Από την
αρχαιότητα μέχρι σήμερα τα κάλαντα σηματοδοτούν την γιορτή, το αύριο, την
έναρξη του καινούργιου. Τότε τα αποκαλούσαν χελιδονίσματα και η αρχή του έτους
ήταν τον Μάρτιο.
Όπως δηλώνει στο Αθηναϊκό-Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων η λαογράφος του Μουσείου Λαϊκής Τέχνης και Παράδοσης «Αγγελική Χατζημιχάλη», Σταυρούλα Πισιμίση «αν και ήταν ταυτισμένα με την αρχή της άνοιξης εμπεριέχουν επίσης όπως και στις μέρες μας ευχετικούς στίχους για την καλοχρονιά, έχουν σχέση για την νοικοκύρη, τα μέλη της οικογένειας.
Τα πράγματα αλλάζουν για πρώτη φορά όταν 153 πΧ οι ανώτατοι άρχοντες του ρωμαϊκού κράτους άρχισαν να αναλαμβάνουν το αξίωμά τους την 1η Ιανουαρίου. Από τότε η ημέρα αυτή άρχισε να θεωρείται ως αρχή του έτους.
Οι Χριστιανοί όμως δεν γιόρταζαν την 1η αλλά την 6η Ιανουαρίου, που ήταν η βάπτιση του Χριστού. Το 354 πΧ στα μέσα του 4ου αιώνα διαχωρίστηκε στη Ρώμη η γιορτή γεννήσεως του Χριστού κι έγινε στις 25 Δεκεμβρίου. Έτσι καθιερώθηκε ως ημερομηνία γέννησης του Χριστού η 25η Δεκεμβρίου και η 1η Ιανουαρίου ως η πρώτη μέρας της νέας χρονιάς».
Από τότε λοιπόν έως σήμερα τα κάλαντα είναι από τα πιο γνωστά έθιμα κατά το δωδεκαήμερο των Χριστουγέννων και της Πρωτοχρονιάς, «γνωστά κι ως το καλιάντασμα» όπως διευκρινίζει η κ. Πισιμίση.
«Ξεκινούν από την παραμονή των Χριστουγέννων και της Πρωτοχρονιάς κυρίως τα παιδιά αλλά και μεγάλοι και βγαίνουν στους δρόμους. Η παράδοση και ο λαϊκός πολιτισμός θέλει τα παιδιά της υπαίθρου να κρατούν στο χέρι τους ένα χλωρό ραβδί από την φύση που έχουν κόψει είτε από κρανιά από άλλο δέντρο και με αυτό χτυπούν την πόρτα του σπιτιού το οποίο επισκέπτονται. Υπάρχουν αρκετές παραλλαγές στα κάλαντα ανά περιοχή ως προς τις ευχές», τονίζει στο Αθηναϊκό Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων η κ. Πισιμίση.
Και προσθέτει: «Υπάρχουν διαφορετικοί στίχοι και τραγούδια. Το βασικό κοινό στοιχείο είναι το έθιμο, όπου παιδιά και μεγάλοι συνήθως το βράδυ της παραμονής 24 Δεκεμβρίου ή ανήμερα Χριστουγέννων μπαίνουν στο σπίτι του νοικοκύρη κρατώντας αυτό το χλωρό κλαδί με το οποίο όχι μόνο χτυπάνε την εξώπορτα του σπιτικού αλλά ακουμπούν και όλα τα μέλη της οικογένειας προκειμένου να τους μεταφέρουν την θαλερότητα, την ζωντάνια, τις ευχές. Θεωρούσαν στον λαϊκό πολιτισμό ότι το ξύλο που παίρνουν από την φύση και θετικές κι αρνητικές δυνάμεις. Θετικές τις οποίες μπορούν να μεταδώσουν με το άγγιγμα και ταυτόχρονα γονιμοποιητικές δυνάμεις».
Συμπληρώνει δε ότι «από την πλευρά τους, οι νοικοκυρές προσφέρουν είτε νομίσματα, καρπούς, κουλούρια και γλυκίσματα που έχει ο κάθε τόπος, κάστανα, καρύδια. Να πούμε βέβαια ότι αν κάποιο σπίτι δεν άνοιγε τότε υπήρχε και το αντίστοιχο σκωπτικό τραγούδι. Βέβαια σε ορισμένες περιοχές κρατούσαν και μουσικά όργανα όπως λαούτο, νταούλι ή άλλοτε κρατάνε μήλα, πορτοκάλια, ένα χάρτινο καράβι. Το τρίγωνο που επικρατεί στις μέρες μας συμβολίζει κυρίως τον ήχο. Στόχος είναι να μεταφέρεις τον ήχο με την έννοια του θορύβου. Κι ο θόρυβος σε πολλές περιπτώσεις λειτουργεί αποτρεπτικά του κακού και ταυτόχρονα ως πρόσκληση του καλού».
Όπως εξηγεί η λαογράφος το κυριότερο είναι ότι υπάρχει ένας βασικός κορμός που ακολουθούν τα έθιμο στον ελληνικό χώρο, σε όλες τις περιοχές είτε στην βόρεια είτε στη νότια είτε στη νησιωτική Ελλάδα. Μόνο κάποιες μικρές παραλλαγές παρατηρούνται που προσαρμόζονται και είναι οικείες στον κάθε τόπο και στους κατοίκους του.
Όπως δηλώνει στο Αθηναϊκό-Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων η λαογράφος του Μουσείου Λαϊκής Τέχνης και Παράδοσης «Αγγελική Χατζημιχάλη», Σταυρούλα Πισιμίση «αν και ήταν ταυτισμένα με την αρχή της άνοιξης εμπεριέχουν επίσης όπως και στις μέρες μας ευχετικούς στίχους για την καλοχρονιά, έχουν σχέση για την νοικοκύρη, τα μέλη της οικογένειας.
Τα πράγματα αλλάζουν για πρώτη φορά όταν 153 πΧ οι ανώτατοι άρχοντες του ρωμαϊκού κράτους άρχισαν να αναλαμβάνουν το αξίωμά τους την 1η Ιανουαρίου. Από τότε η ημέρα αυτή άρχισε να θεωρείται ως αρχή του έτους.
Οι Χριστιανοί όμως δεν γιόρταζαν την 1η αλλά την 6η Ιανουαρίου, που ήταν η βάπτιση του Χριστού. Το 354 πΧ στα μέσα του 4ου αιώνα διαχωρίστηκε στη Ρώμη η γιορτή γεννήσεως του Χριστού κι έγινε στις 25 Δεκεμβρίου. Έτσι καθιερώθηκε ως ημερομηνία γέννησης του Χριστού η 25η Δεκεμβρίου και η 1η Ιανουαρίου ως η πρώτη μέρας της νέας χρονιάς».
Από τότε λοιπόν έως σήμερα τα κάλαντα είναι από τα πιο γνωστά έθιμα κατά το δωδεκαήμερο των Χριστουγέννων και της Πρωτοχρονιάς, «γνωστά κι ως το καλιάντασμα» όπως διευκρινίζει η κ. Πισιμίση.
«Ξεκινούν από την παραμονή των Χριστουγέννων και της Πρωτοχρονιάς κυρίως τα παιδιά αλλά και μεγάλοι και βγαίνουν στους δρόμους. Η παράδοση και ο λαϊκός πολιτισμός θέλει τα παιδιά της υπαίθρου να κρατούν στο χέρι τους ένα χλωρό ραβδί από την φύση που έχουν κόψει είτε από κρανιά από άλλο δέντρο και με αυτό χτυπούν την πόρτα του σπιτιού το οποίο επισκέπτονται. Υπάρχουν αρκετές παραλλαγές στα κάλαντα ανά περιοχή ως προς τις ευχές», τονίζει στο Αθηναϊκό Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων η κ. Πισιμίση.
Και προσθέτει: «Υπάρχουν διαφορετικοί στίχοι και τραγούδια. Το βασικό κοινό στοιχείο είναι το έθιμο, όπου παιδιά και μεγάλοι συνήθως το βράδυ της παραμονής 24 Δεκεμβρίου ή ανήμερα Χριστουγέννων μπαίνουν στο σπίτι του νοικοκύρη κρατώντας αυτό το χλωρό κλαδί με το οποίο όχι μόνο χτυπάνε την εξώπορτα του σπιτικού αλλά ακουμπούν και όλα τα μέλη της οικογένειας προκειμένου να τους μεταφέρουν την θαλερότητα, την ζωντάνια, τις ευχές. Θεωρούσαν στον λαϊκό πολιτισμό ότι το ξύλο που παίρνουν από την φύση και θετικές κι αρνητικές δυνάμεις. Θετικές τις οποίες μπορούν να μεταδώσουν με το άγγιγμα και ταυτόχρονα γονιμοποιητικές δυνάμεις».
Συμπληρώνει δε ότι «από την πλευρά τους, οι νοικοκυρές προσφέρουν είτε νομίσματα, καρπούς, κουλούρια και γλυκίσματα που έχει ο κάθε τόπος, κάστανα, καρύδια. Να πούμε βέβαια ότι αν κάποιο σπίτι δεν άνοιγε τότε υπήρχε και το αντίστοιχο σκωπτικό τραγούδι. Βέβαια σε ορισμένες περιοχές κρατούσαν και μουσικά όργανα όπως λαούτο, νταούλι ή άλλοτε κρατάνε μήλα, πορτοκάλια, ένα χάρτινο καράβι. Το τρίγωνο που επικρατεί στις μέρες μας συμβολίζει κυρίως τον ήχο. Στόχος είναι να μεταφέρεις τον ήχο με την έννοια του θορύβου. Κι ο θόρυβος σε πολλές περιπτώσεις λειτουργεί αποτρεπτικά του κακού και ταυτόχρονα ως πρόσκληση του καλού».
Όπως εξηγεί η λαογράφος το κυριότερο είναι ότι υπάρχει ένας βασικός κορμός που ακολουθούν τα έθιμο στον ελληνικό χώρο, σε όλες τις περιοχές είτε στην βόρεια είτε στη νότια είτε στη νησιωτική Ελλάδα. Μόνο κάποιες μικρές παραλλαγές παρατηρούνται που προσαρμόζονται και είναι οικείες στον κάθε τόπο και στους κατοίκους του.