Η Θεσσαλονίκη
στον Βυζαντινό μεσαίωνα υπήρξε η δεύτερη μεγαλύτερη πόλη της Αυτοκρατορίας και
ένα σπουδαίο πολιτιστικό, θρησκευτικό και εμπορικό κέντρο. Στα χρόνια της
παρακμής της αυτοκρατορίας η Θεσσαλονίκη
εκτέθηκε στις επιδρομές Σλαβικών φύλων και πειρατών, ενώ τελικά κατακτήθηκε από
τους Φράγκους Σταυροφόρους μετά την πρώτη άλωση της Κωνσταντινούπολης το 1204. Η κατοχή αυτή υπήρξε προσωρινή, η πόλη ανακτήθηκε από τον
δεσπότη της Ηπείρου Θεόδωρο Κομνηνό το 1224 μ. Χ. αργότερα πέρασε στην κατοχή του Ιωάννη
Βατάτζη Αυτοκράτορα της Νίκαιας και τελικώς το 1261 προσαρτήθηκε στο νέο βυζαντινό κράτος που αναδύθηκε από τις
στάχτες του. Η τύχη της Θεσσαλονίκης
στα επόμενα χρόνια γνώριζε συνεχείς εναλλαγές και μεταπτώσεις καθώς στην κατοχή
της εναλλάσσονταν Βυζαντινοί, Οθωμανοί και Βενετοί.
Το 1423, οι Βυζαντινοί πούλησαν την πόλη στην Γαληνοτάτη Δημοκρατία της Βενετίας, που ανέλαβε το βάρος της υπεράσπισης της
Τον Μάρτιο του 1430 η Βενετική Γερουσία για να εξασφαλίσει την απερίσπαστη κατοχή της Θεσσαλονίκης είναι έτοιμη να δεχθεί την εγκατάσταση ενός καδή μέσα στην πόλη και να παραχωρήσει στους Τούρκους το κάστρο του Χορτιάτη. Την ίδια περίοδο ο Μουράτ Β' ήταν αποφασισμένος να ξεκαθαρίσει την κατάσταση και βαδίζει κατά της Θεσσαλονίκης. Η πληροφορία αφού διασταυρώνεται λαμβάνουν αμυντικές πρωτοβουλίες οι Βενετοί. Στις 17 Μαρτίου φτάνει στο λιμάνι ο υποναύαρχος Antonio Diedo με τρεις γαλέρες. Ο αμυντικός στρατός είναι λίγος: σε κάθε δυο ή τρεις επάλξεις είναι ένας στρατιώτης, ενώ ο οπλισμός είναι ανεπαρκής και ακατάλληλος.
Το 1423, οι Βυζαντινοί πούλησαν την πόλη στην Γαληνοτάτη Δημοκρατία της Βενετίας, που ανέλαβε το βάρος της υπεράσπισης της
Τον Μάρτιο του 1430 η Βενετική Γερουσία για να εξασφαλίσει την απερίσπαστη κατοχή της Θεσσαλονίκης είναι έτοιμη να δεχθεί την εγκατάσταση ενός καδή μέσα στην πόλη και να παραχωρήσει στους Τούρκους το κάστρο του Χορτιάτη. Την ίδια περίοδο ο Μουράτ Β' ήταν αποφασισμένος να ξεκαθαρίσει την κατάσταση και βαδίζει κατά της Θεσσαλονίκης. Η πληροφορία αφού διασταυρώνεται λαμβάνουν αμυντικές πρωτοβουλίες οι Βενετοί. Στις 17 Μαρτίου φτάνει στο λιμάνι ο υποναύαρχος Antonio Diedo με τρεις γαλέρες. Ο αμυντικός στρατός είναι λίγος: σε κάθε δυο ή τρεις επάλξεις είναι ένας στρατιώτης, ενώ ο οπλισμός είναι ανεπαρκής και ακατάλληλος.
Τον Μάρτιο του 1430 ο Μουράτ ο Β΄ αποφάσισε να καταλάβει την πόλη
που βρισκόταν υπό την κατοχή των Βενετών και να την προσαρτήσει στις περιοχές
που ήλεγχε. Έτσι εμφανίστηκε μπροστά στα τείχη της πόλης με όλο του τον στρατό
και ξεκίνησε πυρετωδώς τις προετοιμασίες για την τελική επίθεση τρομοκρατώντας
τους κατοίκους. Αρχικώς έκανε μια σειρά από ελκυστικές προτάσεις για
παράδοση,
υποσχόμενος να σεβαστεί τους κατοίκους και τις περιουσίες τους, αλλά ο Βενετός
διοικητής Παύλος Contarini τις απέρριψε
όλες, δίνοντας διαταγή να οργανωθεί η άμυνα της πόλης. Για αρκετές μέρες
μεταφέρονταν πολιορκητικές μηχανές και πολεμικό υλικό, ενώ λαγουμιτζήδες
υπονόμευαν τα τείχη. Η αγωνία των χριστιανών κατοίκων εντεινόταν από διάφορες
φήμες που ακούγονταν, αλλά και από την τακτική του Βενετού διοικητή να μην
ενημερώνει για τις προθέσεις του τους κατοίκους. Ανάμεσα στους χριστιανούς
πολλοί ήθελαν να παραδοθούν για να γλυτώσουν τις σφαγές και την λεηλασία, καθώς
ήταν έθιμο πόλη που παραδινόταν να μην λεηλατείται από τους κατακτητές της.
Ξημερώματα της Κυριακής 26ης Μαρτίου ο στρατός του Μουράτ
έφτασε όχι όμως παραταγμένος και με υψωμένη σημαία με την προσδοκία της ειρηνικής
παράδοσης: μάλιστα χριστιανοί απεσταλμένοι του Μουράτ
ζήτησαν από τους κατοίκους να ξεσηκωθούν κατά των Βενετών και τελικά
απωθήθηκαν. Σε διάρκεια τριών ημερών συγκεντρώθηκαν γύρω από την πόλη τα
αναγκαία για την πολιορκία μέσα. Οι Τούρκοι ανανέωσαν την πρότασή τους για
παράδοση της πόλης αλλά οι Βενετοί την απέρριψαν και κατένειμαν τους Έλληνες
και τους Βενετούς αμυνόμενους σε διάσπαρτες θέσεις ενώ διέσπειραν μεταξύ τους
τους Τζεταρίους, μπουλούκι τυχοδιωκτών μισθοφόρων, για να
εκτελούν όποιον εγκατέλειπε τη θέση του. Η πληροφορία όμως που δόθηκε στους
πολιορκούμενους από Βενετό δωδέκαρχο ότι αναμενόταν η άφιξη πειρατικών πλοίων
τα οποία θα πυρπολούσαν τις τρεις βενετικές γαλέρες οι οποίες ήταν αφύλακτες
επειδή τα πληρώματά τους πολεμούσαν στις επάλξεις, προκάλεσαν την απόσυρση των
πληρωμάτων των γαλερών χωρίς όμως να το πληροφορηθούν εγκαίρως οι κάτοικοι.
Η τοποθέτηση Βενετών στρατιωτών και στα
παραθαλάσσια τείχη, μετά από την είδηση πως οι Οθωμανοί ετοίμαζαν ταυτόχρονη
επίθεση από την θάλασσα με πειρατικά πλοία, εκλήφθηκε από τους κατοίκους ως
τάση των Βενετών να εγκαταλείψουν την πόλη. Η επίθεση των οθωμανικών στιφών
ξεκίνησε τα ξημερώματα της 29ης
Μαρτίου με
πολεμικές ιαχές και αλαλαγμούς. Ο Μουράτ
είχε φανατίσει τους πολεμιστές τους τάζοντας πλήρη ελευθερία λεηλασίας αν η
πόλη καταλαμβανόταν. Οι
υπερασπιστές των τειχών ήταν λίγοι, άσχημα εξοπλισμένοι
και με χαμηλό ηθικό. Οι Οθωμανοί επιτίθονταν κατά κύματα πλησιάζοντας από το
Ανατολικό τείχος της πόλης (σημερινό Επταπύργιο) το οποίο ήταν το παλαιότερο και στην
χειρότερη κατάσταση. Σύντομα επιτεύχθηκε εκεί το πρώτο ρήγμα με τους Οθωμανούς
να στήνουν σκάλες και να ανεβαίνουν στα τείχη.Το άγγελμα της πτώσης του ανατολικού τείχους, οδήγησε τους Βενετούς σε γρήγορη φυγή προς τα πλοία τους. Οι απώλειες τους ήταν βαρύτατες (270 άνδρες), ενώ ανάμεσα στους σημαντικούς άρχοντες που χάθηκαν ήταν και ο γιος του Contarini Λεονάρδος Γραδενίγο. Η απώλεια της Θεσσαλονίκης κόστισε οικονομικά και πολιτικά στην Βενετία και την οδήγησε σε παρατεταμένη παρακμή. Οι Οθωμανοί ξεχύθηκαν στους δρόμους της πόλης λεηλατώντας και ρημάζοντας τις περιουσίες των Χριστιανών. Πολλοί Χριστιανοί αιχμαλωτίσθηκαν και εξανδραποδίσθηκαν. Η λεηλασία της πόλης διήρκεσε για τρία μερόνυχτα και προκάλεσε σημαντικές καταστροφές στην εκκλησία του Αγίου Δημητρίου, ακόμη και στο νεκροταφείο της πόλης, όπου οι Οθωμανοί ανέσκαπταν τους τάφους ψάχνοντας για κρυμμένους θυσαυρούς.
Στην τέταρτη μέρα σταμάτησε ο χαλασμός, με
τον ίδιο τον Μουράτ να μπαίνει στην
πόλη και να προσκυνάει στην εκκλησία της Αχειροποίητου,
την οποία μετέτρεψε σε τζαμί για να συμβολίζει την νίκη του (μια
μικρή επιγραφή από τότε σώζεται μέχρι και σήμερα στον τοίχο της εκκλησίας). Ο Μουράτ
γρήγορα κατάλαβε την στρατηγική σημασία της πόλης και αποφάσισε να την
εξισλαμίσει εποικίζοντας την με χιλιάδες μουσουλμάνους για να καλύψουν τα
πληθυσμιακά κενά που είχαν δημιουργηθεί. Χιλιάδες χριστιανοί εξισλαμίστηκαν
βίαια, ενώ πολλοί άλλοι (αγόρια, κορίτσια, ακόμη και παντρεμένες
γυναίκες)
σύρθηκαν σκλάβοι στα σκλαβοπάζαρα της Ανατολής. Μέσα σε λίγα χρόνια όλες οι εκκλησίες της Θεσσαλονίκης μετατράπησαν σε
τζαμιά και ανάμεσα τους οι φημισμένες εκκλησίες Ροτόντα, Αγία
Σοφία, Άγιος Δημήτριος. Η ερημιά των χριστιανών στην Θεσσαλονίκη ήταν
τόση, ώστε να μην διαθέτουν ούτε έναν ιερέα να λειτουργήσει και τους ύμνους να
τους ψέλνουν οι λαϊκοί. Στα πρώτα χρόνια μετά την κατάκτηση πολλοί χριστιανοί
χωρικοί στην Θεσσαλονίκη γνώριζαν πολύ λίγα για την θρησκεία τους, ενώ κάποιοι
δεν γνώριζαν ούτε το σημείο του σταυρού. Οι φορολογικές ατέλειες και η ανώτερη κοινωνική θέση οδηγούσαν πολλούς χριστιανούς να ασπάζονται το Ισλάμ, μειώνοντας περαιτέρω τον χριστιανικό πληθυσμό. Ο μόνος λόγος για τον οποίο δεν εξισλαμίστηκε όλος ο πληθυσμός της πόλης ήταν καθαρά φορολογικός, καθώς οι χριστιανοί πλήρωναν βαρύτατους φόρους (χαράτσι κτλ). Οι καμπάνες, οι χριστιανικές λιτανείες και ο εορτασμός
της Ανάστασης με βεγγαλικά απαγορεύτηκε αυστηρά ενώ η πόλη γέμισε με φωταγωγημένους μιναρέδες και μουεζίνηδες που καλούσαν τακτικά μέσα στην ημέρα τους μουσουλμάνους για προσευχή.
Τέλος, ο θρύλος ότι η πτώση της πόλης προήλθε από την προδοσία των μοναχών της μονής Βλατάδων (που απ΄ ότι είδα είναι ιδιαίτερα διαδεδομένος και στο διαδίκτυο) δεν επιβεβαιώνεται από κανένα χρονικογράφο. Το μοναδικό ουσιαστικό στοιχείο που σώζεται είναι ότι η μονή Βλατάδων μετά την άλωση της πόλης, κατέβαλλε μικρούς φόρους για την περιουσία της στους Οθωμανούς. Κανένα άλλο στοιχείο δεν υπά