H μάχη
του Ρόσμπαχ αποτελεί ένα τακτικό αριστούργημα του Μεγάλου Φρειδερίκου και την κλασσικότερη εφαρμογή του ελιγμού
επί εσωτερικών γραμμών. Αν και οι πρωσικές δυνάμεις υστερούσαν δραματικά των
αντιπάλων, επέτυχαν μια συντριπτική νίκη, σε πείσμα της λογικής των αριθμών.
Ο Επταετής
Πόλεμος (1756-63) θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως η συνέχεια
του Πολέμου της Αυστριακής Διαδοχής
(1740-48). Σε αυτόν συμμετείχαν όλες οι μεγάλες
ευρωπαϊκές δυνάμεις και οι συγκρούσεις επεκτάθηκαν, πέρα από τη Γηραιά Ήπειρο,
στην Αμερική και στην Ινδία. Η βασική αιτία
έκρηξης του πολέμου πάντως δεν ήταν άλλη από την πρόθεση της Αυστρίας να
ανακαταλάβει την πλούσια επαρχία της Σιλεσίας που έχασε κατά τον προηγούμενο
πόλεμο.
Μαζί με την Αυστρία τάχθηκαν, συν τω χρόνω,
η Ρωσία, η Γαλλία, τα περισσότερα μικρά γερμανικά κράτη και η Σουηδία. Η
Πρωσία, με μοναδικούς συμμάχους τη Βρετανία και τα γερμανικά κρατίδια του
Ανόβερου, του Μπράουνσβαϊγκ και της Έσσης Κάσελ, σήκωσε το βάρος του αγώνα στο
ευρωπαϊκό θέατρο επιχειρήσεων κατά των αντιπάλων στρατιών.
Ο πόλεμος ξέσπασε το 1756. Μετά από μια σειρά ελιγμών και μαχών, τον Δεκέμβριο του 1757, μια μικρή πρωσική στρατιά υπό τον Φρειδερίκο Β΄ τον Μεγάλο, βρέθηκε αντιμέτωπη με τουλάχιστον διπλάσια
στρατιών Γάλλων και Γερμανών στο Ρόσμπαχ.
Οι αντίπαλες δυνάμεις
Στη μάχη του Ρόσμπαχ έλαβαν μέρος, από την
πρωσική πλευρά, 27 τάγματα πεζικού, με 16.600 άνδρες, 45 ίλες ιππικού με 5.400
άνδρες και 500 περίπου πυροβολητές, συνολικά
δηλαδή 22.500 άνδρες. Τη διοίκηση ασκούσε ο ίδιος ο Φρειδερίκος με δεύτερο τη τάξει τον ιρλανδικής καταγωγής στρατηγό Κέιθ.
Το ιππικό, συγκροτημένο
σε δύο ταξιαρχίες, διοικούσε ο περίφημος υποστράτηγος, τότε, Φρίντριχ Βίλελμ φον Ζέιντλιτς, ο καλύτερος διοικητής ιππικού της εποχής, ο
οποίος διοικούσε άμεσα και την πρώτη ταξιαρχία ιππικού. Την ταξιαρχία αυτή
αποτελούσαν το 7ο Σύνταγμα Θωρακοφόρων (ΣΘ) με πέντε ίλες, το 3ο ΣΘ, επίσης με
5 ίλες και το 4ο Σύνταγμα Δραγώνων (ΣΔ), επίσης με πέντε ίλες.
Η δεύτερη ταξιαρχία, υπό
τον υποστράτηγο βαρόνο φον
Σνέναϊχ,
παρέτασσε το περίφημο 13ο ΣΘ της Φρουράς, με τρεις ίλες, το 10ο ΣΘ των Gen
d΄Αrms, με πέντε ίλες , το 8ο ΣΘ, με πέντε ίλες και το 3ο ΣΔ, επίσης με πέντε
ίλες. Εφεδρεία αποτελούσαν οι 12 ίλες ουσάρων του 1ου και 7ου Συντάγματος
Ουσάρων (ΣΟ).
Το πεζικό ήταν οργανωμένο
σε τρεις μεραρχίες. Οι δύο πρώτες τέθηκαν υπό τη διοίκηση του φον Ντεσσάου. Η πρώτη, διοικούμενη από τον φον Μπράουνσβαϊγκ, διέθετε
δύο ταξιαρχίες, εννέα συνολικά τάγματα, ενω των οποίων τα πέντε επίλεκτα.
Η δεύτερη μεραρχία υπό
τον αντιστράτηγο πρίγκιπα
Χάινριχ, αδελφό
του βασιλιά Φρειδερίκου και άριστου στρατιώτη – ίσως
καλύτερου του Φρειδερίκου –
διέθετε επίσης δύο ταξιαρχίες, με 11 τάγματα, τα τρία εξ αυτών επίλεκτα και
άλλα δύο του 13ου Συντάγματος Πεζικού (Σύνταγμα του Κεραυνού και της Αστραπής).
Η τρίτη μεραρχία υπό τον
αντιστράτηγο φον
Φορκάντε
παρέτασσε έξι τάγματα, τα δύο επίλεκτα. Επίσης στην άμεση διάθεση του
Φρειδερίκου βρισκόταν το τάγμα ελαφρού πεζικού Μάιρ. Πέραν των πυροβόλων
υποστήριξης η δύναμη του Φρειδερίκου διέθετε 25 πεδινά πυροβόλα των 12 pdr.
Ο Πρωσικός Στρατός θεωρείτο και ήταν ο
καλύτερος της Ευρώπης, εκείνη την εποχή, με την Πρωσία να χαρακτηρίζεται, όχι
άδικα, ως η νέα Σπάρτη. Το πεζικό ήταν άριστα εκπαιδευμένο και μπορούσε να
βάλλει με ρυθμό διπλάσιο όλων των άλλων ευρωπαϊκών στρατών της εποχής. Το δε
ιππικό ήταν εκπαιδευμένο να εξαπολύει συγκροτημένες επελάσεις αδιαφορώντας για
τα εχθρικά πυρά, με σκοπό την πρόκληση ψυχολογικού αποτελέσματος στον αντίπαλο,
ώστε να τον διασπάσει και να τον κατακόψει.
Από την άλλη πλευρά η
συμμαχική στρατιά ήταν μια μικτή δύναμη με την ποιότητα των μονάδων της να
κυμαίνεται από εξαιρετική έως αβυσσαλέα. Η συμμαχική στρατιά ήταν διαρθρωμένη
σε πέντε σώματα.
Το πρώτο αποτελείτο από
μια ταξιαρχία Αυστριακών θωρακοφόρων, με επτά ίλες, μια γερμανική αυτοκρατορική
(του Ράιχ) ταξιαρχία ιππικού, υπό τον πρίγκιπα φον Χοεντσόλερν, με δύο ΣΘ (επτά ίλες) και ένα ΣΔ (δύο ίλες). Το πρώτο σώμα
διέθετε ακόμα δύο γαλλικές μεραρχίες πεζικού, έκαστη με δύο ταξιαρχίες και οκτώ
συνολικά τάγματα και μια γαλλική μεραρχία ιππικού, με δύο ταξιαρχίες, έκαστη με
τρία συντάγματα των δύο ιλών. Επίσης το σώμα διέθετε 33 πυροβόλα.
Το δεύτερο σώμα διέθετε
επίσης μια αυστριακή ταξιαρχία θωρακοφόρων (επτά ίλες), μια αυτοκρατορική
ταξιαρχία ιππικού (ένα ΣΘ, ένα ΣΔ, με συνολικά 10 ίλες) και δύο γαλλικές μεραρχίες πεζικού, έκαστη
των δύο ταξιαρχιών με οκτώ τάγματα ανά μεραρχία. Η δεύτερη από τις μεραρχίες
αυτές, υπό τον Ελβετό φον Μπάουερ, παρέτασσε οκτώ επίλεκτα τάγματα Ελβετών.
Το τρίτο σώμα υπό τον αντιστράτηγο
ντε Μπρολί παρέτασσε δύο ταξιαρχίες ιππικού με 10,
συνολικά ίλες και δύο ταξιαρχίες πεζικού με οκτώ συνολικά τάγματα.
Το τέταρτο σώμα, υπό τον
πρίγκιπα της Έσσης Ντάρμστατ παρέτασσε 11 τάγματα αυτοκρατορικού πεζικού
με 12 πυροβόλα. Από τα τάγματα αυτά τα τρία, δύο από Βύρτσμπουργκ και ένα από
την Έσση Ντάρμστατ ήταν καλά εκπαιδευμένα. Τα υπόλοιπα τέσσερα θεωρούντο
μέτριας ποιότητας και τα λοιπά τέσσερα ως μη έχοντα καμία μαχητική αξία.
Το πέμπτο σώμα, υπό τον
αντιστράτηγο κόμη του
Σεντ Ζερμαίν
παρέτασσε 16 γαλλικές και τρεις αυστριακές ίλες ιππικού, οκτώ γαλλικά τάγματα
πεζικού και δύο αυστριακά συντάγματα ελαφρού πεζικού.
Ελιγμοί
Ο Γάλλος στρατάρχης
πρίγκιπας Σουμπίς είχε προωθηθεί βορειοανατολικά στην
Σαξωνία, φτάνοντας στον ποταμό Ζάαλε, καλύπτοντας τη δυτική όχθη και
καταλαμβάνοντας τις μικρές πόλεις Βάισενφελς και Μέρζεμπουργκ όπου και υπήρχαν
γέφυρες και ελεγχόταν το πέρασμα του ποταμού και την πόλη Χάλη, βορειότερα,
όπου επίσης υπήρχε γέφυρα. Ο Σουμπίς είχε αναλάβει ο ίδιος τη φύλαξη της γέφυρας
στο Μέρζεμπούργκ, αναθέτοντας στον Μπρολί την
φύλαξη της γέφυρας στη Χάλη και στον Χιλντμπουργκχάουζεν την
άμυνα του Βάισενφελς.
Ο Φρειδερίκος
αποφάσισε να δοκιμάσει να περάσει τον ποταμό σε δύο σημεία. Ο ίδιος με τον όγκο
των δυνάμεών του θα επιχειρούσε κατά των Αυτοκρατορικών στο Βάισεφελς, ενώ ο Κέιθ θα προσπαθούσε να περάσει στο Μέρζενμπουργκ.
Στις 31 Οκτωβρίου ο Φρειδερίκος έφτασε στο Βάισενφελς και με το πρώτο φως διέταξε τους
γρεναδιέρους του και τους ελαφρούς πεζούς του Τάγματος Μάιρ, να επιτεθούν κατά
της πόλης την οποία φρουρούσαν 4.000 Αυτοκρατορικοί και περίπου 1.500 Γάλλοι
στρατιώτες. Η δύναμη αυτή ήταν αρκετή να κρατήσει την οχυρωμένη πόλη για
ορισμένο χρόνο, τουλάχιστον.
Ωστόσο αιφνιδιασμένοι από την πρωσική επίθεση
τράπηκαν σε φυγή, προλαβαίνοντας, πάντως, να καταστρέψουν τη γέφυρα επί του
ποταμού Ζάαλε. Οι περισσότεροι της φρουράς ξέφυγαν, εκτός από περίπου 300
άνδρες που αιχμαλωτίσθηκαν.
Ο Φρειδερίκος εισήλθε
στην πόλη και έφτασε στην κατεστραμμένη γέφυρα. Απέναντι είχε ταχθεί μια
γαλλική πυροβολαρχία. Ο επικεφαλής της πυροβολαρχίας ζήτησε, τότε, άδεια από
τον τοπικό διοικητή δούκα ντε
Κριγιώ, να βάλλει κατά του
Πρώσου βασιλιά και της συνοδείας του. Ο ευγενής ντε Κριγιώ όμως
απάντησε πως είναι ανεπίτρεπτο να πυροβολείται
το σεπτό πρόσωπο ενός βασιλιά. Σύντομα θα μετάνιωνε πικρά για την
υπερβολική του ευγένεια.
Βορειότερα, το Μέζενμπουργκ, οι σύμμαχοι
είχαν επίσης καταστρέψει τη γέφυρα ενώπιον της δύναμης του Κέιθ και είχαν υποχωρήσει. Σε αμφότερα τα σημεία, Φρειδερίκος και Κέιθ άρχισαν να αναζητούν πέρασμα στον φουσκωμένο
από τις φθινοπωρινές βροχές, ποταμό.
Αυτό έγινε κατορθωτό μόλις στις 3 Νοεμβρίου, οπότε οι πρωσικές δυνάμεις πέρασαν τον
ποταμό, οι υπό τον Φρειδερίκο μέσω ενός πόρου που ανακάλυψαν, οι υπό τον Κέιθ μέσω πλωτής γέφυρας που κατασκεύασαν. Αργά το απόγευμα της 3ης Νοεμβρίου οι δύο πρωσικές δυνάμεις ενώθηκαν και
αναπτύχθηκαν μεταξύ των χωριών Μπέντρα και Ρόσμπαχ, την επομένη.
Ο Φρειδερίκος,
εκμεταλλευόμενος την πανσέληνο, κινήθηκε μπροστά να αναγνωρίσει τις εχθρικές
θέσεις, καθώς και η συμμαχική στρατιά, υποχωρώντας από τη δυτική όχθη του
Ζάαλε, είχε αναπτυχθεί στα υψώματα Σορτάου, σε μια κατάλληλη για άμυνα θέση.
Ο Πρώσος βασιλιάς είχε πληροφορίες πως η
συμμαχική στρατιά είχε δύναμη 60.000 ανδρών. Ίσως η πληροφορία αυτή να
διοχετεύτηκε εσκεμμένα από τους αντιπάλους του. Ωστόσο, καθώς, λόγω της νύκτας,
δεν μπορούσε να εξακριβώσει την πραγματικότητα, ο Φρειδερίκος αποφάσισε να περιμένει το ξημέρωμα πριν αναλάβει δράση.
Κεραυνοί και αστραπές στο πεδίο της δόξας
Καθώς ξημέρωνε η 5η Νοεμβρίου, ένα παγωμένο, αλλά ολόφωτο Σάββατο το
ελαφρύ τάγμα Μάιρ, που είχε αναπτύξει ανιχνευτικά αποσπάσματα κατά μήκος της
πρωσικής τοποθεσίας, ανέφερε ότι μια ισχυρή εχθρική δύναμη, υπολογιζόμενη σε
οκτώ τάγματα και αρκετές ίλες, είχε αναπτυχθεί απέναντί τους με επιθετική
διάταξη. Το σώμα αυτό, υπό τον Σεντ
Ζερμαίν, όμως,
δεν σκόπευε να επιτεθεί.
Το προηγούμενο βράδυ οι σύμμαχοι διοικητές,
έχοντας εκλάβει τον δισταγμό του Φρειδερίκου να
επιτεθεί άμεσα εναντίον τους στα υψώματα Σόρταου, ως ένδειξη αδυναμίας,
αποφάσισαν, με εισήγηση του Χιλντμπουργκχάουζεν, να εκτελέσουν έναν ευρύ υπερκερωτικό
ελιγμό, κινούμενοι κατά του πρωσικού αριστερού πλευρού, με σκοπό την
περικύκλωση της πρωσικής στρατιάς και, ει δυνατόν, την ανάκτηση της γραμμής του
ποταμού Ζάαλε. Κάτι τέτοιο θα είχε ως συνέπεια την παγίδευση και καταστροφή της
μικρής στρατιάς του Φρειδερίκου.
Το
σχέδιο θα μπορούσε να είναι εξαιρετικό αν ελάμβανε υπόψη του βασικές
παραμέτρους όπως την ποιότητα των συμμαχικών δυνάμεων, την αντίστοιχη ποιότητα
των πρωσικών δυνάμεων και κυρίως την ικανότητα του Φρειδερίκου να αντιδράσει.
Υπήρχε μόνο ένας τρόπος να επιτύχει, η
ταχύτητα. Μόνο αν η συμμαχική στρατιά κινείτο ταχύτατα θα μπορούσε
το σχέδιο να επιτύχει. Διαφορετικά οι Πρώσοι που κατείχαν υψηλότερο έδαφος θα
είχαν πλήρη θέα των κινήσεών τους και θα μπορούσαν να τους πλήξουν.
Η ταχύτητα όμως ήταν ένα χαρακτηριστικό που
η συμμαχική στρατιά δεν διέθετε. Φορτωμένη με άχρηστες αποσκευές, με άνδρες όχι
καλά εκπαιδευμένους και κατά συνέπεια μη ικανούς να εκτελέσουν σύντονη πορεία
με πλήρη φόρτο, ο ελιγμός ήταν καταδικασμένος εκ των προτέρων.
Ωστόσο η ελπίδα πεθαίνει τελευταία και έτσι
η συμμαχική διοίκηση έλαβε τη μοιραία απόφαση. Στις 08.00 ο Φρειδερίκος, έχοντας ενημερωθεί ότι κάτι συμβαίνει στο
αντίπαλο στρατόπεδο από τους ακροβολιστές του, έσπευσε στη γραμμή των
προφυλακών για να δει μόνος του περί τίνος πρόκειται.
Ο Φρειδερίκος κατάλαβε ότι η δύναμη του Σεντ Ζερμαίν είχε σκοπό μόνο την επίδειξη και δεν είχε σκοπό να
επιτεθεί, επέστρεψε στο πανδοχείο που είχε εγκαταστήσει το
στρατηγείο του, ήσυχος.
Γύρω στο μεσημέρι ο συμμαχικός στρατός
ξεκίνησε, επιτέλους, για την εκτέλεση του υπερκερωτικού ελιγμού, κινούμενος σε
παράλληλες φάλαγγες πορείας, με προπομπό το αυστριακό και το αυτοκρατορικό
ιππικό, χωρίς όμως να αποστείλει ανιχνευτικά τμήματα εμπρός. Ένας αξιωματικός
του Αυτοκρατορικού Στρατού σχολίασε δικαίως το σχέδιο λέγοντας: «Κανείς στρατηγός
δεν θα επέτρεπε στον εαυτό του να υποστεί υπερκέραση έχοντας τα μάτια του
ανοιχτά και ο βασιλιάς της Πρωσίας είναι ένας από αυτούς που εξαιρετικά δύσκολα
μπορεί να αιφνιδιαστεί».
Η συμμαχική στρατιά στράφηκε αρχικά προς τα
νοτιοδυτικά, προσποιούμενη ότι υποχωρεί. Σύντομα όμως άλλαξε κατεύθυνση και
στράφηκε προς τα βορειοανατολικά. Ένας Πρώσος λοχαγός, ο Φρίντριχ Βίλελμ Γκάουντι, ο οποίος παρατηρούσε τις αντίπαλες κινήσεις
αντελήφθη την κίνηση της συμμαχικής στρατιάς και έσπευσε να ενημερώσει τον Φρειδερίκο, ο οποίος εκείνη την ώρα γευμάτιζε με τους στρατηγούς του. Η ώρα
ήταν 14.00 όταν ο Γκάουντι εισέβαλε, κυριολεκτικά, στην αίθουσα όπου γευμάτιζε
ο Φρειδερίκος, αγνοώντας κάθε κανόνα καλής συμπεριφοράς.
Ο Φρειδερίκος,
ενοχλημένος από την εισβολή ζήτησε να μάθει προς τι η τόση βία. Όταν άκουσε την
αναφορά του λοχαγού έσπευσε να δει ο ίδιος τι συμβαίνει. Πεπεισμένος, πλέον,
για την πληροφορία, έδωσε αμέσως διαταγή στους άνδρες του να ετοιμαστούν. Την
ίδια ώρα ο Φρειδερίκος κάλεσε τους στρατηγούς του και κατάρτισε τα
σχέδιά του. Με την ταχεία του αντίληψη ο Φρειδερίκος είχε ήδη
συλλάβει το σχέδιο μάχης και καταστροφής του αντιπάλου στρατού.
Πίσω από το χωριό Ρόσμπαχ εκτεινόταν ο
λόφος Γιάνους. Ο Φρειδερίκος αποφάσισε να τον εκμεταλλευτεί, εκτελώντας
έναν ακόμα ελιγμό επί εσωτερικών γραμμών, σε τακτική αυτή τη φορά κλίμακα. Έτσι
διέταξε το ιππικό του, υπό τον Ζέιντλιτς, να κινηθεί βόρεια του λόφου αυτού, ο οποίος
θα του επέτρεπε να κινηθεί αθέατο από τον εχθρό και να αναπτυχθεί ενώπιον του
μετώπου των αντιπάλων φαλαγγών πορείας.
Το πεζικό και το πυροβολικό θα ακολουθούσαν
την ίδια διαδρομή, παράλληλα ως προς το ιππικό, αλλά την κατάλληλη στιγμή θα
αναπτυσσόταν για μάχη επί της κορυφογραμμής του λόφου, με σκοπό το μεν πεζικό
να επιπέσει στο πλευρό των αντιπάλων φαλαγγών, το δε πυροβολικό, έχοντας ευρύ
πεδίο βολής, θα προκαλέσει τις μεγαλύτερες δυνατές απώλειες και σύγχυση στον
εχθρό.
Πίσω του άφησε μόνο το Τάγμα Μάιρ και
μερικούς ουσάρους, για παραπλάνηση του Σεντ Ζερμαίν. Ο Ζέιντλιτς ανέβηκε στο άλογό του και στρεφόμενος προς τους αξιωματικούς του
τους είπε: «Κύριοι, εγώ υπακούω στον βασιλιά και εσείς σε εμένα. Ακολουθήστε με». Λέγοντας αυτά κάλπασε μπροστά
ακολουθούμενος από τους τα συντάγματά του, με συνολικά 38 ίλες, 23 θωρακοφόρων,
10 δραγώνων και πέντε ουσάρων.
Στο μεταξύ η συμμαχική στρατιά συνέχισε την
κίνησή της. Ως εμπροσθοφυλακή κινούνταν 14 αυστριακές και εννέα αυτοκρατορικές
ίλες. Η μάζα αυτή ιππικού κινείτο σε απόσταση περίπου 1.500 μ. εμπρός από τις
συμμαχικές φάλαγγες. Ξαφνικά όμως ακούστηκε η βροντή του πυροβόλου.
Τα 18 πυροβόλα του συνταγματάρχη Μόλερ, έχοντας λάβει σαφείς διαταγές από τον ίδιο τον Φρειδερίκο, είχαν αναπτυχθεί στην κορυφή του λόφου Γιάνους και είχαν αρχίσει
ταχύ πυρ κατά των πυκνών συμμαχικών φαλαγγών, προκαλώντας ένας λίαν δυσάρεστο
αιφνιδιασμό σε διοίκηση και άνδρες.
Η ώρα πλησίαζε 15.15 όταν εκτοξεύτηκαν τα πρώτα πυρά που
σηματοδότησαν την έναρξη της μάχης του Ρόσμπαχ.
Τα πυρά του πυροβολικού ήταν και το σύνθημα για τον Ζέιντλιτς να στρέψει τις ίλες του δεξιά και να κινηθεί κατά της συμμαχικής
εμπροσθοφυλακής, όπως είχε σχεδιαστεί.
Ο Ζέιντλιτς ανέπτυξε
το ιππικό του στην περιοχή μεταξύ των παρυφών του λόφου Γιάνους και του χωριού
Ράιχαρντβερμπεν. Ενώπιόν του βρισκόταν η εχθρική εμπροσθοφυλακή σε απόσταση
περίπου 750 μ. Με ψυχραιμία ο Ζέιντλιτς αναδιοργάνωσε τις δυνάμεις του και τις
ανέπτυξε για μάχη, σε δύο γραμμές, με 20 ίλες στην πρώτη και 18 στη δεύτερη.
Όταν όλα ήταν έτοιμα διέταξε «Εμπρός» και
τάχθηκε ο ίδιος επικεφαλής με την σπάθη στο χέρι.
Η πρωσική επέλαση εξαπολύθηκε με τάξη, αλλά
και ορμή. Πρώτες δέχτηκαν το βάρος της πρωσικής εφόδου οι Αυστριακοί ιππείς, οι
οποίοι, για κάποια λεπτά, κατάφεραν να αντέξουν. Αμέσως έσπευσαν σε βοήθειά
τους οι εννέα αυτοκρατορικές ίλες και δύο ίλες Αυστριακών ουσάρων, ενώ ο Σουμπίς διέταξε και το γαλλικό ιππικό να σπεύσει σε ενίσχυσή τους. Παρά
την ενίσχυσή τους όμως με 24 γαλλικές ίλες, οι εξαίρετοι Πρώσοι ιππείς, άριστα
καθοδηγούμενοι από τον ίδιο τον φον
Ζέιντλιτς,
κατάφεραν να διασπάσουν τις γραμμές του εχθρικού ιππικού.
Ο Σουμπίς
προσπάθησε να ανατρέψει την κατάσταση και τασσόμενος προσωπικά επικεφαλής 16
γαλλικών ιλών, εφόρμησε κατά των Πρώσων. Εναντίον του όμως ο Ζέιντλιτς έριξε τις 18 ίλες της δεύτερης γραμμής του, τσακίζοντας το
γαλλικό ιππικό.
Ύστερα από σκληρή ιππομαχία που διήρκεσε
για περίπου 30 λεπτά, το συμμαχικό ιππικό είχε διασπαστεί με τα συντάγματά του
να έχουν χάσει κάθε οργανικό δεσμό και να έχουν μετατραπεί σε μια αδύνατο να
διοικηθεί μάζα ανδρών, οι οποίοι, βλέποντας παντού τους ακαταπόνητους Πρώσους ιππείς
σκέπτονταν μόνο το πώς θα γλυτώσουν τη ζωή τους.
Αν και ο Σουμπίς
προσπάθησε να τους αναδιοργανώσει, μεταξύ των χωριών Ράιχαρντβερμπεν και
Τάγκεβερμπεν, μια νέα επέλαση το διασκόρπισε οριστικά, τρέποντάς το σε άτακτη
φυγή.
Ο Ζέιντλιτς, ως
άριστος διοικητής, δεν επέτρεψε στους ιππείς του να καταδιώξουν τους φεύγοντες
αντιπάλους τους, αλλά αναδιοργάνωσε τις ίλες του τις ανέπτυξε νοτιοδυτικά του
χωριού Τάγκεβερμπεν, αναμένοντας να υποστηρίξει το φίλιο πεζικό το οποίο
κινούμενο κλιμακωτά αριστερά, είχε κατέβει από τον λόφο Γιάνους και είχε
σχηματίσει μέτωπο δυτικά του χωριού Ράιχαρντβερμπεν.
Το ιππικό τάχθηκε αριστερά του πεζικού
καλύπτοντάς το, ενώ τα πυροβόλα του Μόλερ επίσης
ανατάχθηκαν σε ένα μικρό ύψωμα, στις παρυφές του χωριού, από όπου μπορούσαν να
βάλλουν υπεράνω των γραμμών του φίλιου πεζικού.
Βλέποντας την εξέλιξη ο Χιλντμπουργκχάουζεν στράφηκε προς τον Σουμπίς και του είπε, έντρομος : «Χαθήκαμε». Ο Γάλλος αρκέστηκε να απαντήσει: «Κουράγιο». Την ίδια ώρα ο Σουμπίς διέταξε τα οκτώ τάγματα των συνταγμάτων Πιεμόντ και Μαϊγί να αναπτυχθούν απέναντι στα πρωσικά τάγματα.
Παράλληλα διέταξε και άλλα του τάγματα να αναπτυχθούν από τον σχηματισμό
πορείας σε σχηματισμό μάχης.
Με τις σημαίες να κυματίζουν και τα τύμπανα
να ηχούν τα γαλλικά τάγματα βρέθηκαν απέναντι σε επτά πρωσικά τάγματα των
μεραρχιών του αντιστράτηγου Φορκάντε και του πρίγκιπα Χάινριχ. Οι αντίπαλες δυνάμεις
βρέθηκαν σε απόσταση μικρότερη των 30 μ.
Με απίστευτη ψυχραιμία το πρωσικό πεζικό
άρχισε να βάλλει με τον γνωστό του καταιγιστικό ρυθμό. Το γαλλικό πεζικό, με
θάρρος, προσπάθησε να αντέξει στον κατακλυσμό της φωτιάς και για μερικά λεπτά
κατόρθωσε να ανταποδώσει τα πυρά, με σαφώς χαμηλότερο ρυθμό.
Σταδιακά όμως μεγάλα κενά άρχισαν να
εμφανίζονται στις τάξεις των γαλλικών ταγμάτων, καθώς οι Πρώσοι γέμιζαν και
έβαλλαν συνεχώς ανά διμοιρίες, διατηρώντας έναν συνεχόμενο ρυθμό πυρών. Σε λίγα
λεπτά το γαλλικό πεζικό κλονίστηκε και άρχισε να αποσυντίθεται.
Ήταν η ώρα του Ζέιντλιτς. Το πρωσικό ιππικό, κινούμενο με απόλυτη τάξη, ως ζωντανό τείχος
ανδρών και αλόγων, διέλυσε με ευκολία κάποιες συμμαχικές ίλες που είχαν
απομείνει και επέπεσε στο πλευρό του συμμαχικού πεζικού. Την πρώτη κρούση
δέχτηκε το αυτοκρατορικό πεζικό το οποίο σαρώθηκε, κυριολεκτικά.
Όσοι άνδρες διασώθηκαν πέταξαν τα όπλα και
τράπηκαν, πανικόβλητοι σε φυγή. Η συντριβή του αυτοκρατορικού πεζικού προκάλεσε
και την κατάρρευση του γαλλικού πεζικού που ακόμα πολεμούσε. Σε λίγο το σύνολο
του συμμαχικού στρατού είχε τραπεί σε επαίσχυντη φυγή, αφήνοντας πίσω του
χιλιάδες νεκρούς, τραυματίες και αιχμαλώτους.
Ο Ζέιντλιτς
επιχείρησε να καταδιώξει τους φεύγοντες εχθρούς. Ωστόσο βρέθηκε ενώπιον των
γενναίων Ελβετών, τα τάγματα των οποίων σχημάτισαν τετράγωνα και αντιμετώπισαν
τους Πρώσους ιππείς με θάρρος. Χάρη στην
αντίσταση των Ελβετών η πλήρης καταστροφή του συμμαχικού στρατού απεφεύχθη.
Ο Φρειδερίκος
βλέποντας τον ηρωισμό των Ελβετών ρώτησε τους επιτελείς του: «Ποιο είναι αυτό
το κόκκινο τείχος που τα πυροβόλα μου δεν μπορούν να γκρεμίσουν;». Όταν πληροφορήθηκε ότι ήταν Ελβετοί – οι
οποίοι αντίθετα με το λευκοντυμένο γαλλικό πεζικό, φορούσαν κόκκινα χιτώνια- έβγαλε το καπέλο του σε ένδειξη χαιρετισμού
της γενναιότητάς τους.
Ο ηρωισμός των Ελβετών πάντως έσωσε μόνο
την τιμή της συμμαχικής στρατιάς. Στις 17.00 όλα είχαν τελειώσει και στο πεδίο,
μαζί με την επερχόμενη νύκτα, επικράτησε μια παγερή ησυχία, μετά την
ανθρωποσφαγή.
Η μάχη έληξε με τα πρωσικά όπλα να έχουν
επιτύχει έναν θρίαμβο και μάλιστα έναν θρίαμβο φτηνό σε αίμα. Η μικρή στρατιά
του Φρειδερίκου θρηνούσε μόλις 169 νεκρούς και 379 τραυματίες.
Στην άλλη πλευρά οι
νεκροί και οι τραυματίες ξεπέρασαν τους 3.000, ενώ 5.000 ακόμα άνδρες του
συμμαχικού στρατού αιχμαλωτίσθηκαν.
Ωστόσο η κατάσταση ήταν ακόμα χειρότερη
καθώς χιλιάδες άνδρες, από τους επιζώντες που είχαν τραπεί σε φυγή, ειδικά
αυτοί του Αυτοκρατορικού Στρατού, λιποτάκτησαν. Χρειάστηκε σχεδόν ένας χρόνος
για να μπορέσει ο στρατός αυτός να αναδιοργανωθεί.
Οι δυνάμεις του Σουμπίς υποχώρησαν ραγδαία, υπό διάλυση, με
τον επικεφαλής τους να προηγείται της υποχώρησης, κατά πολλά
χιλιόμετρα, των ανδρών του, αφήνοντας πίσω του πινακίδες για το που η στρατιά
θα έπρεπε να ξανασυγκεντρωθεί.
Το βράδυ μετά τη μάχη ο Φρειδερίκος κατευθύνθηκε σε ένα γειτονικό παλιό πύργο για να διανυκτερεύσει.
Όταν έφτασε εκεί όμως βρήκε το πύργο γεμάτο Γάλλους τραυματίες. Προκειμένου να μη διαταράξει τους αντιπάλους
τραυματίες πήγε και κοιμήθηκε στο μικρό σπιτάκι ενός υπηρέτη του άρχοντα του
πύργου.