Λάζαρος – Κίμων Μπερβερίδης
Τρέμει, θολή ανήσυχη στο βάθος η
σελήνη
Καθώς σαλεύτηκε με μιας του έλληνα
η γαλήνη
Μαύρες σημαίες, μαύρες στιγμές οι
αύρες του ρανού
Φυσούν στα ανταμώματα του δίκαιου
ξεσηκωμού.
Ράτσα των ήλιων και των ουρανών,
στη λάμψη δακρυσμένη
Είναι τι άρωμα νεκρώσιμο με ρόδα
ματωμένη
Ζωντανή παράσταση, πολλές
αραγμένες υποσχέσεις
Ξεσηκωμοί κουράγια, δικαίωση μέχρι να
πονέσεις.
Συνθήματα στο πανό γραμμένα,
φωνάζουν δυνατά
Προσχήματα προβάλλονται, ολοένα
καθημερινά
Απόγνωση και στεναγμοί, ξεπουλάνε
την ψυχή μας
Πυρκαγιά σαρωτική γκρίζοι οι
ουρανοί μας.
Λεηλασία μιας ζωής στο μυστήριο
της προσμονής
Της ελπίδας το μέγα θαύμα, ένας
Θεός της υπομονής
Δεμένος στη γη σου, με απέραντη
θλίψη στη ψυχή
Πάλη μες τη ζωή σου, στερεύουν τα
λόγια του στοχαστή.