Το έστειλε ο Γιώργος Επιτήδειος
Δεκτή έκανε το διοικητικό συμβούλιο της Εθνικής Τράπεζας την προσφορά της Qatar National Bank για την πώληση της τουρκικής θυγατρικής της Finansbank έναντι τιμήματος ύψους 2,75 δισ. ευρώ.
Πρόκειται για μία ιστορική απόφαση για τον ελληνικό όμιλο, ο οποίος μετά από 9 χρόνια παρουσίας στην τουρκική αγορά αποχωρεί με στόχο την ενίσχυση των δεικτών βιωσιμότητάς του.
Μετά από τη συναλλαγή, η Εθνική Τράπεζα θα αποτελεί το ισχυρότερο χρηματοπιστωτικό ίδρυμα στην Ελλάδα από πλευράς κεφαλαίων και ρευστότητας, αναφέρεται σε σχετική ανακοίνωση.
Τη Δευτέρα, το διοικητικό συμβούλιο της τράπεζας αποφάσισε να συνάψει σύμβαση με την Εθνική Τράπεζα του Κατάρ (QNB) για την πώληση του 99,81% των μετοχών της στη Finansbank προς συνολικό τίμημα ύψους 2.750 εκατ. ευρώ.
Όπως ανακοινώθηκε, πέραν από τα κεφάλαια αυτά, η QNB θα αποπληρώσει με την ολοκλήρωση της συναλλαγής το χρέος μειωμένης εξασφάλισης ύψους 910 εκατ. δολαρίων της Finansbank προς την ΕΤΕ, αυξάνοντας έτσι τη ρευστότητα του Ομίλου κατά περίπου 3,5 δισ. ευρώ συνολικά.
Οι δείκτες κεφαλαιακής επάρκειας
Μετά την ολοκλήρωση της Συναλλαγής, ο pro forma δείκτης CET1 της ΕΤΕ για το 3ο τρίμηνο του 2015 θα αυξηθεί κατά περίπου 600 μονάδες βάσης σε 19,6% μη συμπεριλαμβανομένων των μετατρέψιμων ομολογιών (CoCos).
Μαζί με τα CoCos θα ανέρχεται σε 24,6%. Επίσης, η κεφαλαιακή ενίσχυση θα συμβάλει στην αποπληρωμή της κρατικής ενίσχυσης ύψους 2δισ. ευρώ που έλαβε η ΕΤΕ με τη μορφή ομολόγων ESM μέσω της έκδοσης των CoCos στις 9 Δεκεμβρίου 2015, κατόπιν έγκρισης από τον SSΜ.
Παράλληλα με τη διατήρηση της ηγετικής της θέσης από πλευράς ρευστότητας μεταξύ των ελληνικών τραπεζών (δείκτης εγχώριων δανείων προς καταθέσεις 96%), η ΕΤΕ θα αξιοποιήσει τη ρευστότητα που θα δημιουργηθεί από τη συναλλαγή για να μειώσει σημαντικά τα έξοδα χρηματοδότησής της μέσω της αποπληρωμής των ομολόγων του πυλώνα ΙΙ και τη σχετική μείωση της έκθεσης της Τράπεζας στον ELA.
Στην ίδια ανακοίνωση επισημαίνεται πως η πώληση της Finansbank επιβεβαιώνει τη δέσμευση της Διοίκησης της ΕΤΕ να εφαρμόσει με συνέπεια το σχέδιο αναδιάρθρωσης της Τράπεζας καθώς και τη μακροπρόθεσμη στρατηγική να χρησιμοποιήσει αποτελεσματικά τα κεφάλαιά της προς όφελος της ελληνικής οικονομίας, και να διαδραματίσει ηγετικό ρόλο στην ανάκαμψη της χώρας.
Ο κ. Λεωνίδας Φραγκιαδάκης, Διευθύνων Σύμβουλος της ΕΤΕ, δήλωσε χαρακτηριστικά πως «έπειτα από σχεδόν 10 χρόνια επιτυχούς παρουσίας στην Τουρκία, η ΕΤΕ αποεπενδύει από τη Finansbank ώστε να πραγματοποιήσει τη δέσμευσή της προς τους μετόχους της και τις ευρωπαϊκές αρχές».
Σύμφωνα με τον ίδιο, «με την ολοκλήρωση της συναλλαγής αυτής, η ΕΤΕ θα είναι η ισχυρότερη τράπεζα στην ελληνική τραπεζική αγορά από πλευράς κεφαλαίων και ρευστότητας.
Ο κ. Φραγκιαδάκης πρόσθεσε πως «στόχος μας είναι να κατευθύνουμε, από νέα βάση, τους πόρους μας προς την ανάταση της οικονομικής δραστηριότητας στην Ελλάδα. Χαίρομαι που ο νέος ιδιοκτήτης της Finansbank, η Εθνική Τράπεζα του Κατάρ, έχει μακροπρόθεσμο στρατηγικό ενδιαφέρον για την Τουρκία, και θα συνεχίσει να αναπτύσσει και να ενισχύει την τράπεζα».
Η ολοκλήρωση της Συναλλαγής υπόκειται στην έγκριση των εξής φορέων:
Δεκτή έκανε το διοικητικό συμβούλιο της Εθνικής Τράπεζας την προσφορά της Qatar National Bank για την πώληση της τουρκικής θυγατρικής της Finansbank έναντι τιμήματος ύψους 2,75 δισ. ευρώ.
Πρόκειται για μία ιστορική απόφαση για τον ελληνικό όμιλο, ο οποίος μετά από 9 χρόνια παρουσίας στην τουρκική αγορά αποχωρεί με στόχο την ενίσχυση των δεικτών βιωσιμότητάς του.
Μετά από τη συναλλαγή, η Εθνική Τράπεζα θα αποτελεί το ισχυρότερο χρηματοπιστωτικό ίδρυμα στην Ελλάδα από πλευράς κεφαλαίων και ρευστότητας, αναφέρεται σε σχετική ανακοίνωση.
Τη Δευτέρα, το διοικητικό συμβούλιο της τράπεζας αποφάσισε να συνάψει σύμβαση με την Εθνική Τράπεζα του Κατάρ (QNB) για την πώληση του 99,81% των μετοχών της στη Finansbank προς συνολικό τίμημα ύψους 2.750 εκατ. ευρώ.
Όπως ανακοινώθηκε, πέραν από τα κεφάλαια αυτά, η QNB θα αποπληρώσει με την ολοκλήρωση της συναλλαγής το χρέος μειωμένης εξασφάλισης ύψους 910 εκατ. δολαρίων της Finansbank προς την ΕΤΕ, αυξάνοντας έτσι τη ρευστότητα του Ομίλου κατά περίπου 3,5 δισ. ευρώ συνολικά.
Οι δείκτες κεφαλαιακής επάρκειας
Μετά την ολοκλήρωση της Συναλλαγής, ο pro forma δείκτης CET1 της ΕΤΕ για το 3ο τρίμηνο του 2015 θα αυξηθεί κατά περίπου 600 μονάδες βάσης σε 19,6% μη συμπεριλαμβανομένων των μετατρέψιμων ομολογιών (CoCos).
Μαζί με τα CoCos θα ανέρχεται σε 24,6%. Επίσης, η κεφαλαιακή ενίσχυση θα συμβάλει στην αποπληρωμή της κρατικής ενίσχυσης ύψους 2δισ. ευρώ που έλαβε η ΕΤΕ με τη μορφή ομολόγων ESM μέσω της έκδοσης των CoCos στις 9 Δεκεμβρίου 2015, κατόπιν έγκρισης από τον SSΜ.
Παράλληλα με τη διατήρηση της ηγετικής της θέσης από πλευράς ρευστότητας μεταξύ των ελληνικών τραπεζών (δείκτης εγχώριων δανείων προς καταθέσεις 96%), η ΕΤΕ θα αξιοποιήσει τη ρευστότητα που θα δημιουργηθεί από τη συναλλαγή για να μειώσει σημαντικά τα έξοδα χρηματοδότησής της μέσω της αποπληρωμής των ομολόγων του πυλώνα ΙΙ και τη σχετική μείωση της έκθεσης της Τράπεζας στον ELA.
Στην ίδια ανακοίνωση επισημαίνεται πως η πώληση της Finansbank επιβεβαιώνει τη δέσμευση της Διοίκησης της ΕΤΕ να εφαρμόσει με συνέπεια το σχέδιο αναδιάρθρωσης της Τράπεζας καθώς και τη μακροπρόθεσμη στρατηγική να χρησιμοποιήσει αποτελεσματικά τα κεφάλαιά της προς όφελος της ελληνικής οικονομίας, και να διαδραματίσει ηγετικό ρόλο στην ανάκαμψη της χώρας.
Ο κ. Λεωνίδας Φραγκιαδάκης, Διευθύνων Σύμβουλος της ΕΤΕ, δήλωσε χαρακτηριστικά πως «έπειτα από σχεδόν 10 χρόνια επιτυχούς παρουσίας στην Τουρκία, η ΕΤΕ αποεπενδύει από τη Finansbank ώστε να πραγματοποιήσει τη δέσμευσή της προς τους μετόχους της και τις ευρωπαϊκές αρχές».
Σύμφωνα με τον ίδιο, «με την ολοκλήρωση της συναλλαγής αυτής, η ΕΤΕ θα είναι η ισχυρότερη τράπεζα στην ελληνική τραπεζική αγορά από πλευράς κεφαλαίων και ρευστότητας.
Ο κ. Φραγκιαδάκης πρόσθεσε πως «στόχος μας είναι να κατευθύνουμε, από νέα βάση, τους πόρους μας προς την ανάταση της οικονομικής δραστηριότητας στην Ελλάδα. Χαίρομαι που ο νέος ιδιοκτήτης της Finansbank, η Εθνική Τράπεζα του Κατάρ, έχει μακροπρόθεσμο στρατηγικό ενδιαφέρον για την Τουρκία, και θα συνεχίσει να αναπτύσσει και να ενισχύει την τράπεζα».
Η ολοκλήρωση της Συναλλαγής υπόκειται στην έγκριση των εξής φορέων:
(i)
του
Εποπτικού Φορέα των Τουρκικών Τραπεζών (BRSA),
(ii)
της
Κεντρικής Τράπεζας του Κατάρ,
(iii)
του
Συμβουλίου Ανταγωνισμού της Τουρκίας,
(iv)
της
Επιτροπής της Τουρκικής Κεφαλαιαγοράς
(v)
και
(vi)
(vi)του Τουρκικού Υπουργείου
Οικονομικών.
Η Goldman Sachs International και η Morgan Stanley & Co. International plc, ενεργούν εν κοινώ ως οικονομικοί σύμβουλοι για την ΕΤΕ. Η Freshfields Bruckhaus Deringer, ενεργεί ως νομικός σύμβουλος για την ΕΤΕ.
Τα οφέλη από την πώληση
Όπως επισημαίνουν κύκλοι της Εθνικής Τράπεζας, η πώληση της Finansbank είναι στρατηγική επιλογή που βασίστηκε σε προσεκτική ανάλυση των χρηματοοικονομικών δεδομένων και αξιολόγηση της Τουρκικής αγοράς.
Σύμφωνα με τις ίδιες πηγές, η ολοκλήρωση της συμφωνίας σε τιμή που κινείται στο επίπεδο της λογιστικής αξίας της τράπεζας (book value) είναι απολύτως ικανοποιητική βάσει και της αρχικής στοχοθεσίας της Τράπεζας, καθώς:
• προσφέρει σημαντική ρευστότητα ύψους €3.5 δισεκ., η οποία θα διοχετευθεί προς τη χρηματοδότηση ελληνικών επιχειρήσεων και νοικοκυριών
• θωρακίζει τη φερεγγυότητα και την κεφαλαιακή επάρκεια της ΕΤΕ
• η διοίκηση της Εθνικής κινείται αποφασιστικά ώστε να είναι συνεπής στις δεσμεύσεις της στους μετόχους της και τις Ευρωπαϊκές αρχές
• επιτρέπει στην ΕΤΕ να παραμείνει προσηλωμένη στους στόχους της στρατηγικής που έχει καταρτίσει για την αναπτυξιακή πορεία της ίδιας, αλλά και την ενίσχυση της Ελληνικής οικονομίας
Πιο συγκεκριμένα, τονίζουν οι ίδιοι κύκλοι, με την ολοκλήρωση της συναλλαγής η ΕΤΕ θα μπορέσει να:
• Προχωρήσει με την αποπληρωμή του μεγαλύτερου μέρους των CoCos ύψους €2 δισ., κίνηση που θα αποφέρει ωφέλειες ύψους περίπου €150 εκατ. σε ετήσια βάση.
• Δρομολογήσει την αποπληρωμή «ακριβών» Pillar 2 bonds (μη καλυμμένες ομολογίες που φέρουν την εγγύηση του Ελληνικού Δημοσίου) και να αποδεσμευτεί σταδιακά από τον ELA, γεγονός που θα εξασφαλίσει σημαντική ευελιξία και ενισχυμένη κερδοφορία για την ΕΤΕ (περίπου €100 εκατ. άμεσο όφελος σε ετήσια βάση)
• Αποπληρώσει σημαντικό ποσοστό των κρατικών ενισχύσεων που έχει λάβει το τελευταίο διάστημα, επιβεβαιώνοντας τη δέσμευση της διοίκησης στο κατατεθειμένο και εγκεκριμένο capital plan
• Βελτιώσει τους βασικούς χρηματοοικονομικούς της δείκτες
Η Goldman Sachs International και η Morgan Stanley & Co. International plc, ενεργούν εν κοινώ ως οικονομικοί σύμβουλοι για την ΕΤΕ. Η Freshfields Bruckhaus Deringer, ενεργεί ως νομικός σύμβουλος για την ΕΤΕ.
Τα οφέλη από την πώληση
Όπως επισημαίνουν κύκλοι της Εθνικής Τράπεζας, η πώληση της Finansbank είναι στρατηγική επιλογή που βασίστηκε σε προσεκτική ανάλυση των χρηματοοικονομικών δεδομένων και αξιολόγηση της Τουρκικής αγοράς.
Σύμφωνα με τις ίδιες πηγές, η ολοκλήρωση της συμφωνίας σε τιμή που κινείται στο επίπεδο της λογιστικής αξίας της τράπεζας (book value) είναι απολύτως ικανοποιητική βάσει και της αρχικής στοχοθεσίας της Τράπεζας, καθώς:
• προσφέρει σημαντική ρευστότητα ύψους €3.5 δισεκ., η οποία θα διοχετευθεί προς τη χρηματοδότηση ελληνικών επιχειρήσεων και νοικοκυριών
• θωρακίζει τη φερεγγυότητα και την κεφαλαιακή επάρκεια της ΕΤΕ
• η διοίκηση της Εθνικής κινείται αποφασιστικά ώστε να είναι συνεπής στις δεσμεύσεις της στους μετόχους της και τις Ευρωπαϊκές αρχές
• επιτρέπει στην ΕΤΕ να παραμείνει προσηλωμένη στους στόχους της στρατηγικής που έχει καταρτίσει για την αναπτυξιακή πορεία της ίδιας, αλλά και την ενίσχυση της Ελληνικής οικονομίας
Πιο συγκεκριμένα, τονίζουν οι ίδιοι κύκλοι, με την ολοκλήρωση της συναλλαγής η ΕΤΕ θα μπορέσει να:
• Προχωρήσει με την αποπληρωμή του μεγαλύτερου μέρους των CoCos ύψους €2 δισ., κίνηση που θα αποφέρει ωφέλειες ύψους περίπου €150 εκατ. σε ετήσια βάση.
• Δρομολογήσει την αποπληρωμή «ακριβών» Pillar 2 bonds (μη καλυμμένες ομολογίες που φέρουν την εγγύηση του Ελληνικού Δημοσίου) και να αποδεσμευτεί σταδιακά από τον ELA, γεγονός που θα εξασφαλίσει σημαντική ευελιξία και ενισχυμένη κερδοφορία για την ΕΤΕ (περίπου €100 εκατ. άμεσο όφελος σε ετήσια βάση)
• Αποπληρώσει σημαντικό ποσοστό των κρατικών ενισχύσεων που έχει λάβει το τελευταίο διάστημα, επιβεβαιώνοντας τη δέσμευση της διοίκησης στο κατατεθειμένο και εγκεκριμένο capital plan
• Βελτιώσει τους βασικούς χρηματοοικονομικούς της δείκτες