Σε ένα έρημο τμήμα της διαδρομής 61 στην Πενσυλβανία άφησαν το σημάδι τους οι άνθρωποι μετά την αναγκαστική
εγκατάλειψη της ευρύτερης περιοχής.
Ο δρόμος που έχει μήκος περίπου 1,5
χιλιόμετρο και η περιοχή γύρω από αυτόν εγκαταλείφθηκαν στις αρχές της
δεκαετίας του 1990. Οι αρχές της πόλης αποφάσισαν να αντιμετωπίσουν το
πλεόνασμα των σκουπιδιών με το κάψιμό τους. Η διάσπαρτη βλάστηση ωστόσο στους
χώρους υγειονομικής ταφής έπληξε μια ζωντανή «φλέβα» άνθρακα που βρισκόταν στο
υπέδαφος της πόλης προκαλώντας πυρκαγιές που οδήγησαν στην ερήμωσή της.
Η φωτιά
εξαπλώθηκε αργά στα ορυχεία που βρίσκονταν κάτω από την πόλη και ήταν σχεδόν
αδύνατο να σταματήσει. Για αυτό, στα μέσα της δεκαετίας του ’80 η
κυβέρνηση αποφάσισε να μετεγκαταστήσει όσο το δυνατόν περισσότερους κατοίκους
δίνοντας την απαραίτητη χρηματοδότηση. Περισσότεροι από 1000 άνθρωποι
αποδέχτηκαν την προσφορά κι έτσι έγινε κατεδάφιση 500 κτιρίων.
Μια ακμάζουσα μικρή πόλη έγινε γρήγορα μια πόλη-φάντασμα. Μετά την
εγκατάλειψή της, ορισμένοι από τους πρώην κατοίκους της συνήθιζαν να περπατούν
τριγύρω διασχίζοντας τον εγκαταλελειμμένο δρόμο, ώσπου κάποιος αποφάσισε να
αφήσει το… στίγμα του ζωγραφίζοντας τον δρόμο με γκράφιτι.
Η «φλεγόμενη» πόλη-φάντασμα ήρθε ξανά στο προσκήνιο μετά την
κυκλοφορία της ταινίας «Silent Hill» το 2006. Η δημοτικότητα της ταινίας έφερε περισσότερο κόσμο στο
εγκαταλελειμμένο τμήμα της διαδρομής 61 με αποτέλεσμα να αυξηθούν σημαντικά και τα
γκράφιτι που κοσμούσαν την άσφαλτο. Μέχρι το 2010 το
μεγαλύτερο μέρος της διαδρομής ήταν καλυμμένο με γκράφιτι και για αυτό
μετονομάστηκε σε «δρόμο των γκράφιτι«.