψει κι ο πλανήτης μας να ταλαντεύεται
πότε από δώ, πότε από κεί, στον άξονα του...
Φ.
Γερμανός είπε:
Ο Φρέντυ Γερμανός γράφει για την Έλλη
Λαμπέτη:
“Η Έλλη έκανε πάντα κάτι αναπάντεχο”, λέει ο Κουν. Από ένα τέτοιο αναπάντεχο θα γεννηθεί το 1946 μια στιγμή που θα περάσει στην ιερή Μυθολογία του θεάτρου μας.
Ήταν μια σκηνή στον “Γυάλινο κόσμο” όπου η Λάουρα σβήνει το κερί, δίπλα στον κοιμισμένο αδελφό της: “Μια ποιητική στιγμή!” Πώς να κάνεις όμως ποίηση, όταν πρέπει να φουσκώσεις τα μάγουλά σου για να φυσήξεις; Η Έλλη αποφάσισε να λύσει τον γρίφο, χωρίς να πει τίποτε στον Κουν. Κάθε βράδυ που γύριζε στην οδό Ασκληπιού, κλεινόταν μόνη της στην κουζίνα, άναβε ένα σπαρματσέτο και προσπαθούσε να το σβήσει ποιητικά:
“Τελικά βρήκα τον τρόπο. Έπρεπε το στόμα μου να είναι ακριβώς απέναντι στο σπαρματσέτο – η ανάσα μου να σημαδεύει τη φλόγα. Μου πήρε ένα μήνα, αλλά τα κατάφερα! Έμαθα να σβήνω το κερί με μιαν ανάσα”.
Όλα αυτά για μια σκηνή που κρατούσε όλα κι όλα δέκα δευτερόλεπτα! Άξιζε όμως τον κόπο.
Ένα βράδυ μπαίνει στο θέατρο ο Άγγελος Σικελιανός – περίπου τυχαία. Θα ξανάρθει άλλες δέκα φορές:
“Έρχομαι για να καταλάβω πώς σβήνει τα κεριά το κορίτσι αυτό” λέει ο Σικελιανός. “Είναι το πιο ποιητικό πράμα που είδα ποτέ μου”.
“Η Έλλη έκανε πάντα κάτι αναπάντεχο”, λέει ο Κουν. Από ένα τέτοιο αναπάντεχο θα γεννηθεί το 1946 μια στιγμή που θα περάσει στην ιερή Μυθολογία του θεάτρου μας.
Ήταν μια σκηνή στον “Γυάλινο κόσμο” όπου η Λάουρα σβήνει το κερί, δίπλα στον κοιμισμένο αδελφό της: “Μια ποιητική στιγμή!” Πώς να κάνεις όμως ποίηση, όταν πρέπει να φουσκώσεις τα μάγουλά σου για να φυσήξεις; Η Έλλη αποφάσισε να λύσει τον γρίφο, χωρίς να πει τίποτε στον Κουν. Κάθε βράδυ που γύριζε στην οδό Ασκληπιού, κλεινόταν μόνη της στην κουζίνα, άναβε ένα σπαρματσέτο και προσπαθούσε να το σβήσει ποιητικά:
“Τελικά βρήκα τον τρόπο. Έπρεπε το στόμα μου να είναι ακριβώς απέναντι στο σπαρματσέτο – η ανάσα μου να σημαδεύει τη φλόγα. Μου πήρε ένα μήνα, αλλά τα κατάφερα! Έμαθα να σβήνω το κερί με μιαν ανάσα”.
Όλα αυτά για μια σκηνή που κρατούσε όλα κι όλα δέκα δευτερόλεπτα! Άξιζε όμως τον κόπο.
Ένα βράδυ μπαίνει στο θέατρο ο Άγγελος Σικελιανός – περίπου τυχαία. Θα ξανάρθει άλλες δέκα φορές:
“Έρχομαι για να καταλάβω πώς σβήνει τα κεριά το κορίτσι αυτό” λέει ο Σικελιανός. “Είναι το πιο ποιητικό πράμα που είδα ποτέ μου”.
Χ.
Σιαφκος είπε:
Το 1948 την Έλλη Λαμπέτη... όταν την κάλεσαν
με τον Κακογιάννη στα γραφεία της Φοξ και της πρότειναν συμβόλαιο ενός χρόνου
αρνήθηκε.
Της αντιπρότειναν πολυετές, δεύτερη άρνηση.
Τότε ακριβώς στράφηκε προς τον σκηνοθέτη και του ζήτησε να φύγουν.
“Έχω θέατρο στην Ελλάδα”, του είπε, “το ξέχασες;”
Της αντιπρότειναν πολυετές, δεύτερη άρνηση.
Τότε ακριβώς στράφηκε προς τον σκηνοθέτη και του ζήτησε να φύγουν.
“Έχω θέατρο στην Ελλάδα”, του είπε, “το ξέχασες;”
Δ.
Ψαθάς είπε:
Ο Δημήτρης Ψαθάς γράφει για τη δύσκολη θέση
που βρέθηκαν οι μαυραγορίτες της κατοχής μετά τη νίκη των Συμμάχων στο Ελ Αλαμέιν:
-Βάστα, Ρόμελ! Αντιλαλούν οι δρόμοι.
-Βάστα, Ρόμελ! Ωρύονται οι άνθρωποι.
-Βάστα, Ρόμελ!
Το λένε στα σπίτια και στα μαγαζιά κι ολούθε. Χαρά. Και γέλια. Κι ούτε κανένας λογαριάζει πια τις φάτσες των Γερμανών και Ιταλών, που τριγυρνούνε πολύ κατσούφηδες στους δρόμους. Μας έχει συνεπάρει ο ενθουσιασμός. Δεν θέλουμε, άλλωστε, πολύ. Τι έτρεχε; Έγινε θαύμα. Η πρώτη μεγάλη κι αποφασιστική νίκη των συμμάχων: Ελ Αλαμέιν. Έκαναν την επίθεσή τους οι Εγγλέζοι και τσάκισαν τον Γερμανό στρατάρχη, που πήρε τα βρεμένα του και φεύγει. Γύρισε το φύλλο η Ιστορία. Ο πόλεμος μπαίνει σε καινούργια φάση. Ελ Αλαμέιν. Ο ήλιος που βγήκε ανάμεσα απ’ τα μαύρα σύννεφα φωτίζει με πλούσιο φως όλους τους λαούς που στενάζουν κάτω απ’ την μπότα του χιτλερισμού. Φεύγει ο Ρόμελ. Κι ο αντίλαλος της φευγάλας του φτάνει ως την Αθήνα και βάζει σε τρόμο τους μαυραγορίτες:
-Βάστα, Ρόμελ! Είναι η σαρκαστική επίκληση της μαρίδας προς τον Γερμανό στρατάρχη που κλόνισε στη φευγάλα του και το φρούριο της μαύρης αγοράς. Φεύγει ο Ρόμελ. Άρα; Τελειώνει ο πόλεμος! Και μέσα στην παραζάλη της παθαίνει σύγχυση η μαύρη αγορά, χάνει το ηθικό της και τα βγάζει όλα στη φόρα. Πανικός. Τσακίζονται να προλάβουν οι μαυραγορίτες. Πρώτη η οδός Αθηνάς βλέπει απορημένη ν’ ανατέλλουν τα φασόλια. Και σιγά-σιγά στα πεζοδρόμια, στην άσφαλτο, πάνω σε τραπεζάκια, μέσα σε καρτοτσάκια, σε τσουβάλια, κάνουν την εμφάνισή τους -ανοιχτά!- όλα τα είδη που είχαν πάθει έκλειψη απ’ τον Απρίλη του ‘41.
-Έσπασε, έσπασε η μαύρη! Βλέπει ο κόσμος φασόλια στους δρόμους! Ρεβύθια στα πεζοδρόμια! Πατάτες στα καροτσάκια! Άλλοι γελούν. Άλλοι φωνάζουν. Άλλοι φιλιούνται. Γυναικούλες στέκονται μπροστά σ’ αυτό το αναπάντεχο θαύμα, δακρύζουν και σταυροκοπιούνται: “Αμήν, Παναγίτσα μου, δόξα σοι ο Θεός που αξιώθηκαν τα μάτια μας να δουν τόσο μεγάλη μέρα”.
-Βάστα, Ρόμελ! Αντιλαλούν οι δρόμοι.
-Βάστα, Ρόμελ! Ωρύονται οι άνθρωποι.
-Βάστα, Ρόμελ!
Το λένε στα σπίτια και στα μαγαζιά κι ολούθε. Χαρά. Και γέλια. Κι ούτε κανένας λογαριάζει πια τις φάτσες των Γερμανών και Ιταλών, που τριγυρνούνε πολύ κατσούφηδες στους δρόμους. Μας έχει συνεπάρει ο ενθουσιασμός. Δεν θέλουμε, άλλωστε, πολύ. Τι έτρεχε; Έγινε θαύμα. Η πρώτη μεγάλη κι αποφασιστική νίκη των συμμάχων: Ελ Αλαμέιν. Έκαναν την επίθεσή τους οι Εγγλέζοι και τσάκισαν τον Γερμανό στρατάρχη, που πήρε τα βρεμένα του και φεύγει. Γύρισε το φύλλο η Ιστορία. Ο πόλεμος μπαίνει σε καινούργια φάση. Ελ Αλαμέιν. Ο ήλιος που βγήκε ανάμεσα απ’ τα μαύρα σύννεφα φωτίζει με πλούσιο φως όλους τους λαούς που στενάζουν κάτω απ’ την μπότα του χιτλερισμού. Φεύγει ο Ρόμελ. Κι ο αντίλαλος της φευγάλας του φτάνει ως την Αθήνα και βάζει σε τρόμο τους μαυραγορίτες:
-Βάστα, Ρόμελ! Είναι η σαρκαστική επίκληση της μαρίδας προς τον Γερμανό στρατάρχη που κλόνισε στη φευγάλα του και το φρούριο της μαύρης αγοράς. Φεύγει ο Ρόμελ. Άρα; Τελειώνει ο πόλεμος! Και μέσα στην παραζάλη της παθαίνει σύγχυση η μαύρη αγορά, χάνει το ηθικό της και τα βγάζει όλα στη φόρα. Πανικός. Τσακίζονται να προλάβουν οι μαυραγορίτες. Πρώτη η οδός Αθηνάς βλέπει απορημένη ν’ ανατέλλουν τα φασόλια. Και σιγά-σιγά στα πεζοδρόμια, στην άσφαλτο, πάνω σε τραπεζάκια, μέσα σε καρτοτσάκια, σε τσουβάλια, κάνουν την εμφάνισή τους -ανοιχτά!- όλα τα είδη που είχαν πάθει έκλειψη απ’ τον Απρίλη του ‘41.
-Έσπασε, έσπασε η μαύρη! Βλέπει ο κόσμος φασόλια στους δρόμους! Ρεβύθια στα πεζοδρόμια! Πατάτες στα καροτσάκια! Άλλοι γελούν. Άλλοι φωνάζουν. Άλλοι φιλιούνται. Γυναικούλες στέκονται μπροστά σ’ αυτό το αναπάντεχο θαύμα, δακρύζουν και σταυροκοπιούνται: “Αμήν, Παναγίτσα μου, δόξα σοι ο Θεός που αξιώθηκαν τα μάτια μας να δουν τόσο μεγάλη μέρα”.
Ι.
Τσάτσου είπε:
Η Ιωάννα Τσάτσου, αδελφή του Γ. Σεφέρη,
θυμάται τον πατέρα της και τις ιστορίες που έλεγε:
Όταν γύριζε στο σπίτι τρέχαμε απάνω του.
-Σήμερα τι ιστορία θα μας πεις;
Ο Άγγελος κι εγώ φέρναμε τις παντόφλες του. Εκείνος καθόντανε στην πολυθρόνα του, μ’ ένα μυστηριώδες χαμόγελο. Σαν να συνωμοτούσε με τον εαυτό του πώς θα μας σαγηνέψει.
-Λοιπόν, ο Μεγαλέξαντρος απάνω στο άγριο άλογό του κάλπαζε στην Ασία με το στρατό του και νικούσε, όλο νικούσε. Οι περισσότεροι άνθρωποι τότε μάθαιναν ελληνικά, και μπορούσαν να διαβάσουν τα παραμύθια του Αισώπου που σας διάβαζα προχτές…
Και πάλι άλλη φορά:
-Λοιπόν χιλιάδες μαστόροι και τεχνίτες χτίζανε την Άγια Σοφιά. Κι ο πρωτομάστορας ήταν σοφός. Άγιοι ζωγράφοι ιστορούσαν τις εικόνες. Αμέτρητα τα καντήλια. Τέτοια εκκλησιά πώς να ξαναγίνει; Κι η Παναγιά θρονιάστηκε για πάντα εκεί.
Μα όταν φτάναμε στην άλωση της Πόλης, έξι παιδικά μάτια δακρυσμένα ήταν προσηλωμένα απάνω του:
-Μπορούσε να φύγει ο αυτοκράτορας Κωνσταντίνος;
-Μα βέβαια μπορούσε, όμως δεν έφυγε. Ήθελε να σκοτωθεί.
-Μα γιατί να σκοτωθεί; ρωτούσαμε με απελπισία.
-Γιατί αν έφευγε δε θα είχε μαρμαρώσει. Και δε θα περιμέναμε τώρα ν’ αναστηθεί. (…)
Με τα χρόνια η αυταρχικότητα του πατέρα μας καταπίεζε. Προπάντων το Γιώργο. Γιατί από κείνον είχε μεγάλες αξιώσεις. Τον ήθελε τέλειο στο κάθε τι. (…)
Τη μελέτη του Γιώργου την παρακολουθούσε ο ίδιος. Ξενυχτούσε ο ίδιος μαζί του. Τότε ένιωθα τ’ αδέρφι μου να βασανίζεται και λυπόμουνα. Όμως τώρα, με την απόσταση των χρόνων, βλέπω μ’ ευγνωμοσύνη τη προσπάθεια εκείνη.
Όταν γύριζε στο σπίτι τρέχαμε απάνω του.
-Σήμερα τι ιστορία θα μας πεις;
Ο Άγγελος κι εγώ φέρναμε τις παντόφλες του. Εκείνος καθόντανε στην πολυθρόνα του, μ’ ένα μυστηριώδες χαμόγελο. Σαν να συνωμοτούσε με τον εαυτό του πώς θα μας σαγηνέψει.
-Λοιπόν, ο Μεγαλέξαντρος απάνω στο άγριο άλογό του κάλπαζε στην Ασία με το στρατό του και νικούσε, όλο νικούσε. Οι περισσότεροι άνθρωποι τότε μάθαιναν ελληνικά, και μπορούσαν να διαβάσουν τα παραμύθια του Αισώπου που σας διάβαζα προχτές…
Και πάλι άλλη φορά:
-Λοιπόν χιλιάδες μαστόροι και τεχνίτες χτίζανε την Άγια Σοφιά. Κι ο πρωτομάστορας ήταν σοφός. Άγιοι ζωγράφοι ιστορούσαν τις εικόνες. Αμέτρητα τα καντήλια. Τέτοια εκκλησιά πώς να ξαναγίνει; Κι η Παναγιά θρονιάστηκε για πάντα εκεί.
Μα όταν φτάναμε στην άλωση της Πόλης, έξι παιδικά μάτια δακρυσμένα ήταν προσηλωμένα απάνω του:
-Μπορούσε να φύγει ο αυτοκράτορας Κωνσταντίνος;
-Μα βέβαια μπορούσε, όμως δεν έφυγε. Ήθελε να σκοτωθεί.
-Μα γιατί να σκοτωθεί; ρωτούσαμε με απελπισία.
-Γιατί αν έφευγε δε θα είχε μαρμαρώσει. Και δε θα περιμέναμε τώρα ν’ αναστηθεί. (…)
Με τα χρόνια η αυταρχικότητα του πατέρα μας καταπίεζε. Προπάντων το Γιώργο. Γιατί από κείνον είχε μεγάλες αξιώσεις. Τον ήθελε τέλειο στο κάθε τι. (…)
Τη μελέτη του Γιώργου την παρακολουθούσε ο ίδιος. Ξενυχτούσε ο ίδιος μαζί του. Τότε ένιωθα τ’ αδέρφι μου να βασανίζεται και λυπόμουνα. Όμως τώρα, με την απόσταση των χρόνων, βλέπω μ’ ευγνωμοσύνη τη προσπάθεια εκείνη.