ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ ΓΙΑ ΠΑΝΤΑ

ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ ΓΙΑ ΠΑΝΤΑ
ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ ΓΙΑ ΠΑΝΤΑ

Δευτέρα 25 Μαρτίου 2019

1821: Σκοπευμένες ερμηνείες και αναπόδραστοι συνειρμοί


Oμιλία
του Υποστρατήγου ε.α. Κωνσταντίνου Αργυροπούλου
    Οι εδώ παρόντες είναι βέβαιο, ότι έχουν διαβάσει την Ιστορία και γνωρίζουν το τι συνέβη τότε. Και επί το σαφέστερον, γνωρίζουν το τι περίπου συνέβη τότε. Την αλήθεια την γνωρίζει μόνον ο Θεός, αν κι Αυτός από την αρχική του εντολή περί Γενέσεως του ανθρωπίνου είδους και μετά φαίνεται να χάνει τον έλεγχο λόγω της προς Αυτόν ανταγωνιστικότητος των δημιουρ­γη­μάτων του. Ανταγωνιστικότητος -βεβαίως- στα αποκλειστικά πεδία της τεχνο­λογίας και των θετικών επιστημών, διότι στα ανθρω­πολογικά, στα ηθικά και στα κάθε εκφάνσεως ιδεολογικά, τα του Θεού πλάσματα παραμένουν στο επίπεδο του αρχανθρώπου.
    Εν πάση περιπτώσει, καλόν θα ήτο να υπήρχε έξω από την πόρτα του σωματείου μας η επιγραφή όπως εκείνη που υπήρχε κάποτε στην Σχολή του Πλάτωνος την μακρινή εκείνη και αξιοζήλευτη εποχή, η οποία επιγραφή να επαναλαμβάνει το Πλατωνικό «αγεωμέτρητος μηδείς εισίτω».
    Τι στο καλό είναι τούτο; Με πολύ απλά λόγια γεωμετρημένος είναι ο σώφρων, είναι ο δίκαιος. Είναι εκείνος που ξεχωρίζει το καλό, το κακό, το ωραίο, το άσχημο. Είναι εκείνος που εκτιμά και αξιοποιεί το λογικό, το συνετό και εν κατακλείδι, το ό, τι δήποτε ευσταθεί σαν έννοια και το ό,τι δήποτε παρέχει τις ασφαλείς, τις ακλόνητες προϋποθέσεις ώστε να προσεγγιστεί η σχετική αλήθεια. Αυτά για να συνεννοηθούμε, διότι οι προσεγγίσεις μπορεί να επηρεάζονται από επιβαλλόμενες κομματικές σκοπιμότητες ή να απηχούν την αγωνία των ανησυχούντων Ελλήνων, οι οποίοι ερωτούν Quo vadis Graecia?
    Πάμε από την αρχή. 1821!
    Ο πολύς κόσμος, ήγουν ο αγεωμέτρητος κόσμος έχει μία θολή εικόνα για το γεγονός. Πιθανώς μία στρεβλή εικόνα. Ίσως μία αφορμάριστη εικόνα.
    Ένα τετριμμένο παράδειγμα αγνωσίας. Κάνοντας μία βόλτα στην οδό Ερμού και ερωτώντας αριστερά, δεξιά, για το τι έγινε το 1821, όπως συνήθως οι εκπαι­δευόμενοι δημοσιογράφοι κάνουν την πρακτική τους, θα ακούσομε διάφορες απαντήσεις. Αυτές οι απαντήσεις στην αρχή θα μας φανούν διασκε­δαστικές.  Ακολουθώντας όμως το αποφαντικό της δευτέρας μας σκέψεως θα αρχίσουμε να προβληματιζόμεθα. Θα λυπηθούμε. Θα απογοητευθούμε. Θα θυμώσουμε.
    Θα θυμώσουμε … αλλά με ποιόν;
    Όταν θυμώνουμε συνήθως το φταίξιμο το αποδίδουμε σε κάποιους άλλους. Αν το ξανασκεφθούμε θα διαπιστώσουμε, ότι στο 90% των περι­πτώσεων θυμώνουμε -εφ’όσον βεβαίως είμαστε ειλικρινείς με τον εαυτό μας- θυμώνουμε εξ αιτίας κάποιας δικής μας πράξεως ή παραλείψεως. Αυτό άλλωστε καταδεικνύει και ο κανόνας θεωρήσεως και παραδοχής των πραγμάτων του γεωμετρημένου ανθρώπου. Θυμώνουμε, αναμιμνησκόμενοι την ρήση των προγόνων μας, ότι ο καθένας μας για να είναι συνεπής με την εθνική του συνείδηση θα πρέπει να θεωρεί εαυτόν, ως τον φέροντα την ευθύνη της όποιας διαπιστουμένης ανερμάτιστης εθνικής πορείας. Όπερ δημοκρατικώς μεταφρα­ζόμενον αποδίδεται με το «απολαμβάνεις τα προϊόντα των πεποιθήσεών σου» ή επί το απλούστερον «ότι ψηφίζεις απολαμβάνεις».
    Πάμε πάλι από την αρχή.
    Σήμερα εμείς οι παρόντες σε τούτη την συγκέντρωση έχουμε προσέλθει γεμάτοι περιέργεια, την οποία ίσως προκάλεσε ο τίτλος της παρουσιάσεως «1821 κλπ». Ήλθαμε με την ελπίδα να λάβουμε κάποιες απαντήσεις σε βασανιστικά ερωτήματα, τα οποία ταλανίζουν την εθνική μας σύσταση, την υπόσταση και τις ιστορικές μας διαδρομές. Πριν πλησιάσουμε στα όποια ζεματιστά ερωτήματα ας περιηγηθούμε για λίγο έξω από τα συνήθη της οφειλομένης ιστορικής μνήμης και τα λοιπά στομφώδικα των πανηγυρικών. Ας κολυμπήσουμε στην θάλασσα των συνειρμών.
    Ιδού ένας καλός συνειρμός. Ένας -ας πούμε- οδηγός συσχετίσεων.
    Δεν πάει καιρός, όπου στην Γαλλία εκδηλώθηκε ένα κίνημα. Το γνωστό και πλέον περιώνυμο κίνημα των κίτρινων γιλέκων. Τα κίτρινα γιλέκα ποσο­στικά εξεταζόμενα αντιπροσωπεύουν ένα αμελητέο αριθμό ατόμων σε σχέση με το σύνολο του Γαλλικού πληθυσμού. Η ιστορία όμως, ούτως ή άλλως, μας διδάσκει, ότι οι άνθρωποι καθ’όλες τις εποχές και καθ’όλες τις ιστορικές καμπές προτιμούν τον ασφαλή δρόμο του μη εμπλεκομένου. Του ακολούθου. Του οπαδού. Του δευτερο­ταγούς. Ο αγωνιστής διακινδυνεύει την ύπαρξή του εισερχόμενος με την θέλησή του σε ένα κόσμο, του οποίου τα όρια πρέπει να διαρραγούν. Ο αγωνιστής έχει το θάρρος να σκέπτεται μόνος του και να αναλαμβάνει την ευθύνη των όσων αργότερα η ιστορία θα του καταμαρτυρήσει. Γνωρίζει, ότι διακυβεύεται η φυσική και ηθική του οντότητα. Ο τελικός νικητής-αγωνιστής -επομένως- αποκτά ακολούθους, θαυμαστές, ζηλωτές, θιασώτες. Νεοελληνιστί ο κάθε celebrity ανάλογα με την γκλαμουριά του έχει και τους αναλογούντες fans. Διότι είναι ο νικητής. Οι άνθρωποι ακολουθούν τον νικητή.  Ίσως ο οργανισμός τους δεν αντέχει την στενοχώρια. Υπάρχουν και κάποιοι άλλοι που μισούν τους επιτυχημένους και τους ιστορικά καταξιωμένους. Και μάλιστα, όταν κάτι τέτοιοι κατέχουν θώκους θεσμικούς, τότε αλλοίμονο στις εθνικές κληροδοτήσεις, όταν τα ιστορικά κληροδοτήματα έχουν κατά παραγ­γελίαν κακοποιηθεί από πληρωμένους ιστορικούς για να εξυπηρετηθούν πο­λιτικές σκοπιμότητες. 
    Τα κίτρινα γιλέκα λοιπόν ξεκίνησαν ένα αγώνα. Αρχικά για να διεκ­δικήσουν κάποια οικονομικά ζητούμενα ή οφειλόμενα ή υπεσχηθέντα. Μετά κάποιες σφριγηλές διαδηλωτικές εμφανίσεις και παρατηρώντας προσεκτικά αριθμό γιλέκων διαβάζουμε στην πλάτη τους το περίφημο τρίπτυχο της Γαλ­λικής επαναστάσεως: liberté, egalité, fraternité. Δηλαδή Ελευθερία, Ισότης, Αδελφότης.
    Και από τούτο το σημείο αρχίζει ένας από τους απείρους προβλη­μα­τισμούς μας. Όπως οι προβληματισμοί του Ινστιτούτου μας. Τους διαβάζετε τους προβληματισμούς;
    Ο Γάλλος με το τρίπτυχό του δεν απαιτεί μόνον χρήματα. Αποζητά να μείνει Γάλλος με τα νάματα της επαναστάσεως του 1789, τα οποία νάματα με την σαρωτική πολυπραγμοσύνη της νεωτερικότητας έχουν περιθωριοποιηθεί, έχουν ξεθωριάσει.
    Στην επανάσταση του 1821 η πρόταση, η γενική αρχή και το αίτημα των Ελλήνων ήταν «Ελευθερία ή Θάνατος». Όχι όπως το -κοινωνικού και ταξικού χαρακτήρα- Γαλλικό τρίπτυχο. Οι Έλληνες ζητούσαν απλά την Ελευθερία τους. Αλλοίμονο …και σήμερα οι Έλληνες δεν απολαμβάνουν ουσιαστική ελευθερία.
Ελευθερία στην σημερινή νεωτερική εποχή λογίζεται μία κανονιστική και τεχνολογημένη έννοια, η οποία αποτελεί το μέσον εκείνων, που εντέλλονται την εφαρμογή της κοινωνικής μηχανικής. Γιατί; Για να αποπροσανατολίζεται το κοινωνικό σύνολο προς άλλους ορίζοντες. Τον εγγύς ορίζοντα του καταναλωτι­σμού, του κοσμοπολιτισμού, του γκουρμέ φαγητού, του σεξουαλικού αυτοπροσ­διορισμού και άλλα ευάκουστα των θολών οριζόντων, τα οποία πλαγίως ειση­γούνται την κοινωνικήν ευπείθειαν. Κυρίως εκφράζονται με ένα υπερκεκορε­σμένο βερμπαλισμό, με επινοούμενα ή δοκιμασμένα ψυχοδιεγερτικά τεχνά­σματα περί δημοκρατικής ελευθερίας, περί συμμετοχικής δημοκρατίας και άλλα πολιτικά φληναφήματα.
    Η κοινωνική μηχανική σαφώς και εχθρεύεται το κάθε τι το εθνικό. Το κάθε ομόρριζο της εννοίας έθνος. Και ας σημειώσουμε και τούτο. Με την τροπή, που έχουν πάρει οι έννοιες σήμερα, κάθε άτομο που αναφέρεται σε λέξεις έθνος, εθνικός και τα συναφή χαρακτηρίζεται φασίστας. Από ποιόν;  Από εκείνον τον εσμό (δηλαδή την οικονομική και πολιτική elite), που εφαρμόζει κατά επι­στημονικό τρόπο την βιοπολιτική και που σκοπεύει να επιβάλλει ευρύτατες ψυχοκοινωνικές μεταλλάξεις στον πληθυσμό, ώστε να επιτευχθεί η ευχερέστερη χειραγώγησή του. Ωστόσο εάν λειτουργήσουμε την κοινή μας λογική θα προσδιορίσουμε με την ακρίβεια του πολυλειτουργικού ανθρωπίνου πνεύματος και της όποιας πληροφοριακής καταχωρήσεως, ότι φασίστας είναι εκείνος ο κατήγορος, ο οποίος είναι ιδεολογικά φανατισμένος, είναι ο μισαλλόδοξος αλλά κυρίως όμως είναι ο αργυρώνητος υπηρέτης ενίων ημεδαπών ή ορισμένων εξωγενών ομάδων ειδικών συμφερόντων.
    Σήμερα, οι ενυπνιαζόμενοι Έλληνες δεν προβληματίζονται με το ενδεχόμενο μιας εθνικής συρρικνώσεως, ούτε για το δυσοίωνο δημογραφικό, ούτε για την πολύτρητο εθνική ασφάλεια. Φυσικά, στο μέτρο που δεν τους εγγίζει. Άλλωστε είναι εφησυχασμένοι αφ’ης στιγμής έχουν εκλέξει τους δημοκρατικούς τους εκπροσώπους, οι οποίοι εκπρόσωποι οφείλουν να σκέπτον­ται και να πράττουν με γνώμονα το «εθνικό συμφέρον» και όχι την επανεκλογή τους.
    Αλλά φεύ, το εθνικό συμφέρον κατ’αυτούς είναι η διαγραφή της Ελ­ληνικής Ιστορίας, εκχωρώντας την Μακεδονία στους αποδραμώντας βαρβάρους του Καβάφη, κατευνάζοντας το λυσσώδες τουρκικό θηρίο, περιφρονώντας επιδεικτικά την υβριδική απειλή των Αλβανών και  αγνοώντας την συνθήκη του Αγίου Στεφάνου περί μεγάλης Βουλγαρίας.
    Οι σημερινοί Έλληνες είναι ανιστόρητοι. Η ασθενούσα παιδεία μας έχει εντοπίσει και έχει πλήξει ένα εύτρωτον φυλετικόν οργανισμόν για να καρκι­νοποιήσει και αφανίσει τον Ελληνισμόν. Αντί όλων αυτών οι αυτοθεωρούμενοι ευφυείς Έλληνες αγνοούν ακόμη και τις Γαλλικές επιδιώξεις για  egalite και fraternite, οι οποίες εξ άλλου διέπονται και από σοσιαλίζουσα ιδεολογία και προκρίνουν τα λίγα ευρώ, που θα τους πετάξει ένα αμφιλεγόμενο -ως προς τις αγαθές του προθέσεις- πολιτικό αφεντικό, το οποίο αφεντικό έχει βρει τον τρόπο να ανανεώνει το συμβόλαιό του για συνέχιση της διευθύνσεως του χορού των σιελορροούντων σκύλων για ένα επιδοματικό κόκκαλο.
    Ο Χανς Κρίστιαν Άντερσεν θα γελούσε κάτω από τα μουστάκια του αν ήταν σύγχρονός μας. Θα έγραφε για λογαρισμό μας ένα best seller με τίτλο «Η Ελευθερία, η Ισότης και η Αδελφότης των Ελλήνων κατά τον 21ον Αιώνα και άλλα παραμύθια».
    Και μη μπορώντας να διακριβώσω τα μύχια αισθήματα εκείνων που με παρακολουθούν θα ερωτήσω μη προσμένοντας απάντηση. Απλά η ερώτηση ας καταχωρηθεί, ως ρητορική.
    Με βάση το Γαλλικό τρίπτυχο σας ερωτώ: υπάρχει αδελφότης μεταξύ των Ελλήνων; Είναι αδελφός σου αυτός που έχει εισβάλλει στο διαμέρισμα των ηλικιωμένων γονέων σου και όχι μόνον τους έχει ληστέψει αλλά και τους έχει κακοποιήσει; Τον πρεζάκια που διέρρηξε το διαμέρισμά σου και ανακάτωσε ολόκληρη την οικοσκευή σου για να βρει λίγα ευρώ για να ικανοποιήσει την εξάρτησή του με δική του απώλεια ψυχικής και σωματικής υγείας και αντίστοιχο υλικό κέρδος του εμπόρου ονείρων μεγαλοσχήμονα με τις βίλες και τα κότερα, ο οποίος ενίοτε φιλοξενεί άλλους μεγαλοσχήμονες της οικονομίας, της πολιτι­κής και της show biz.
    Ποιος θεωρεί τον πλήρη ιστορικού κλέους Μακεδόνα σαν αδελφό, την στιγμή που τον παραδίδει σε έναν αλλόδοξο, ο οποίος (ώ του παραδόξου!) διακαώς επιθυμεί να τον υιοθετήσει, ώστε να αποκτήσει «εκείνος» την ιστορικά αποδεδειγμένη Μακεδονική παγκόσμια ακτινοβολία;
    Και ο πολιτικός, ωσάν αήθικη πολιτική οντότητα, το επαναλαμβάνω, ωσάν αήθικη πολιτική οντότητα πρωτίστως ενδιαφέρεται για την δια βίου εγ­κατάστασή του στο αποδοτικό και προσοδοφόρο θερμοκήπιο των εθνοπατέρων και ο οποίος μάλιστα -και προκειμένου να διατηρηθεί στον wall of fame and greatness δεν θα διστάσει να στείλει στο πυρ το εξώτερον φίλους και συγγενείς. Όσο για τον κομματικό του οπαδό, του οποίου η προσωπικότητα είναι ανάλογη με την επιλήψιμη δική του, οι ενδείξεις και οι αποδείξεις μας αποκαλύπτουν, ότι ποσώς ενδιαφέρεται για το αν η Ελλάδα ξεπουλιέται αρκεί η έλλειψη της fraternite να μην επηρεάζει το πορτοφόλι του.
    Αλλά ας πάμε πάλι από την αρχή.
    1821.
    Αγία Λαύρα. Βλέπουμε το λάβαρο της Επαναστάσεως και γύρω από αυτό εκείνους τους ανδρειωμένους φουστανελάδες, που ώρισαν την αυτοθυσία, σαν σκοπό του βίου που τους απομένει. Αυτούς τους εκλεκτούς Έλληνες τους ακούμε να ψάλλουν με την βροντερή τους φωνή το «τη υπερμάχω στρατηγώ τα νικητήρια»!
    Ο Παλαιών Πατρών Γερμανός εξηγεί: «.. το Ελληνικόν Έθνος αφ’ ού υπέκυψεν εις τον βάρβαρον και σκληρότατον ζυγόν της Οθωμανικής τυραννίας, υστερήθη, όχι μόνον την ελευθερίαν του αλλά και παν είδος μαθήσεως … και ήτον ενδεχόμενον να εκλείψει δι όλου από το έθνος η ελληνική γλώσσα εάν δεν την διέσωζεν η εκκλησία προς ην οφείλεται και κατά τούτο ευγνωμοσύνη».
    Γράφει ο Μακρυγιάννης, ότι το 1820 εμυήθη εις την Φιλικήν Εταιρείαν, αφ’ού εσκέφθη πολύ. Λέει: «Πήγα, στοχάστηκα και τα’βαλα όλα ομπρός. Και σκοτωμόν και κινδύνους και αγώνες θα τα πάθω δια την λευτεριάν της πατρίδος μου και της θρησκείας μου».
    Ομιλεί ο Κολοκοτρώνης σε μαθητές του Βασιλικού Γυμνασίου στην Πνύκα: «Όταν αποφασίσαμεν να κάμωμεν την Επανάστασιν δεν συλλογιστήκαμεν ούτε πόσοι είμεθα ούτε πως δεν έχομεν άρματα, ούτε, ότι οι Τούρκοι εβαστούσαν τα κάστρα και τας πόλεις ούτε κανένας φρόνιμος μας είπεν ‘που πάτε εδώ να πολεμίσετε με σιτοκάραβα βατσέλα’ αλλά ως μία βροχή έπεσεν εις όλους μας η επιθυμία της ελευθερίας μας και όλοι και ο κλήρος μας και οι προεστοί και οι καπεταναίοι και οι πεπαιδευμένοι και οι έμποροι, μικροί και μεγάλοι, όλοι εσυμφωνήσαμε εις αυτόν τον σκοπό και εκάμαμε την Επανάστασιν».
    Ας αφουγκραστούμε τον μακρινόν αντίλαλο της φωνής του Διάκου που πλανάται στην ελληνική οικουμένη «εγώ γραικός γεννήθηκα, γραικός και θα πεθάνω».
    Ας τρέξει η φαντασία μας στο πεδίο της μάχης στο Μανιάκι. Σ’αυτό το διάσπαρτο με νεκρά κορμιά Ελλήνων. Βλέπουμε να ανασηκώνουν τον νεκρό Παπαφλέσσα και τον αντίπαλον Ιμπραήμ να φιλά στο μέτωπο τον εχθρό του με συνειδητό θαυμασμό.
    Αφηγείται ο Κωνσταντίνος Κανάρης: «Μία δύναμις με άρπαξε από την λιτανεία, πριν φύγουμε από τα Ψαρά για την Χίο. Μία δύναμις με γιγάντωσε. Αυτή η δύναμις μου έδωσε θάρρος».
    Και οι Έλληνες ορκίζονται: «Ως χριστιανός ορθόδοξος και υιός της ημε­τέρας Καθολικής και Αποστολικής Εκκλησίας ορκίζομαι να διαμείνω πιστός εις την θρησκείαν μου και εις την πατρίδα μου. Ορκίζομαι να χύσω και αυτήν την υστέρα ρανίδα του αίματός μου υπέρ της θρησκείας και της πατρίδος μου. Να χύσω το αίμα μου ίνα νικήσω ή να αποθάνω, ως μάρτυς δια τον Ιησούν Χριστόν».
    Με όλες αυτές τις ιστορικές καταδείξεις εθνικής αφοσιώσεως, των ευλαβικών θρησκευτικών αισθημάτων, των αποφασιστικών τοποθε­τήσεων των πατριωτικών χαρακτήρων, των ηρωϊκών πράξεων και της πολεμικής αρετής τών εξεγερθέντων, οι ιστορούντες την επανάσταση του ’21 κατόρθωσαν τα επόμενα χρόνια και μέχρι τις ημέρες μας να συναρπάσουν τους έχοντες την συνείδησίν των ελληνική. Επέτυχαν να τους διαβεβαιώσουν, ότι η Ελληνική πατρίδα θα ζει και κατά τις χιλιετίες που θα ακολουθήσουν, εφ’όσον βεβαίως οι αληθινοί Έλ­ληνες θα μεριμνούν για την συνέχειά της στηριζόμενοι στα νάματα εκείνων, που μας εδίδαξαν το εξαίσιον νόημα της ελευθερίας.
    Όμως …όμως, αυτές οι σκέψεις αφορούν σε κάποια προηγούμενη εποχή. Σήμερα οι όσοι σκότιοι, δόλιοι, εξαπατητικοί και εαυτούληδες και αυτοεπαι­νούμενοι και αυτοσυστηνόμενοι σαν προοδευτικοί και κατέχοντες θέσεις θε­σμικές, έχουν οικοδομήσει τις βάσεις για αμφισβήτηση του κλέους των εθνικών μας ηρώων και του γεγονότος που προκάλεσε τον παγκόσμιο θαυμασμό. Αντιτίθενται στα ιστορούμενα και προσβάλλουν ακόμη και την εθνική μας μνήμη. Και καλυπτόμενοι από την επίσημο θεσμική αιγίδα ενίστανται ως προς το αληθές των συμβάντων, τροποποιούν την Ιστορία προσαρμόζοντας την σε μορφή εργαλείου για την συμφέρουσα ταξική χρήση από το αμοραλιστικό πολιτικό status. Και αυτοί οι δήθεν επιστήμονες έχουν και το θράσος να δια­γράφουν, να μειώνουν και να αποδυναμώνουν σε εθνομηδενιστικό βαθμό το φρόνημα της Ελληνικής μαθητιώσης νεολαίας.
    Η αμφισβήτηση του σκοπού της επαναστάσεως ξεκίνησε το 1924, αλλά αυτή η αμφισβήτηση ευρίσκετο σε χειμερία νάρκη μέχρις ότου οι προοδευτικοί, οι αριστερό­φρονες, οι ιστορικοί αναθεωρητικοί, οι αρνησιπάτριδες, οι από­δομητές της εθνικής συνειδήσεως, οι πολυπολιτισμικιστές και η εν γένει αρι­στερά ανέλαβε τα κλειδιά της πολιτείας και πλέον συμπεριφέ­ρεται σαν οντότης καθεστωτική. Τότε, το 1924 ο κομμουνιστής αυτοδίδακτος ιστορικός Γιάννης Κορδάτος εξέδωσε το βιβλίο «Η κοινωνική σημασία της Ελληνικής Επανά­στασης» και ο οποίος τοποθετεί την Επανάσταση σαν ένα αγώνα ταξικό. Κάτι σαν το Γαλλικό προηγούμενο του 1789. Με άλλα λόγια δηλαδή οι τότε Έλληνες μας, λέγει, ότι είχαν στον νού τους την ισότητα και την αδελφότητα.
    Δεν είμαι σίγουρος για την Κορδάτειο αλήθεια και για τους μετέπειτα μιμητές του, που ζουν ανάμεσά μας. Είμαι όμως σίγουρος, ότι επισκεπτόμενος τα διάφορα εθνολογικά μουσεία ανά την Ελληνικήν ύπαιθρον βλέπω τους αδιάψευστους μάρτυρες οι οποίοι με καθησυχάζουν.
    Ποιοι είναι αυτοί; Είναι οι σημαίες και τα λάβαρα της επαναστάσεως. Πουθενά δεν υπάρχουν λέξεις πάνω στα λάβαρα που να παραπέμπουν σε ταξι­κούς αγώνες. Γράφουν μόνον «Ελευθερία ή Θάνατος». Είναι η υλοποίηση της εμπνεύσεως του Ρήγα. Είναι η λυρική παρακαταθήκη «..καλύτερα μιας ώρας ελεύθερη ζωή, παρά σαράντα χρόνια σκλαβιά και φυλακή».
    Σήμερα, η αριστερά κουλτούρα, η οποία είναι προσανατολισμένη στην δήθεν ισότητα προσπαθεί να μειώσει την σημασία της παλιγγενεσίας με το να εφευρίσκει μελανά στίγματα, τα οποία χρεώνει στους ήρωες εκείνους για τους οποίους όλοι εμείς οφείλουμε αιώνια ευγνωμοσύνη.
    Τον όποιο θεό κι αν ο καθ’ένας από μας πιστεύει, αυτός ο θεός, όταν ακούει τους ταπεινούς και καταφρονεμένους να ψηφίζουν τους αριστερούς πο­δηγέτες τους ελπίζοντας σε ισότητα και ίση κατανομή πλούτου, αυτός ο θεός ξεκαρδίζεται στα γέλια. Αυτός ο θεός γνωρίζει και η φύσις συνηγορεί, ότι ο συνδυασμός ελευθερία και ισότης είναι ένα παραδοξολόγημα, είναι μία ουτοπία. Εάν αναγκάσουμε το μυαλό μας να λειτουργήσει στο ένα εκατοστό των δυνατοτήτων του, θα ανακαλύψουμε, ότι ελευ­θερία και ισότητα είναι μεταξύ τους άσπονδοι εχθροί. Όταν επικρατεί η μία αποθνήσκει η άλλη. Και τελικά, ποιος επιθυμεί την ισότητα; Μάλλον εκείνος, ο οποίος έχει μειωμένη την ικα­νότητα ή την δεξιότητα για απόδοση κυρίως σε θέματα οικονομικών προσπο­ρισμών. Εκείνο που θα μπορούσαμε να δεχθούμε σαν εφικτό θα ήταν ίσως οι προνοούντες νόμοι για μία σχετική ισότητα προ των νόμων. Ίσως-ίσως και μία ισότητα ευκαιριών στην μόρφωση.
    Δεν είμαι ιστορικός και μάλιστα ευρίσκομαι σε απόλυτο σκότος σε ό,τι αφορά στην σπουδή της ιστορίας.  Ωστόσο, είμαι σε θέση, όπως και όλοι μας να λειτουρ­γήσουμε την κοινή λογική και να συστήσουμε στους σημερινούς παν­τογνώστες μία εναλλακτική προσέγγιση της ιστορίας και όχι εκείνη, που είναι καθ’υπαγόρευσιν, όπως προνοεί το εγχειρίδιον του εξουσιαστού που έχει τίτλον «Οδηγίες πλήρους απαντλή­σεως της απομένουσας εγκεφαλικής ουσίας των ήδη αποβλα­κω­μένων αριστερών, δεξιών και του λοιπού πολιτικού  φάσμα­τος οπαδών».
    Ας αναφέρουμε μερικές από τις χιλιάδες συστάσεις, μόνο και μόνο για να ξεκινήσουμε τον μηχανισμό της τυπικής λογικής, των προεικαζομένων, των συναγο­μένων και της εν γένει συλλογιστικής μας.
    Έχουμε λοιπόν: κάθε εθνικόν έπος γεννά το έμβρυον της επιστημονικής κοινότητας, που προικίζεται με ένα πρόγραμμα ερευνών. Τούτη η δραστηριό­τητα αποφαίνεται, ότι το Έθνος -το κάθε Έθνος- γίνεται το νόμιμο πλαίσιο της ιστορίας. Και θα παραμείνει τέτοιο μέχρι την στιγμή που ο πλανήτης Γη θα αποθάνει.  Δηλαδή μετά από 4 δισεκατομ­μύρια χρόνια. Το Ελληνικόν Έθνος είναι αυτό που επαναστατεί το 1821, όχι οι ταξικοί ιστρούχτορες.
    Κάθε προσωπικότητα εκπροσωπεί μία εποχή, ένα έθνος, μία κοινωνία, έναν αγώνα. Αυτή η προσωπικότητα εισηγείται διαφωτιστικά και ηθικά, προ­τρέπει ιδεολο­γικά και αισθηματικά και πλειστάκις ηγείται ενεργητικά και αποφασιστικά σε φυλετικά και εθνικά σύνολα. Μία τέτοια προσωπικότητα ξεφεύγει από την μοναδικότητά της και από την όποια μυθοπλασία, την στιγμή που συναρπάζει και οδηγεί ομοεθνείς και γίνεται παράδειγμα και καθίσταται σύμβολο.
    Και η εθνεγερσία του ’21 έχει πολλές τέτοιες προσωπικότητες, τις οποίες δυστυχώς προσπαθούν να αμαυρώσουν τα πολιτικο-οικονομικά μικρόβια –δη­λαδή οι αποδομητές- της Ελληνικής Ιστορίας. Πα­ράδειγμα κραυγαλέο:
    Διατείνονται, μετά από διακόσια χρόνια, ότι ο Κολοκοτρώνης είναι ο σφαγέας της Τριπολιτσάς. Ιδού ένας ύπουλος τρόπος για να μολυνθεί το άδολο παιδικό μυαλό, να δηλητηριασθεί το μαθητικό εθνικό φρόνημα.
    Η ιστοριογραφία δεν μπορεί να είναι επιστήμη. Εδώ δεν υπάρχουν ρυθμιστικοί κανόνες και μαθηματικά αξιώματα. Ωστόσο η γραφή της ιστορίας μπορεί να είναι φιλοπονία, να είναι τέχνη του λόγου, να είναι φιλοσοφία. Η φιλοπονία ανιχνεύει και ερευνά τα συμβεβηκότα. Η τέχνη αποκαθιστά μια έλλογο τάξη στο χάος του συλλεγομένου υλικού. Η φιλοσοφία επιζητεί να προ­βάλλει προοπτικά και να φωτίσει τους δρόμους της ανθρώπινης συλλογιστικής. Να διαφωτίσει. Συνεπώς όσοι αυτοπροβάλλονται σαν ιστορικοί επιστήμονες, αυτομάτως τίθενται στην χορείαν των υπό αμφιβήτησιν ατόμων καθώς και ατόμων προς διερεύνησιν για πιθανό ύποπτο ρόλο υπέρ κάποιων σχεδίων, σκοπών ή συμφερόντων.
    Άλλο.
    Η επίδραση των γεωγραφικών παραγόντων στα γεγονότα παραμερίζεται όσον η τεχνολογία προελαύνει.  Η τεχνολογία δημιουργεί κυλιομένους ή ρευστούς ενδείκτες αξιολογήσεως πράξεων και συμβάντων του παρελθόντος. Συνεπώς, το αβίαστον και το επιπόλαιον των σχολίων επί πράξεων και συμπεριφορών του ιστορικού παρελθόντος δημιουργεί σύγχυσιν και πιθανήν απαξίωσιν πολιτικών, κοινωνικών και ενόπλων χειρισμών, οι οποίες το 1821 εθεωρούντο φυσιολογικές, συμβατικές με τις εκάστοτε παρουσιαζόμενες ειδικές καταστάσεις ή ακόμη υποχρεωτικές και αναπόφευκτες.
    Πέρασαν σχεδόν 200 χρόνια από τότε. Το να κρίνουμε σαν Γραμματείς και Φαρισσαίοι και σαν Πόντιοι Πιλάτοι, όπως κάνουν οι υποκριτικοί δήθεν προοδευτικοί που καταμετρούν πολιτικά ψεγάδια και χαρακτηρολογικά ελαττώ­ματα στους πρωτα­γωνιστές της επαναστάσεως του 21 είναι μία παρατήρηση ασύμβατη με τις σταθερές αξιολογήσεως των καιρών. Είναι όμως συμβατή με τις νυν πολιτικές προθέσεις για επικαιροποιούμενες εκμεταλλεύσεις.
    Μπορείτε να φανταστείτε τι θα λένε για τους σημερινούς Έλληνες μετά 200 χρόνια οι όσοι μας διαδεχθούν σε τούτο το γεωγραφικό χώρο; Υποθέτουμε, ότι θα λένε, ότι εδώ κάποτε υπήρχε ένα ελληνικόν έθνος το οποίον μετά από μία πολιτισμική ακμή και αφού περιέπεσεν σε κατάσταση δημογραφικής στειρότη­τος, χρηματολατρείας, εκθηλύνσεως και αποχαυνώσεως ένεκα της αστοχίας χειρισμών και στρεβλών επιδιώξεων των κυβερνήσεών του στις αρχές του 21ου αιώνα, σήμερα, δηλαδή το 2300 μΧ, και επί το προφητικότερον το 1438 Μωάμεθ, διότι σε τούτον τον τόπον θα υπερτερούν οι μουσουλμάνοι, τους δε χριστιανούς θα τους συναντούμε μόνον στα κρυφά σχολειά. Αυτός λοιπόν ο πολιτισμός, αυτό το έθνος δεν υπάρχει πια. Αυτός ο λαός απεδείχθη αγαθόπιστος και κουτοπόνηρος, διότι είχε πεισθεί από τους ποδηγέτες του, ότι ξεπουλώντας την Μακεδονία, την Θράκη, την Βόρειο Ήπειρο, το Αιγαίο και άλλους ζωτικούς χώρους της επικρατείας θα ζούσε εν αγαστή συνεργασία και αρμονία με τους γείτονες, προσωπικής φιλοδοξίας και αρχομανίας των εξουσιαστών του ένεκεν και προς αποκλειστικόν όφελος κάποιων θεσμών (ΕΕ και ΝΑΤΟ) και ότι η ευμάρεια του λαού αυτού θα ξεπερνούσε τις πιο αισιόδοξες προσδοκίες των ταγών του.
    Επί το κομψοπρεπέστερον θα μπορούσαμε να τα πούμε, ότι, όταν αλλάξει ο εθνικός χαρακτήρας των κατοικούντων στην Ελληνική χερσόνησο λόγω της εθναπαλλοτριωτικής βιοπολιτικής που ασκείται επί των κατοίκων αυτών, τότε φυσικόν επόμενον είναι να μειωθεί η ικανότητα ή η διάθεση να αντιδράσει αυτός ο κόσμος στην εσωτερική διοικητική ανικανότητα και να αντισταθεί στις εξωτερικές απειλές ή επιθέσεις από τους μεγαλοϊδεάτες Αλβανούς, Σκοπιανούς, Βουλγάρους και Τούρκους.
    Εμείς οι πονεμένοι επιμένουμε, για να είναι ο λόγος μας περισσότερο κατηγορηματικός. Θα πούμε, ότι η άνοδος, η επικράτηση, η παρακμή και η πτώση ενός πολιτισμού εξαρτάται από τις έμφυτες αρετές της φυλής. Της ράτσας. Ο εκφυλισμός ενός πολιτισμού είναι αυτό που λέγει η λέξη. Δηλαδή εκτροπή, κατάπτωση από ό,τι διακρίνει ή συγκροτεί μία φυλή, αυτό δηλαδή το ανθρώπινο υλικό που δημιούργησε αυτόν τον πολιτισμό.
    Γράφει στην ενδεκάτομο Παγκόσμιο Ιστορία του Πολιτισμού το ζεύγος των συγγραφέων William και Ariel Durant, ότι «οι άνθρωποι εκφυλίζονται μόνον συνεπεία των ποικίλων επιμειξιών τας οποίας υφίστανται». Σε ένα άλλο κεφάλαιο γράφουν «μόνον εκείνοι οι οποίοι είναι οι ίδιοι καρποί παρομοίων εκφυλιστικών επιμειξιών ομιλούν περί ισότητος των φυλών ή πιστεύουν, ότι όλοι οι άνθρωποι είναι αδέλφια».
    Το 1821 οι δάσκαλοι του Γένους, οι παπάδες και η από παπού προς εγγονό παράδοση, εδίδασκον στα Ελληνόπουλα για τις έμφυτες αρετές που οι διαδεχόμενες γενεές κληρονομούν από τους Έλληνες προγόνους. Και το θαύμα εγένετο! Η Παλιγγενεσία!
    Η σημερινή παιδεία με την υιοθέτηση αλλοτρίων τρόπων σκέψεως και ζωής τους οποίους κελεύει η οικονομικών σταθερών συστημάτων και μετα­βλη­τών στόχων  παγκοσμιοποίηση έχει καταστεί υπέρμαχος μιας νέας κουλτούρας η οποία ευαγγελίζεται την ανάγκη για ανεκτικότητα όλων των εμβίων άλλο­τριοτήτων με σκοπό να μετεξελιχθούμε όλοι σε πολυπολιτισμικά αδέλφια. Δηλαδή, ένας συρφετός ασυμβάτως παραλλήλων πολιτισμικών επιπέδων, ώστε ουδέποτε να υπάρξει ομοθυμία κοινωνική. Πράγμα πολύ βολετό για την κάθε χρώματος εξουσία.
    Δεν είναι ο ετερογενής, ο ετερόδοξος, ο ετερόκλητος, ο ετερόχρους, ο ετεροεθνής, ο επείσακτος, ο αλλοφερμένος, ο ξένος -γενικά- που είναι εκείνος ο θετικός συντελεστής που οικοδομεί και συντηρεί τον Ελληνικό πολιτισμό αλλά ο Ελληνικός πολιτισμός είναι αυτός που κάνει τον Έλληνα. Τον αμέθεκτο, τον εν ολίγοις ουδέτερο και εν πολλοίς αδιάφορο και τον οποίο παρερμηνεύουν για την συμμετοχή του στην Ελληνική παιδεία ορισμένοι θεσμικοί και άλλοι εντελ­λόμενοι εκπαιδευτικοί τον θεωρούν κι αυτόν Έλληνα.  Αλλά τούτο καθρεπτίζει την οποιαδήποτε πολιτεία λειτουργεί κάτω από ένα καθεστώς πολιτικών σκοπιμοτήτων.
    Σύμφωνα με αυτή την αμφίσημη τοποθέτηση των επισήμων φορέων πρέπει να δεχθούμε, ότι και ο Χασάν μπορεί να γίνει Έλληνας. Όμως ο Χασάν θέλει με το ζόρι να επιβάλλει στην δική μου πατρίδα τον δικό του πολιτισμό. Αυτό είναι ιστορικά επιβεβαιωμένο. Το συναγόμενον είναι, ότι μόνον ο Έλ­ληνας, ο δημιουργός του Δυτικού πολιτισμού μαζί με τους όσους συνειδητούς φορείς του Δυτικού πολιτισμού μπορούν και είναι εκείνοι οι συντελεστές της διατηρήσεως της συνεχείας του Ελληνικού πολιτισμού.
    Κανένας άνθρωπος, οσοδήποτε πεφωτισμένο πνεύμα και εξαίρετο μορ­φωτική κατάρτιση κι αν διαθέτει, δεν είναι δυνατόν στα χρονικά όρια ενός ανθρωπίνου βίου να φθάσει σε τόση πληρότητα κατανοήσεως των πραγμάτων, ώστε να είναι σε θέση και χωρίς λάθη να κρίνει και να καταργεί τα ήθη και τους θεσμούς της κοινωνίας του, διότι όλα αυτά είναι φορείς της σοφίας πολλών γενεών. Γενεών που ακολούθησαν πειράματα αιώνων στο εργαστήριο της Ιστορίας.
    Τούτοι οι σύγχρονοι εξουσιαστές αιωρούμενοι στο έρεβος της αμαθείας των και θεωρώντες εαυτούς μεγίστους φωστήρες της τρισηλίου δημοκρατικής θεότητος επιμένουν να μεταλλάξουν τις Ελληνικές αρετές χιλιετιών μέσα στην τετραετία των διακυβερνήσεών τους.
    Θυμάστε από το σχολείο την θυμοσοφική ρήση του Θεοδώρου Κολο­κοτρώνη;
    «Φωτιά και τσεκούρι στους προσκυνημένους»!
    Αλλά οι προσκυνημένοι της σήμερον βρίσκονται στην κορυφή των προτιμήσεων όλων των ξένων είτε αυτοί είναι κυβερνήτες κρατών είτε είναι ελληνοποιημένοι επείσακτοι. Αυτοί οι προσκυνημένοι αδιαφορούν για την όποια εκδηλούμενη εθνική δυσφορία. Και τούτο, διότι έχουν καταλάβει, ότι ο λαός είναι ικανοποιημένος με το κουτόχορτο με το οποίο τον ταϊζουν… δηλαδή την τροφή που ταιριάζει σ’ένα τέτοιο λαό.