Κωστής Παλαμάς
Ἀκοῦστε. Ἐγὼ εἶμαι ὁ γκρεμιστής, γιατί εἶμ᾿ ἐγὼ κι ὁ κτίστης,
ὁ διαλεχτὸς τῆς ἄρνησης κι ὁ ἀκριβογιὸς τῆς πίστης.
Καὶ θέλει καὶ τὸ γκρέμισμα νοῦ καὶ καρδιὰ καὶ χέρι.
Στοῦ μίσους τὰ μεσάνυχτα τρέμει ἑνὸς πόθου ἀστέρι.
Κι ἂν εἶμαι τῆς νυχτιᾶς βλαστός, τοῦ χαλασμοῦ πατέρας,
πάντα κοιτάζω πρὸς τὸ φῶς τὸ ἀπόμακρο τῆς μέρας.
ἐγὼ ὁ σεισμὸς ὁ ἀλύπητος, ἐγὼ κι ὁ ἀνοιχτομάτης·
τοῦ μακρεμένου ἀγναντευτής, κι ὁ κλέφτης κι ὁ ἀπελάτης
ὁ διαλεχτὸς τῆς ἄρνησης κι ὁ ἀκριβογιὸς τῆς πίστης.
Καὶ θέλει καὶ τὸ γκρέμισμα νοῦ καὶ καρδιὰ καὶ χέρι.
Στοῦ μίσους τὰ μεσάνυχτα τρέμει ἑνὸς πόθου ἀστέρι.
Κι ἂν εἶμαι τῆς νυχτιᾶς βλαστός, τοῦ χαλασμοῦ πατέρας,
πάντα κοιτάζω πρὸς τὸ φῶς τὸ ἀπόμακρο τῆς μέρας.
ἐγὼ ὁ σεισμὸς ὁ ἀλύπητος, ἐγὼ κι ὁ ἀνοιχτομάτης·
τοῦ μακρεμένου ἀγναντευτής, κι ὁ κλέφτης κι ὁ ἀπελάτης
καὶ μὲ τὸ καριοφίλι μου καὶ μὲ τ᾿ ἀπελατίκι
τὴν πολιτεία τὴν κάνω ἐρμιά, γῆ χέρσα τὸ χωράφι.
Κάλλιο φυτρῶστε, ἀγκριαγκαθιές, καὶ κάλλιο οὐρλιάστε, λύκοι,
κάλλιο φουσκῶστε, πόταμοι καὶ κάλλιο ἀνοῖχτε τάφοι,
καί, δυναμίτη, βρόντηξε καὶ σιγοστάλαξε αἷμα,
παρὰ σὲ πύργους ἄρχοντας καὶ σὲ ναοὺς τὸ Ψέμα.
τὴν πολιτεία τὴν κάνω ἐρμιά, γῆ χέρσα τὸ χωράφι.
Κάλλιο φυτρῶστε, ἀγκριαγκαθιές, καὶ κάλλιο οὐρλιάστε, λύκοι,
κάλλιο φουσκῶστε, πόταμοι καὶ κάλλιο ἀνοῖχτε τάφοι,
καί, δυναμίτη, βρόντηξε καὶ σιγοστάλαξε αἷμα,
παρὰ σὲ πύργους ἄρχοντας καὶ σὲ ναοὺς τὸ Ψέμα.
Τῶν πρωτογέννητων καιρῶν ἡ πλάση μὲ τ᾿ ἀγρίμια
ξανάρχεται. Καλῶς νὰ ῾ρθῆ. Γκρεμίζω τὴν ἀσκήμια.
Εἶμ᾿ ἕνα ἀνήμπορο παιδὶ ποὺ σκλαβωμένο τό ῾χει
τὸ δείλιασμα κι ὅλο ρωτᾷ καὶ μήτε ναὶ μήτε ὄχι
δὲν τοῦ ἀποκρίνεται κανείς, καὶ πάει κι ὅλο προσμένει
τὸ λόγο ποὺ δὲν ἔρχεται, καὶ μία ντροπὴ τὸ δένει
Μὰ τὸ τσεκοῦρι μοναχὰ στὸ χέρι σὰν κρατήσω,
καὶ τὸ τσεκοῦρι μου ψυχὴ μ᾿ ἕνα θυμὸ περίσσο.
Τάχα ποιὸς μάγος, ποιὸ στοιχειὸ τοῦ δούλεψε τ᾿ ἀτσάλι
καὶ νιώθω φλόγα τὴν καρδιὰ καὶ βράχο τὸ κεφάλι,
ξανάρχεται. Καλῶς νὰ ῾ρθῆ. Γκρεμίζω τὴν ἀσκήμια.
Εἶμ᾿ ἕνα ἀνήμπορο παιδὶ ποὺ σκλαβωμένο τό ῾χει
τὸ δείλιασμα κι ὅλο ρωτᾷ καὶ μήτε ναὶ μήτε ὄχι
δὲν τοῦ ἀποκρίνεται κανείς, καὶ πάει κι ὅλο προσμένει
τὸ λόγο ποὺ δὲν ἔρχεται, καὶ μία ντροπὴ τὸ δένει
Μὰ τὸ τσεκοῦρι μοναχὰ στὸ χέρι σὰν κρατήσω,
καὶ τὸ τσεκοῦρι μου ψυχὴ μ᾿ ἕνα θυμὸ περίσσο.
Τάχα ποιὸς μάγος, ποιὸ στοιχειὸ τοῦ δούλεψε τ᾿ ἀτσάλι
καὶ νιώθω φλόγα τὴν καρδιὰ καὶ βράχο τὸ κεφάλι,
καὶ θέλω νὰ τραβήξω ἐμπρὸς καὶ πλατωσιὲς ν᾿ ἀνοίξω,
καὶ μ᾿ ἕνα Ναὶ νὰ τιναχτῶ, μ᾿ ἕνα Ὄχι νὰ βροντήξω;
Καβάλα στὸ νοητάκι μου, δὲν τρέμω σας ὅποιοι εἶστε
γκρικάω, βγαίνει ἀπὸ μέσα του μιὰ προσταγή: Γκρεμίστε!
καὶ μ᾿ ἕνα Ναὶ νὰ τιναχτῶ, μ᾿ ἕνα Ὄχι νὰ βροντήξω;
Καβάλα στὸ νοητάκι μου, δὲν τρέμω σας ὅποιοι εἶστε
γκρικάω, βγαίνει ἀπὸ μέσα του μιὰ προσταγή: Γκρεμίστε!
απελάτης= βυζαντινός φρουρός των συνόρων -
ζωοκλέφτης.
νοητάκι= μαγικό άλογο με υπερφυσικές ικανότητες
νοητάκι= μαγικό άλογο με υπερφυσικές ικανότητες
μακρεμένου= ξενιτεμένου
απελατίκι= επιδρομή
πλατωσιές= πλατώματα, πλατύ άνοιγμα, ξέφωτο
απελατίκι= επιδρομή
πλατωσιές= πλατώματα, πλατύ άνοιγμα, ξέφωτο
γρικάω= ακούω
Για το ποίημα αυτό έχουν γραφτεί διάφορες
αναλύσεις σε πολλές περιπτώσεις εκ διαμέτρου αντίθετες. Επίσης στίχοι από αυτό το ποίημα έχουν
χρησιμοποιηθεί από όλο το φάσμα της πολιτικής - κοινωνικής έκφρασης.
Μία ανάλυση, με την οποία συμφωνώ, είναι αυτή του Αθανάσιου Αλεξανδρή που δανείστηκα από το blog του "αναγράφω":
Μία ανάλυση, με την οποία συμφωνώ, είναι αυτή του Αθανάσιου Αλεξανδρή που δανείστηκα από το blog του "αναγράφω":
""Ο Γκρεμιστής είναι
ένα ποίημα φλογερό, γενναίο, τολμηρό... ένας ύμνος στην κάθαρση, μια ωδή για αναγέννηση.
Ο ποιητής πιθανώς ξαφνιάζει με την ίσως γεμάτη πάθος προσταγή: «Γκρεμίστε! »
αλλά αυτή η προσταγή δεν είναι παρά η ανάγκη του ποιητή για δημιουργία.
Ήδη
από τον πρώτο στίχο ο ποιητής τονίζει ότι η ιδιότητα του «γκρεμιστή» είναι
συνυφασμένη με αυτήν του «κτίστη»,
το γκρέμισμα είναι η προϋπόθεση της δημιουργίας, αλλά και η πρόθεση για
δημιουργία είναι η προϋπόθεση για τον γκρεμιστή.
Για
τον ποιητή, το γκρέμισμα δεν είναι μία άλογη απόρροια ενός βίαιου μηδενισμού
(όπως με μια απρόσεχτη ανάγνωση μπορεί να νομίσει κανείς ), αλλά είναι μία ενέργεια που απαιτεί πίστη,
«νου και καρδιά και χέρι».
Δηλαδή ο ποιητής με την προσταγή: «Γκρεμίστε!», δεν προτρέπει στην άκριτη (και
υλική)
καταστροφή αλλά στην κατεδάφιση της ασχήμιας και
του ψευδους που κυριαρχεί πλέον σχεδόν σε κάθε τι ανθρώπινο, «σε πύργους και σε ναούς». Για τον ποιητή/
κτίστη, θεμέλιο πρέπει να είναι η ίδια η αλήθεια της φύσης, «των πρωτογέννητων καιρών η πλάση με τα αγρίμια»,
και έτσι δεν προτρέπει σε έναν οπισθοδρομισμό αλλά σε μια ηθική και κοινωνική
αναγέννηση, η οποία μπορεί να έρθει μόνο με την κατεδάφιση των πλέον
αλλοτριωμένων σχέσεων μεταξύ των ανθρώπων («τὴν πολιτεία τὴν κάνω ἐρμιά») και το εκ νέου κτίσιμό τους, αντλώντας από
τις πρωταρχικές ανάγκες που ώθησαν τον άνθρωπο σε κοινωνία.
Ο
ποιητής νοιώθει αποστροφή και θυμό αλλά αν και βρίσκεται στα μεσάνυχτα του
μίσους πάντα κοιτάζει προς το φως το απόμακρο της μέρας...με αυτόν
τον τρόπο ότι γκρεμίζει, το γκρεμίζει με ελπίδα και μόνο έτσι καταφέρνει να
γίνεται και ο κτίστης. Με λίγα λόγια μόνο με ελπίδα, ελευθερία από κάθε
κηδεμονία («Καβάλα στὸ νοητάκι μου, δὲν τρέμω σας ὅποιοι
εἶστε...») και
στόχους για κάτι καλύτερο και πιο αληθινό μπορεί να γκρεμιστεί η ασχήμια και το
ψεύδος, αλλιώς - αν και
δεν το λέει ο Παλαμάς -
το «γκρέμισμα»
γίνεται μάλλον αυτοκαταστροφικό....""
Η επικαιρότητα των στίχων του Παλαμά ως προς την κατάσταση που βιώνουμε ως κράτος και κυρίως ως πολίτες, νομίζω ότι έγκειται στην ανάγκη μιας νέας αρχής. Όχι όμως "γκρεμίζοντας" συν-θέμελα, αλλά μέχρι τα θεμέλια. Οτιδήποτε σαθρό, σκουριασμένο, μουχλιασμένο, άχρηστο, κακοφορμισμένο πρέπει να γκρεμιστεί και στα θεμέλια της ιστορίας μας, της παράδοσής μας, του πολιτισμού μας και χρησιμοποιώντας τις καλές ιδιότητες της φυλής μας να κτίσουμε το καινούριο.
Η επικαιρότητα των στίχων του Παλαμά ως προς την κατάσταση που βιώνουμε ως κράτος και κυρίως ως πολίτες, νομίζω ότι έγκειται στην ανάγκη μιας νέας αρχής. Όχι όμως "γκρεμίζοντας" συν-θέμελα, αλλά μέχρι τα θεμέλια. Οτιδήποτε σαθρό, σκουριασμένο, μουχλιασμένο, άχρηστο, κακοφορμισμένο πρέπει να γκρεμιστεί και στα θεμέλια της ιστορίας μας, της παράδοσής μας, του πολιτισμού μας και χρησιμοποιώντας τις καλές ιδιότητες της φυλής μας να κτίσουμε το καινούριο.
Παντελής Γιαννακόπουλος