ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ ΓΙΑ ΠΑΝΤΑ

ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ ΓΙΑ ΠΑΝΤΑ
ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ ΓΙΑ ΠΑΝΤΑ

Κυριακή 2 Φεβρουαρίου 2020

ΕΝΑΣ ΑΞΙΩΜΑΤΙΚΟΣ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΣΤΡΑΤΟΥ ΘΥΜΑΤΑΙ ΤΗ ΒΡΑΔΙΑ ΤΩΝ ΙΜΙΩΝ


    …..Την νύχτα εκείνη εργαζόμουν σε κεντρικό πολυτελές Ξενοδοχείο της Ρόδου. Μέσα στους παρευρισκομένους ήταν ο τότε Νομάρχης, ένας γνωστός εισαγγελέας, ο εκπρόσωπος της τοπικής εκκλησίας και ο Μέραρχος του νησιού. Είχα μια ανησυχία από νωρίς χωρίς να γνωρίζω ακριβώς γιατί, ώσπου στις 23:45 χτύπησε το τηλέφωνο και ζητούσαν επειγόντως τον Στρατηγό.
    Όταν έφτασε μπροστά μου και απάντησε, το βλέμμα του σοβάρεψε και λακωνικά είπε “
έρχομαι αμέσως”.  Ακολούθησε ένα δεύτερο τηλεφώνημα που ήταν για τον Νομάρχη αυτή την φορά.
    Το επόμενο τηλεφώνημα “ακούγεται γελοίο” αφορούσε εμένα! Ξαφνιάστηκα!
    Ενημέρωσα αμέσως τον υπεύθυνο ότι έπρεπε να εγκαταλείψω την θέση μου και να αντικατασταθώ. Μέσα σε 10 λεπτά έφυγα για το Αστυνομικό Τμήμα Ιαλυσσού που θα έβρισκα το ειδικό φύλλο πορείας. Ήξερα που έπρεπε να πάω, αλλά ήμουν σίγουρος ότι αν δεν το έπαιρνα θα είχα πρόβλημα με τα μπλόκα του στρατού στον δρόμο.
    Στις 00:25 έτρεχα μανιασμένα με το αυτοκίνητο με κατεύθυνση προς την επιστρατευτική μονάδα. Μπροστά μου ξαφνικά βλέπω έναν φακό να κουνιέται πάνω κάτω και να μου κάνουν νόημα να σταματήσω. Ήταν 5 πάνοπλα παιδιά τα οποία στεκόντουσαν κρυμμένα μέσα στην βροχή και στον αέρα και δεν άφηναν να περάσει τίποτα. Τους είπα “είμαι έφεδρος Ανθυπολοχαγός και πάω στην μονάδα μου”. Ο Στρατονόμος είδε το χαρτί, μου έσφιξε το χέρι και μου είπε “Αξιωματικέ, καλή τύχη να έχουμε και να θυμάσαι… οφείλεις να φας 6 Τούρκους πριν τα τινάξεις! Μου το υπόσχεσαι;”
    Σου το υπόσχομαι του είπα και γελάσαμε και οι δύο με ένα γέλιο που έμοιαζε κάπως σαν του μελλοθάνατου που χαιρετάει χαμογελώντας!
    Μόλις είδα την πύλη του στρατοπέδου πήγα και στάθμευσα το αυτοκίνητο περίπου 300 μέτρα μακριά και επέστρεψα με τα πόδια. Με παρέλαβε ένας Ταγματάρχης ο οποίος με ενημέρωσε μέσα σε 5 λεπτά για τον ρόλο μου και μου έδωσε τον σάκο και τον οπλισμό μου. Με έστειλε να βρω όσους θα είχα μαζί μου και να τους ενημερώσω. Το μυαλό μου ήταν άσπρο μαύρο. Η σκέψη μου ήταν πλέον δυαδική. Ξαφνικά είχαν χαθεί από την σκέψη μου όλα τα πολύπλοκα πράγματα που σκεφτόμαστε καθημερινά. Είχε αδειάσει το μυαλό μου από όλα τα περιττά και είχε κρατήσει μόνο ό,τι μπορούσε να μου φανεί χρήσιμο.
    Για πρώτη φορά ένιωσα τέτοια ευκολία να επικοινωνήσω με αγνώστους χωρίς συστάσεις, μπήκα κατευθείαν στο ψητό. Ρώτησα αν ήξερε κάποιος την περιοχή καλά, αν ήταν ντόπιος, να μας πει σημεία διαφυγής, σημεία ενέδρας και ό,τι άλλο μπορούσε να φανεί χρήσιμο. Είχα ενημέρωση αλλά οι ντόπιοι είναι κρυφό χαρτί σε τέτοιες περιπτώσεις.
    Τα κινητά ήταν νεκρά εδώ και ώρες από παρεμβολές και είχαμε εντολή για σιγή ασυρμάτου.   Ακροβολιστήκαμε στις θέσεις μας αφού χαιρετηθήκαμε και κλειστήκαμε στον εαυτό μας ο καθένας, περιμένοντας τους βαρβάρους.
    Οι σκέψεις που περνούσαν από το μυαλό μου ήταν αλλόκοτες. Το μόνο που με απασχολούσε ήταν αν θα ανταποκριθούν αυτοί που είχα γύρω μου, αν θα υπάρξει αποτελεσματική απόκρουση του εχθρού, πως θα νιώθω αν άρχιζαν να σφυρίζουν σφαίρες πάνω από το κεφάλι μου, αν θα επέτρεπε αυτός ο θυελλώδης άνεμος να πετάξουν οι αερομεταφερόμενες μονάδες και να βρεθούν από πίσω μας οι Τούρκοι. Τα μόνα που με απασχολούσαν ήταν η επιβίωση όλων μας και το να μην πάρουν το νησί. Ένα νησί στο οποίο δεν γεννήθηκα, αλλά δεν θα επέτρεπα να το ακουμπήσει ο Τούρκος ατιμώρητος γιατί ήταν Ελλάδα.
    Για μια στιγμή δάκρυσα και ένα συναίσθημα πανικού με κυρίευσε. Θυμήθηκα όμως έναν υπαξιωματικό των Ο.Υ.Κ. που μας έκανε ένα μάθημα για εκρηκτικά με τηλεχειρισμό, ο οποίος είπε μια φορά “Δεν εμπιστεύομαι όποιον δεν φοβάται… αν δεν φοβάται μπορεί να σπάσει πάνω στην κρίσιμη στιγμή… ενώ αν φοβάται θα το ξεπεράσει για να νικήσει και να επιβιώσει αυτός και το ζευγάρι του ή η ομάδα του.”
    Τότε παραδέχτηκα ότι φοβόμουν! Το δάκρυ σταμάτησε. Μετά ήρθε ο θυμός! Μετά με έπιασε νευρικό γέλιο, γελούσα τόσο δυνατά που παρ’ όλη την βροχή και τις ριπές του ανέμου, ακουγόμουν τόσο πολύ που ο διπλανός που ήταν καμιά δεκαριά μέτρα πιο πέρα ήρθε να δει τι συμβαίνει.
    Με ρώτησε “Έχουμε κανένα καλό νέο;” Του είπα “Το καλό νέο είναι ότι δεν φοβάμαι πια κανέναν” και σηκώθηκα πάνω και κάνοντας την χαρακτηριστική κίνηση με το μεσαίο δάχτυλο φώναζα “Πουτ@νες χανούμισες σας περιμένουμε…” .
    Δεν ξέρω πως έγινε αυτό, αλλά μετά από μερικά δευτερόλεπτα άκουγε κανείς από όλη την πλαγιά πάνω από την παραλία διάσπαρτες φωνές να φωνάζουν”. Ο καθένας έλεγε τα δικά του! Σαν να ήμουν σε γήπεδο και μας είχαν σφυρίξει άδικο πέναλτι. Πολύ βρισίδι και φωνές που έμοιαζαν με ιαχές! Είχε ξορκιστεί ο φόβος!  Φωνάζανε μέχρι που κουράστηκαν αλλά ήμουν σίγουρος ότι όλοι είχαν ντοπαριστεί κι ένιωθαν παντοδύναμοι. Είχε λειτουργήσει κάτι το οποίο ήταν σαν ναρκωτικό. Μια υπεροψία απέναντι στον θάνατο που δεν ξέρω από που πήγαζε.
    Εκεί ήταν που αναγνώρισα για πρώτη φορά πως κάτι συμβαίνει με τους Έλληνες. Κάτι το οποίο κάτω από συγκεκριμένες συνθήκες τους μεταμορφώνει σε μια οντότητα που καμία σχέση δεν έχει με την καθημερινότητα τους.
    Δεν ήταν λογικό να θέλω να φανούν από απέναντι τα πρώτα σημάδια κίνησης, δεν έπρεπε να επιζητώ να με προκαλέσουν με την παρουσία τους και να τους αντιμετωπίσω. Κι όμως μετά το πρώτο σοκ που κράτησε 15 λεπτά κάτι πύρινο ξεπήδησε το οποίο φώναζε “Ως εδώ… ” κι εκεί ξεχύθηκε το θάρρος.
    04:45 Πρώτη ένδειξη επικοινωνίας στον ασύρματο. Το κέντρο επικοινωνεί με τις ομάδες. Αφού απάντησαν όλες οι ομάδες, δίνεται λήξη συναγερμού και επιστροφή στην μονάδα. Μετά από μισή ώρα βρισκόμασταν στο στρατόπεδο και εγώ κατευθύνθηκα στο γραφείο του Διοικητή. “Έληξαν όλα μου είπε.  Tον συγχάρηκα για την όλη οργάνωση και για την ταχύτητα με την οποία μας εφοδίασε και έφυγα.
    Την στολή εκείνης της νύχτας δεν την παρέδωσα, την πήρα μαζί μου για να μου θυμίζει όλα αυτά που σκέφτηκα κι όλα όσα ανακάλυψα…
    Κάποιοι γνωρίζουν καλά αυτό που συμβαίνει στον Έλληνα στις κρίσιμες στιγμές. Γι αυτό οδηγήθηκε με επιστημονικό τρόπο ο Ελληνικός λαός στον φόβο. Λίγο λίγο σαν δηλητήριο. Γιατί αν έσκαγε όλο μαζί θα γινόμασταν κάτι άλλο από την μια στιγμή στην άλλη. Δεν είναι ανάγκη κανείς να είναι Ο.Υ.Κ. ή μέλος άλλης επίλεκτης ομάδας. Αν είναι Έλληνας τότε είναι επίλεκτος εξ’ ορισμού λόγω γονιδιώματος. Είμαστε προγραμματισμένοι να λειτουργούμε σαν θηρία κάτω από ειδικές συνθήκες. Είμαστε φτιαγμένοι να ξεπερνάμε τους εαυτούς μας. Το σημείο εκείνο που έγινε το κλικ, έφτιαξε τον Λεωνίδα, τον Κολοκοτρώνη και τόσους άλλους. Ήταν όλοι τους σαν κι εμάς, ΕΛΛΗΝΕΣ!