ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ ΓΙΑ ΠΑΝΤΑ

ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ ΓΙΑ ΠΑΝΤΑ
ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ ΓΙΑ ΠΑΝΤΑ

Παρασκευή 28 Φεβρουαρίου 2020

Πατ Γκάρετ 1850 – 1908

    Θρυλική φιγούρα του Φαρ-Ουέστ. Γελαδάρης, βουβαλοκυνηγός μπάρμαν και άνθρωπος του νόμου, που διετέλεσε σερίφης και τελώνης.
    Ο Πάτρικ Φλόιντ Γκάρετ (Patrick Floyd "Pat" Garrett) γεννήθηκε στην πόλη Κασέτα της Αλαμπάμα στις 5 Ιουνίου 1850 και μεγάλωσε στο Χέινσβιλ της Λουιζιάνας. Σε ηλικία 19 ετών εγκατέλειψε την οικογενειακή στέγη για να δουλέψει ως γελαδάρης (cowboy) στο Τέξας. Το 1875 άλλαξε επάγγελμα κι έγινε βουβαλοκυνηγός. Το 1878 σκότωσε ένα συνάδελφό του βουβαλοκυνηγό, ευρισκόμενος σε άμυνα, όταν αυτός του επιτέθηκε με τσεκούρι, ύστερα από ένα καυγά.
    Ο τόπος δεν τον χωρούσε και ο Γκάρετ μετακόμισε στο γειτονικό Νέο Μεξικό. Αρχικά δούλεψε ως γελαδάρης και στη συνέχεια άνοιξε το δικό του σαλούν. Διακρινόταν για το ύψος του και οι ντόπιοι του κόλλησαν το παρατσούκλι Μακρυγιάννης (Long John). Το 1879 παντρεύτηκε τη Χουανίτα Γκουτιέρεζ και όταν αυτή πέθανε στη γέννα τον επόμενο χρόνο, την αδελφή της Απολινάρια, η οποία του χάρισε εννέα παιδιά.
    Τον Νοέμβριο του 1880 ο σερίφης της κομητείας Λίνκολν του Νέου Μεξικού παραιτήθηκε μη αντέχοντας τον πόλεμο των παρανόμων που είχε ξεσπάσει στην περιοχή του. Ο κυβερνήτης της πολιτείας Λιού Γουάλας (ο συγγραφέας του Μπεν Χουρ) διόρισε στη θέση του τον Πατ Γκάρετ, που εν τω μεταξύ είχε αποκτήσει φήμη ικανού πιστολά και ήταν μέλος του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος, όπως και ο κυβερνήτης.
    Αμέσως, ο Γκάρετ βάλθηκε να ξεπαστρέψει την περιοχή από τους παρανόμους, με πρώτο και καλύτερο τον Χένρι Μακ Κάρτι, ένα νεαρό φυγόδικο, γνωστό με το ψευδώνυμο Μπίλι δε Κιντ (Billy The Kid). Ο ΜακΚάρτι φημολογείτο ότι είχε σκοτώσει 21 ανθρώπους, έναν για κάθε χρόνο της ζωής του, και είχε επικηρυχθεί από τον κυβερνήτη για το ποσό των 373.47 δολαρίων. Ήταν ο παράνομος που θα χαρίσει τη δόξα στον Πατ Γκάρετ.   
Στις 23 Δεκεμβρίου 1880,  ένα απόσπασμα του σερίφη Γκάρετ κατάφερε να συλλάβει τον Μπίλι δε Κιντ και να τον οδηγήσει σιδηροδέσμιο ενώπιόν του. Ο νεαρός παράνομος οδηγήθηκε εκ νέου σε δίκη και καταδικάσθηκε σε πολυετή ποινή φυλάκισης. Στις 28 Απριλίου 1881 κατόρθωσε να αποδράσει και πάλι, αφού προηγουμένως σκότωσε τους δύο φρουρούς του. Ο σερίφης Γκάρετ, ανακρίνοντας ένα κατάδικο, πληροφορήθηκε ότι ο Μπίλι δε Κιντ κρυβόταν στο σπίτι ενός κοινού τους φίλου, του πάμπλουτου γαιοκτήμονα  Πιτ Μάξγουελ.
    Γύρω στα μεσάνυχτα της 14ης Ιουλίου 1881 ο Γκάρετ μπήκε κρυφά στο σπίτι του Μάξγουελ, αλλά ο Μπίλι δε Κιντ, που λαγοκοιμόταν σε διπλανό δωμάτιο, αντιλήφθηκε ότι κάτι παράξενο συμβαίνει και μπήκε στο δωμάτιο του Μάξγουελ. Ο Μπίλι δε Κιντ δεν αναγνώρισε τον άνθρωπο που στεκόταν στη σκιά. «Ποιος είναι;» φώναξε δύο φορές. Ο Γκάρετ, αντί άλλης απαντήσεως, τον πυροβόλησε κατευθείαν στην καρδιά.
    Ο τρόπος που σκότωσε τον Μπίλι δε Κιντ διχάζει τους ιστορικούς. Ο Γκάρετ ισχυρίστηκε ότι ο Μπίλι δε Κιντ οπλοφορούσε, γι’ αυτό τον πυροβόλησε πρώτος. Όμως, όπλο δεν βρέθηκε στη σκηνή του συμβάντος, γεγονός που σημαίνει ότι ο Γκάρετ τον πυροβόλησε χωρίς προειδοποίηση, αμαυρώνοντας έτσι τη φήμη ως ανθρώπου του νόμου.
    Μετά την εξολόθρευση του Μπίλι δε Κιντ και σειράς άλλων παρανόμων, η φήμη του Γκάρετ ανέβηκε κατακόρυφα και κλήθηκε και σε άλλα μέρη εκτός Νέου Μεξικού για να επιβάλλει τον νόμο. Το 1882, μετά τη λήξη της θητείας του στο Λίνκολνέθεσε υποψηφιότητα για σερίφης στην κομητεία  Γκραντ, αλλά δεν εξελέγη. Δύο χρόνια αργότερα έβαλε υποψηφιότητα για γερουσιαστής, αλλά και πάλι απέτυχε. Τότε αποσύρθηκε από το Νέο Μεξικό και μετακόμισε στο Τέξας, όπου ανέλαβε λοχαγός σ’ ένα τοπικό αστυνομικό σώμα, τους Ρέιντζερς.
    Το 1989 επανήλθε στο Νέο Μεξικό για να διεκδικήσει τη θέση του σερίφη στην κομητεία Τσάβες, αλλά και πάλι ηττήθηκε στις εκλογές. Το 1896 τα κατάφερε στην κομητεία Δόνια Άνα του Νέου Μεξικού, προκειμένου να αντιμετωπίσει μία δύσκολη και σκοτεινή υπόθεση, την εξαφάνιση του εισαγγελέα Φάουντεν και του μικρού του γιου, για την οποία υπήρχαν υπόνοιες ότι ευθύνονταν αστυνομικοί που ήταν άνθρωποι του δικαστή Φολ. Ο Γκάρετ κατάφερε να τους οδηγήσει ενώπιον της δικαιοσύνης, αλλά αυτοί αθωώθηκαν.   
Το 1901 έγινε φίλος με τον πρόεδρο των ΗΠΑ Θίοντορ Ρούζβελτ και αυτός τον διόρισε τελώνη στο Ελ Πάσο του Τέξας. Όμως, οι κακές παρέες του οδήγησαν τον αμερικανό πρόεδρο να μη του ανανεώσει τη θητεία το 1906. Ο Γκάρετ επέστρεψε στο ράντσο του στο Νέο Μεξικό, αλλά ήταν πνιγμένος στα χρέη. Ένα μέρος του ράντσου το έδωσε στους πιστωτές του, ενώ νοίκιαζε κάποια άλλα τμήματά του. Με ένα από τους ενοικιαστές του, τον Τζέσε Μπρέιζελ, ήρθε σε ρήξη για τις γίδες του που έβοσκαν χωρίς την άδεια του Γκάρετ.  Το πρωινό της 29ης Φεβρουαρίου 1908 τον αντάμωσε στον δρόμο. Ο καυγάς δεν άργησε να ξεσπάσει.  Σύμφωνα με την υπερασπιστική γραμμή του Μπρέιζελ, που οδήγησε στην αθώωσή του, ο Γκάρετ κινήθηκε για να πιάσει το όπλο του και αυτός τον πυροβόλησε δύο φορές, την μία στο στομάχι και την άλλη στο κεφάλι, ευρισκόμενος σε νόμιμη άμυνα. Ο θάνατος του Πατ Γκάρετ ήταν ακαριαίος. Ένας πεζός θάνατος για μια θρυλική φιγούρα του Γουέστ.

    Η ιστορία του Πατ Γκάρετ και του Μπίλι δε Κιντ έχει μεταφερθεί δεκάδες φορές στον κινηματογράφο, με κορυφαίο το γουέστερν του Σαμ Πέκινπα Pat Garrett & Billy the Kid, παραγωγής 1973, τη μουσική του οποίου έγραψε ο Μπομπ Ντίλαν.