ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ ΓΙΑ ΠΑΝΤΑ

ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ ΓΙΑ ΠΑΝΤΑ
ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ ΓΙΑ ΠΑΝΤΑ

Πέμπτη 30 Απριλίου 2020

Δάνεια 1821: Ήταν απλώς ληστρικά, ή οι Έλληνες “διαχειριστές” ανόητοι;


ΤΩΝ ΝΙΚΟΥ ΑΠΟΣΤΟΛΙΔΗ, ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΒΕΛΕΝΤΖΑ
    Πρόσφατα, η απόδοση του 10ετούς οµολόγου του ελληνικού Δηµοσίου κατέβηκε για πρώτη φορά στην ιστορία της Ελλάδος κάτω από το 1%, πράγµα που αποτελεί επίτευγµα, µετά τις περιπέτειες της τελευταίας δεκαετίας, όταν έφθασε η απόδοση των δεκαετών οµολόγων το 36,5%. Αυτό µας θυµίζει τα δάνεια της Ανεξαρτησίας, τα πρώτα που συνήφθησαν από την Ελλάδα, πριν αυτή αποτελέσει επίσηµα ελεύθερο κράτος.
    Πολλοί ακαδηµαϊκοί και πολιτικοί χαρακτηρίζουν τα δάνεια αυτά από το Ηνωµένο Βασίλειο «επαχθή», ή «ληστρικά», και απόδειξη εκµετάλλευσης µιας φτωχής χώρας από ξένους τραπεζίτες. Συνιστούσαν όµως πράγµατι τα δάνεια αυτά εκµετάλλευση της χώρας µας και ήταν ανόητοι ή ανίκανοι οι εκπρόσωποι της Ελλάδας που συµφώνησαν τους όρους;
Τα δάνεια αυτά ήταν δύο:
    Το πρώτο συνήφθη το 1824, για 36 έτη, µε εκδότη τους Loughnan Sons και Ο’ Brien, και είχε ονοµαστικό ύψος δανείου £800.000. Το ποσό που εκταµιεύθηκε ήταν £472.000 ή το 59% του ονοµαστικού ποσού. Το δάνειο διαπραγµατεύθηκαν από ελληνικής πλευράς οι Ορλάνδος και Λουριώτης.
    Το δεύτερο δάνειο συνήφθη το 1825, για 36 έτη, µε εκδότη τους αδελφούς Ricardo και είχε ονοµαστικό ύψος δανείου £2 εκατ. Το ποσό που εκταµιεύθηκε ήταν £1,1 εκατ. ή το 55,5% του ονοµαστικού ποσού.
    Και τα δύο δάνεια ήταν οµολογιακά, µε επιτόκιο 5% και ετήσιο χρεολύσιο 1% (αµφότερα επί του ονοµαστικού ποσού). Και στα δύο προεισπράχθηκαν τα τοκοχρεολύσια των δύο πρώτων ετών. Η σύµβαση του δευτέρου δανείου προέβλεπε τη διάθεση £250.000 για προεξόφληση οµολόγων του πρώτου δανείου, µε σκοπό τη στήριξη της τιµής τους στη δευτερογενή αγορά.
Οι όροι τότε και τώρα
    Θα συγκρίνουµε τους όρους των δανείων αυτών µε όσα ισχύουν σήµερα µε τα δάνεια του ελληνικού ∆ηµοσίου. Για την αποπληρωµή του κεφαλαίου, και οι δύο συµβάσεις προέβλεπαν την καταβολή 1% του ονοµαστικού κεφαλαίου ετησίως επί 36 έτη. Φυσικά, το άθροισµα όλων αυτών των χρεολυσίων φθάνει το 36% του κεφαλαίου, πλην όµως (θεωρητικά) αν το χρεολύσιο αυτό κατετίθετο κάθε χρόνο σε λογαριασµό µε ένα ασφαλές επιτόκιο µε τα δεδοµένα της αγοράς (5%), η κατάθεση αυτή θα έφθανε στο τέλος των 36 ετών το 100% του κεφαλαίου.
    Αυτή η µέθοδος υπολογισµού της τελικής αξίας σε ένα λογαριασµό (sinking fund) ενός ποσού X επί Ψ έτη, όπου το ποσό ανατοκίζεται κάθε χρόνο µε ένα ασφαλές επιτόκιο (safe interest rate), ισχύει µέχρι σήµερα. Η µόνη διαφορά είναι ότι σήµερα το ασφαλές επιτόκιο (π.χ. το επιτόκιo της Bundesbank ή των US bonds), είναι περίπου 3% ή µικρότερο, ενώ τότε ήταν 5%. Τα επιτόκια δανεισµού εκείνης της εποχής, τα οποία κυµαίνονταν βέβαια ανάλογα µε το ρίσκο της κάθε επένδυσης, ήταν σχεδόν διπλάσια από ό,τι σήμερα. Αυτό προκύπτει και από τη σχετική βιβλιογραφία.
    Εκείνο που ξενίζει τους σηµερινούς αναγνώστες είναι η περικοπή του κεφαλαίου που τελικά εισέπραξε η επαναστατική κυβέρνηση των Ελλήνων, µε αποτέλεσµα αντί του ονοµαστικού ύψους (£800.000), να λάβει µόνο 59% (£472.000). Πολλοί νοµίζουν ότι η διαφορά κατακρατήθηκε καταχρηστικά και εποµένως τα δάνεια ήταν «ληστρικά». Επεσαν, λοιπόν, οι ξεσηκωµένοι Ελληνες θύµατα ξένων Σάιλοκ (όπως ο Εµπορος της Βενετίας);
    Οχι βέβαια. Απλώς, οι όροι του δανείου διαµορφώθηκαν ανάλογα µε το ρίσκο. Σήµερα, η διαµόρφωση των όρων ενός δανείου ανάλογα µε το ρίσκο γίνεται µέσω του επιτοκίου. Οσο µεγαλύτερα το ρίσκο και η διάρκεια αποπληρωµής, τόσο υψηλότερο το επιτόκιο δανεισµού. Εκείνα τα χρόνια, όµως, ακολουθούσαν µια διαφορετική πρακτική. Η δανειακή σύµβαση προέβλεπε ένα «ασφαλές» επιτόκιο (5%) και η προσαρµογή ανάλογα µε το ρίσκο γινόταν µε την αγορά των οµολόγων σε τιµή κατώτερη της ονοµαστικής.
    Η πρακτική αυτή χρησιµοποιείται µερικώς και σήµερα. Γινόταν δηλαδή αυτό που γίνεται και σήµερα στη δευτερογενή αγορά οµολόγων, και το επιτόκιο που εισέπραττε ο δανειστής ήταν η «απόδοση» του οµολόγου. Στην πράξη, το πραγµατικό επιτόκιο για το πρώτο δάνειο δεν ήταν το ονοµαστικό 5%, αλλά περίπου 8,47% (5/0,59).
    Ακόµη, σύµφωνα µε τους όρους των δανείων, το ελληνικό κράτος πλήρωνε ετησίως 1% για χρεολύσια, ενώ θα έπρεπε να πληρώνει µόνο 0,59% για να ξεπληρώσει το ποσό που πραγµατικά είχε εισπράξει ως δάνειο. Ως διόρθωση γι’ αυτή την επιβάρυνση των τοκοχρεολυσίων, που έφθανε το 0,70% επί του πραγµατικού κεφαλαίου, µπορούµε να την προσθέσουµε στο επιτόκιο 8,47%, και να προκύψει έτσι τελικά το πραγµατικό επιτόκιο που ήταν 9,17%. Αντιστοίχως, στην περίπτωση του δεύτερου δανείου το πραγµατικό επιτόκιο ήταν 9,80%.
Συµπερασµατικά, διαπιστώνουµε ότι:
    Το πρώτο δάνειο ήταν οµολογιακό 36ετούς διάρκειας, ύψους £472.000 µε επιτόκιο 9,17%. Δεν ήταν δηλαδή ύψους £800.000 (µε τη σηµερινή ορολογία), µε τη διαφορά των £328.000 να κατακρατήθηκε καταχρηστικά.
    Το δεύτερο δάνειο ήταν επίσης οµολογιακό 36ετούς διάρκειας, συνολικού ύψους £1,1 εκατ. µε επιτόκιο 9,80%. Δεν ήταν δηλαδή ύψους £2 εκατ., και εποµένως και εδώ ισχύουν τα ίδια για τη διαφορά των £900.000.
    Οι όροι αυτοί, και κυρίως το πραγµατικό επιτόκιο, δεν είναι καθόλου «ληστρικοί». Ειδικά αν συνεκτιµήσουµε τα ακόλουθα:
        (α) Τα εχέγγυα που παρουσίαζαν οι δανειζόµενοι:
              Οι επίδοξοι δανειολήπτες δεν ήταν καν ένα αναγνωρισµένο κράτος, αλλά απλώς οι εκπρόσωποι ενός επαναστατηµένου έθνους που φιλοδοξούσαν να συγκροτηθούν εν καιρώ σε κράτος, και οι οποίοι έπειτα από κάποιες αρχικές επιτυχίες είχαν µάλιστα εµπλακεί σε εµφύλιο πόλεµο. Παράλληλα, πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι η Οθωµανική Αυτοκρατορία αποκαλούσε το επαναστατηµένο αυτό έθνος «τροµοκράτες», ενώ η Ιερά Συµµαχία το έβλεπε ως σοβαρή απειλή για την ειρήνη στην Ευρώπη.
        (β) Ότι το επίπεδο των επιτοκίων εκείνη την εποχή ήταν διεθνώς υψηλότερο από σήµερα, όπως προκύπτει από το γεγονός ότι το «ασφαλές» επιτόκιο ήταν 5%, ενώ σήµερα είναι περίπου στο µισό αυτής της τιµής.
             Εποµένως, το (πραγµατικό) επιτόκιο της τάξεως του 9,5%, µε το οποίο επιβαρυνόταν η Ελλάδα, αντιστοιχεί σε ένα επιτόκιο της τάξεως του 5,5%-6% µε τα σηµερινά δεδοµένα. Οι όροι αυτοί είναι πολύ ευνοϊκοί, τουλάχιστον σύµφωνα µε αυτά που ισχύουν σήµερα, και µάλιστα όταν πρόκειται για 36ετή οµόλογα.
Ζηµία για δανειστές
    Η καλύτερη όµως απόδειξη ότι τα δάνεια αυτά δεν ήταν επαχθή, αλλά το αντίθετο, είναι η εξής: Ενας από τους όρους του δεύτερου δανείου ήταν να προεξοφληθούν οµόλογα του πρώτου, συνολικής ονοµαστικής αξίας £250.000. Αυτό έγινε και το αντίτιµο της εξαγοράς ήταν σε πρώτη φάση £113.200, δηλαδή £45,3 για κάθε οµόλογο ονοµαστικής αξίας £100.
    Ανεξαρτήτως από το εάν η εξαγορά αυτή ήταν σκόπιµη, διαπιστώνουµε ότι έναν χρόνο µετά την έκδοσή τους, η τιµή των οµολόγων του πρώτου δανείου στην ελεύθερη (ή δευτερογενή) αγορά είχε πέσει από £59 στις £45,4 (είχαν υποτιµηθεί κατά 23%) και αντίστοιχα η «απόδοση» των οµολόγων από 9,5% είχε ανεβεί στο 11,9%. Αρα, οι «αγορές» είχαν κρίνει ότι τα οµόλογα ήταν υπερτιµηµένα και ότι η πραγµατική τους αξία, η ανταποκρινόµενη στο ρίσκο που παρουσίαζαν, ήταν £45,4 και όχι £59.
    Εποµένως, ζηµιωµένοι από το πρώτο δάνειο ήταν οι δανειστές, οι αρχικοί αγοραστές των οµολογιών και όχι οι δανειζόµενοι. Μάλιστα, οι πραγµατικοί δανειστές δεν ήταν οι «κακοί» τραπεζίτες, οι οποίοι είναι λογικό να ήθελαν να βγάλουν κάποια προµήθεια, αλλά οι οµολογιούχοι που κατά µεγάλο µέρος ήταν φιλέλληνες (οι περισσότεροι απλοί πολίτες), οι οποίοι ήθελαν να βοηθήσουν τους επαναστατηµένους Ελληνες και να τιµήσουν τη µνήµη και τον αγώνα του λόρδου Βύρωνος.
    Αξίζει, επίσης, να σηµειώσουµε ότι όλα τα δάνεια που έλαβαν χώρες της Λατινικής Αµερικής από αγγλικές τράπεζες την περίοδο 1822 έως 1825 είχαν αντίστοιχη δοµή. Σε γενικές γραµµές, τα δάνεια προς την Ελλάδα είχαν καλύτερους όρους. Ενδεικτικά αναφέρουµε ότι όλα τα δάνεια (µε εξαίρεση το πρώτο δάνειο που έλαβε το Μεξικό) είχαν αρχικό επιτόκιο 6%, αντί του 5% που είχε η Ελλάδα και µεγάλες προµήθειες.
    Για παράδειγµα, για το πρώτο δάνειο αρχικής αξίας £3,2 εκατ. που έλαβε το Μεξικό από την τράπεζα B.A. Goldsmith & Co, το 1824, ίσχυαν τα εξής: Η τιµή για την αγορά ενός οµολόγου £100, ήταν £58. Το επιτόκιο ήταν 5%. Από την πώληση εισπράχθηκαν £1,85 εκατ. Από αυτά, όµως, αφαιρέθηκαν προµήθειες £750.000.  Ετσι το Μεξικό έλαβε εντέλει £1,1 εκατ. Η σύγκριση µε τους όρους του ελληνικού δανείου είναι καθαρή. Να υπενθυµίσουµε ότι µετά την Επανάσταση που ξεκίνησε το 1810, το Μεξικό ήταν ήδη από τις 24 Αυγούστου 1821, ανεξάρτητο κράτος.
    Το τελικό συµπέρασµα είναι ότι τα περίφηµα δάνεια της Αγγλίας δεν ήταν καθόλου ληστρικά και αυτοί που τα διαπραγµατεύθηκαν δεν ήταν ούτε προδότες ούτε ανόητοι, ενώ είχαν τη βοήθεια άξιων φιλελλήνων οικονοµικών συµβούλων. Μπορεί η µετέπειτα διαχείριση των δανεικών να µην ήταν η ενδεδειγµένη, και όπως φαίνεται, συνέβησαν διάφορα παρατράγουδα, όµως τα ίδια τα δάνεια είχαν συναφθεί µε πολύ λογικούς όρους, αν λάβουµε υπόψη όλες τις παραµέτρους. Το πρόβληµα µε τα δάνεια αυτά δεν ήταν λοιπόν οι όροι τους, αλλά η αδυναµία της χώρας µας πρώτα να τα αξιοποιήσει υπέρ του Αγώνα της και στη συνέχεια να τα εξυπηρετήσει µέσω χρηστής οικονοµικής διαχείρισης στα χρόνια που ακολούθησαν.
    Αξίζει, όµως, να σηµειώσουµε και µερικές άλλες παραµέτρους σχετικές µε τα δάνεια. Πέραν της οικονοµικής πτυχής, τα δάνεια αποτελούσαν τις ισχυρότερες πολιτικές πράξεις επίσηµης αναγνώρισης των Ελλήνων και της προοπτικής τους να συστήσουν στο µέλλον ανεξάρτητο κράτος. Η σύναψη των δανείων έγινε εφικτή όταν ανέλαβε υπουργός Εξωτερικών στο Ηνωµένο Βασίλειο ο µεγάλος Βρετανός πολιτικός και φιλέλλην Τζορτζ Κάνινγκ, ο οποίος άλλαξε δραστικά την πολιτική του προκατόχου του Κάσλρεϊ. Αναγνώρισε στην Ελλάδα καθεστώς εµπόλεµης χώρας και άναψε το πράσινο φως στο Σίτι του Λονδίνου για τη σύναψη των δανείων. Ακόµη, όµως, και εάν οι Ελληνες είχαν κάνει την καλύτερη δυνατή χρήση των δανείων, η Ιστορία απέδειξε ότι η απελευθέρωση της Ελλάδος χρειάστηκε τη Ναυµαχία στο Ναυαρίνο.
Η στήριξη των συµµάχων
    Παρ’ όλα αυτά, για να πεισθεί ο Ιµπραήµ να αποχωρήσει από την Ελλάδα, χρειάστηκαν άλλοι 10 µήνες και η παρουσία τακτικού στρατού 15.000 ανδρών υπό τον στρατηγό Μαιζών. Και παράλληλα, σκληρές διαπραγµατεύσεις µεταξύ του Κόδριγκτον και των Αιγυπτίων που κατέληξαν σε συµφωνία µόλις τον Ιούλιο του 1828. Έχει υπολογίσει ποτέ κανείς την αξία της στήριξης αυτής που έλαβε η Ελλάδα από τους συµµάχους της, µε πρώτο το Ηνωµένο Βασίλειο; Πόσα δάνεια ακόµη θα έπρεπε να λάβει η Ελλάδα και ποιο φόρο σε αίµα θα έπρεπε να καταβάλει µόνη της για να αποκτήσει την ελευθερία της;
    Εάν συνυπολογιστούν όλα αυτά, τότε καταλήγουµε στο συµπέρασµα ότι τα εν λόγω δάνεια ήταν σχεδόν χαριστικά και ότι η βοήθεια και η υποστήριξη που εντέλει έλαβε η Ελλάδα ήταν τότε, όπως είναι και σήµερα, πρωτοφανής στα διεθνή χρονικά. Τη βοήθεια αυτή την οφείλουµε στον φιλελληνισµό, στον θαυµασµό του δυτικού κόσµου προς τον ελληνικό πολιτισµό και την κληρονοµιά µας, την οποία ακτινοβολούν διαµέσου των αιώνων τα µάρµαρα της Ακρόπολης των Αθηνών.