Ένας τύπος κάθε πρωί έδινε στο ζητιάνο της
γειτονιάς του από ένα
ευρώ. Αυτό
γινόταν για κανένα τρίμηνο.
Στη συνέχεια συνέχιζε κάθε πρωί να τον χαρτζιλικώνει, αλλά πλέον του έδινε 50 λεπτά.
Μετά από κανένα χρόνο μειώθηκε το ποσό σε 20 λεπτά και στο τέλος σταμάτησε να του δίνει λεφτά.
Κάποια μέρα τον σταματά ο ζητιάνος και τον ρωτάει γιατί δεν του δίνει πια λεφτά.
Τότε ο τύπος του λέει:
- Στην αρχή ήμουν ελεύθερος, οπότε σου έδινα ένα ευρώ. Μετά παντρεύτηκα, ξέρεις, γυναίκα, έξοδα... οπότε σου έδινα 50 λεπτά. Μετά έκανα ένα παιδί, ξέρεις, πάμπερς, γάλατα... οπότε σου έδινα είκοσι λεπτά. Μετά έκανα και δεύτερο παιδί, αυξήθηκαν τα έξοδα, οπότε σταμάτησα να σου δίνω λεφτά.
Και ο ζητιάνος έξαλλος:
- Καλά, ρε μ@λ@κ@, κάνεις παιδιά με τα λεφτά μου;
Στη συνέχεια συνέχιζε κάθε πρωί να τον χαρτζιλικώνει, αλλά πλέον του έδινε 50 λεπτά.
Μετά από κανένα χρόνο μειώθηκε το ποσό σε 20 λεπτά και στο τέλος σταμάτησε να του δίνει λεφτά.
Κάποια μέρα τον σταματά ο ζητιάνος και τον ρωτάει γιατί δεν του δίνει πια λεφτά.
Τότε ο τύπος του λέει:
- Στην αρχή ήμουν ελεύθερος, οπότε σου έδινα ένα ευρώ. Μετά παντρεύτηκα, ξέρεις, γυναίκα, έξοδα... οπότε σου έδινα 50 λεπτά. Μετά έκανα ένα παιδί, ξέρεις, πάμπερς, γάλατα... οπότε σου έδινα είκοσι λεπτά. Μετά έκανα και δεύτερο παιδί, αυξήθηκαν τα έξοδα, οπότε σταμάτησα να σου δίνω λεφτά.
Και ο ζητιάνος έξαλλος:
- Καλά, ρε μ@λ@κ@, κάνεις παιδιά με τα λεφτά μου;