Το παλαιότερο καφενείο της πόλης, το θρυλικό «Καφαντάρι», που σφράγισε μια ολόκληρη εποχή, έκλεισε
οριστικά μετά από 100 και πλέον χρόνια λειτουργίας. Το ιστορικό καφενείο, που
πήρε το όνομά του από τον ιδιοκτήτη, Καφαντάρη,
το βρίσκαμε εδώ και πάνω από έναν αιώνα επί της Αγίου Δημητρίου με Αρκαδιουπόλεως.
Κατασκευάστηκε το 1917 από τον Ωραιόπουλο,
πολιτικό μηχανικό που έκανε πολλά ακόμα κτίρια σε όλη τη γύρω περιοχή. Αρχικά
ξεκίνησε να λειτουργεί ως καφενείο – λαϊκό κέντρο διασκέδασης, όπως συνηθιζόταν
εκείνη την εποχή. Ήταν δηλαδή καφενείο που κάποιες μέρες φιλοξενούσε ορχήστρα
και λαϊκά σχήματα της εποχής.
Από το «Καφαντάρι» έχουν περάσει μεγάλες προσωπικότητες του ελληνικού λαϊκού
τραγουδιού όπως ο Βαμβακάρης, ο Τσιτσάνης και ο Μπάτης.
Την ημέρα των εγκαινίων, για να φέρει καλοτυχία αλλά και για να προσφέρει
μελλοντικά δροσιά με την σκιά του στους καθήμενους, φυτεύτηκε ένα
δέντρο, το
οποίο μεγάλωσε και στέκει εκεί απ’ έξω αγέρωχο μέχρι και σήμερα, χαρίζοντας το
καλοκαίρι απλόχερα την σκιά του.
Δεν είναι ξεκάθαρο αν το μαγαζί από την
αρχή είχε την ονομασία «Καφαντάρι» ή την
απέκτησε αργότερα. Ο Καφαντάρης ήταν
εκτός από ιδιοκτήτης και κάτι σαν τοπικός
αρχηγός όλης της γύρω περιοχής (η οποία έκτοτε μέχρι και σήμερα
πήρε το όνομα του), την
οποία διοικούσε με τα πρωτοπαλίκαρα του. Το καφενείο ήταν το στέκι και ο
ορμητήριό του, μέσα στο οποίο έκλεινε συμφωνίες και δοσοληψίες ως μπράβος και
προστάτης των γυναικών της Μπάρας.
Το «Καφαντάρι» είναι τοποθετημένο στην περιοχή «εκτός των δυτικών τειχών». Εκεί όπου μέχρι τις πρώτες δεκαετίες του του 20ου αιώνα υπήρχαν
αλευρόμυλοι, αγροικίες και χάνια στα οποία ξαπόσταιναν οι ταξιδιώτες-έμποροι,
χαμαιτυπεία, τεκέδες, καφέ αμάν, καφέ σαντάν και στον σημερινό Βαρδάρη οι περιβόητοι οίκοι ανοχής της Μπάρας. Στο καφενείο
σύχναζαν, εκτός από τη συμμορία του Καφαντάρη,
χαρτοπαίκτες, νταβατζήδες, αγαπητικοί, αλλά και
ταξιδιώτες και ζωέμποροι από το γειτονικό αλογοπάζαρο.
Πολλοί αφηγητές και ιστορικοί μπερδεύουν
τον Καφαντάρη με τον συνονόματο του Γιώργο Καφαντάρη, πολιτικό, πρωθυπουργό
και υπουργό με πολιτική δράση που κράτησε από το 1905 μέχρι το 1945. Κάποιοι λένε ότι ο πολιτικός Καφαντάρης είχε κάνει κάποιες ομιλίες και είχε
συγκεντρώσει οπαδούς του στο καφενείο, κάτι που δεν είναι ιστορικά
τεκμηριωμένο, αλλά σίγουρα δεν έχει σχέση με τον Καφαντάρη,
που εκτός από ιδιοκτήτης του καφενείου και προστάτης της νύχτας, υπήρξε συν της
άλλοις και ταγματασφαλίτης,
λαθρέμπορος και μαυραγορίτης στην κατοχή.
Μάλιστα, το ίδιο το μαγαζί κρύβει ένα μυστικό που λίγοι εκτός από τον ίδιο
γνώριζαν. Ένα σημείο στον τοίχο του καφενείου οδηγεί σε μυστικό πέρασμα, από το
οποίο κατεβαίνεις σκαλοπάτια τα οποία καταλήγουν σε μια
κρυψώνα. Εκεί κρυβόταν
ο Καφαντάρης αλλά αποθήκευε και την
πραμάτεια του. Το μυστικό αυτό πέρασμα στην κατοχή χρησιμοποιήθηκε και ως
πολεμικό καταφύγιο, ενώ μέχρι σήμερα χρησιμοποιούνταν απλά ως αποθηκευτικός
χώρος.
Τα αίτια θανάτου του Καφαντάρη δεν είναι ξεκάθαρα γνωστά. Άλλοι
λένε ότι τον σκότωσε η Ο.Π.Λ.Α (ένοπλη
οργάνωση ΤΟΥ ΕΑΜ – ΕΛΑΣ, με καθήκοντα ασφαλείας, συλλογής πληροφοριών και
εκτέλεσης ειδικών αποστολών, που έδρασε στις πόλεις της Ελλάδας από το
καλοκαίρι του 1943 μέχρι το 1947), κάποιοι λένε ότι τον πυροβόλησαν ή τον μαχαίρωσαν έξω από το
καφενείο και κάποιοι ότι πέθανε μετά την κατοχή από φυσικά αίτια.
Το μόνο σίγουρο είναι ότι μετά από αυτόν το
μαγαζί πέρασε στα χέρια του Χρήστου
Βλαβενίδη, ο οποίος το άφησε το 1965 και το
πήρε ο Καριοφύλης Διαμαντακίδης
που ήρθε από το Μικρόκαρπο Κιλκίς να εγκατασταθεί στην Θεσσαλονίκη. Από αυτόν
πέρασε στον υιό του Δημήτρη και μέχρι
σήμερα το είχε η κόρη του, η Αφροδίτη.
Αποτελούσε από το 1965 μια οικογενειακή
επιχείρηση που συνέχιζε να λειτουργεί, παρά τις δυσκολίες, μέχρι
σήμερα, που το βρίσκουμε πια κλειστό.
Από ένα σκοτεινό άνδρο
συμμοριών, με τα χρόνια το καφενείο «Καφαντάρι» έγινε ένα απλό συνοικιακό καφενείο στο οποίο σύχναζαν πολλοί Τούρκοι
που είχαν μείνει μετά την ανταλλαγή στην πόλη και ήταν μαζεμένοι στην περιοχή,
κάποιοι από τους οποίους παρέμειναν εκεί και συνέχισαν να είναι πελάτες. Μετά
το 1922, στις γύρω γειτονιές εγκαταστάθηκαν και πολλοί
πρόσφυγες, γέμισε η περιοχή και το καφενείο είχε μεγάλη κίνηση. Αργότερα έγινε
και στέκι των εργατών. Πριν και μετά την «οικοδομή»,
οι άντρες ξαπόσταιναν εκεί για έναν καφέ. Πάνω
από 300 άτομα ημερησίως πίνανε τον καφέ τους στο «Καφαντάρι».