Οι εφημερίδες
τον κατηγόρησαν ότι μέσα σε πέντε χρόνια
εξαπάτησε 170 γυναίκες με τη μέθοδο της μνηστείας. Εκείνος αποκάλυψε
ότι είχε 400 ερωμένες και ότι
δεν εξαπάτησε καμία.
— Δεσποινίς, σας αγαπώ. Θέλω να γίνετε
γυναίκα μου.
— Παρντόν;
— Ζητώ το χέρι σας.
— Μα, μόλις τώρα γνωριστήκαμε.
— Έχω τις πληροφορίες μου. Είστε καλό και τίμιο κορίτσι. Πείτε το ναι και αύριο θα έρθω στο σπίτι σας, να σας ζητήσω επισήμως από τους δικούς σας.
— Παρντόν;
— Ζητώ το χέρι σας.
— Μα, μόλις τώρα γνωριστήκαμε.
— Έχω τις πληροφορίες μου. Είστε καλό και τίμιο κορίτσι. Πείτε το ναι και αύριο θα έρθω στο σπίτι σας, να σας ζητήσω επισήμως από τους δικούς σας.
Η Φωφώ, η Μαρίκα,
η Κατίνα, η Ελένη, η Χρύσα, η Πόπη, η Κούλα,
η Άννα, η Γεωργία
παραξενεύονταν με τη βιασύνη του, αλλά επειδή είχαν μεγαλώσει με τον φόβο μήπως
μείνουν στο ράφι, δίσταζαν ν’ αφήσουν την ευκαιρία να πάει χαμένη. Εξάλλου ο
νέος φαινόταν ηθικός και τίμιος, αφού ζητούσε γάμο και δεν προσπαθούσε να τις
παρασύρει σε ερωτικές περιπτύξεις και στο μη περαιτέρω.
Την άλλη μέρα στο σπίτι της Φωφώς, της Μαρίκας,
της Κατίνας, της Ελένης, της Χρύσας,
της Πόπης, της Κούλας, της Άννας, της Γεωργίας, με χαμόγελα, σεμέν και κεράσματα
περίμεναν τον υποψήφιο γαμπρό. Μόλις έκανε την εμφάνισή του, η χαρά γινόταν
ενθουσιασμός. Νέος, όμορφος, σοβαρός,
αριστοκρατικός, μορφωμένος, κομψός, ευγενικός, ξεπερνούσε κάθε προσδοκία.
Ο Δάγκας, Μερλέγκος,
Βασακλής, Δασκαλής,
Οικονομάκος, Σακλής, Φακής, Φωκάς παρουσιαζόταν ως φοιτητής της Νομικής,
υπάλληλος του
Οργανισμού Λιμένος Πειραιώς και έφεδρος ανθυπολοχαγός. Ύστερα από τα
λογοδοσίματα, έπαιρνε τη μνηστή του και πήγαινε σ’ ένα φωτογραφείο για να
φωτογραφηθούν. Στη συνέχεια εγκαθίστατο στο
σπίτι της.
Με την πρόφαση
ότι χρειαζόταν χρήματα για να δώσει εξετάσεις και να πάρει άδεια εξασκήσεως
επαγγέλματος, ώστε να παραιτηθεί από τον ΟΛΠ και να μείνει μόνιμα στη
Θεσσαλονίκη ως δικηγόρος, εισέπραττε μια προκαταβολή της προίκας. Τότε άρχιζε η αναζήτηση της καινούργιας
αρραβωνιαστικιάς.
Όταν την
έβρισκε, ξεφούρνιζε ένα ωραίο ψέμα στην προηγούμενη κι εξαφανιζόταν. Στα τρία
χρόνια που κράτησε η δράση του στη Θεσσαλονίκη, έτρωγε, έπινε και κοιμόταν στα διάφορα πεθερικά, ζούσε από τις
τραβηχτικές που έκανε και δεν χρειάστηκε να δουλέψει ούτε μια μέρα.
Μόνον στην Τούμπα, μέσα σε δύο χρόνια, είχε αρραβωνιαστεί τριάντα εννέα φορές.
Αυτό όμως δεν είναι τίποτα. Στη Θεσσαλονίκη είχε αρραβωνιαστεί
συνολικά ογδόντα
φορές, στην Αθήνα και στον Πειραιά εξήντα έξι, στην Σπάρτη οχτώ, στη Σάμο οχτώ, στον Βόλο έξι και στις Σέρρες δύο. Σύνολο αρραβώνων αριθμητικώς και
ολογράφως 170, εκατόν εβδομήντα. Και όλα αυτά μέσα σε πέντε χρόνια!
Είχε προτίμηση
στη Θεσσαλονίκη. «Α, όλα κι όλα», έλεγε. «Η
Θεσσαλονίκη έχει τα ωραιότερα κορίτσια».
Πάντα υπήρχε ο κίνδυνος της τυχαίας συνάντησης με κάποια
από τις προηγούμενες
αρραβωνιαστικιές. Τότε επιστρατευόταν η πιο πειστική για
την περίπτωση δικαιολογία. Δήθεν είχε πέσει με τα μούτρα στο διάβασμα, τάχα τον
είχαν ανακαλέσει αιφνιδίως στον Πειραιά…
Τον συνέλαβαν
την ώρα που απολάμβανε τον καφέ του στο καφενείο του Λευκού Πύργου. Τον
μετέφεραν στη Γενική Ασφάλεια, ακόμα γνωστή ως Καταδίωξη. Κάποιοι είπαν ότι τον είχε καταγγείλει μία από τις
πρώην. Είναι περίεργο που από τις εκατόν
εβδομήντα αρραβωνιαστικιές, μόνον μία βρέθηκε να τον καταγγείλει.
Άλλοι, πάλι,
είπαν ότι τον έκαψε ένας αξιωματικός της αστυνομίας, που η ανιψιά του είχε
διατελέσει μνηστή. Του είχε χαρίσει μάλιστα κι ένα κουστούμι, το οποίο ο θείος,
αμέσως μετά τη σύλληψη, έσπευσε να πάρει πίσω.
Αυτά έγραφαν οι
εφημερίδες τον Γενάρη
του 1937 προσπαθώντας να δημιουργήσουν εντυπωσιακά άρθρα για τον
εξ επαγγέλματος μνηστήρα, τον απατεώνα, τον προικοθήρα. Δόθηκε στη δημοσιότητα
ένα κομπολόι από ονόματα, ανάμεσά τους και το απίθανο Πιτσιρίκος, που οφειλόταν κυρίως στη
φαντασία των δημοσιογράφων και σε ό,τι πρόφτασε ν’ αρπάξει το αυτί τους στους
διαδρόμους της Ασφάλειας. Το αληθινό του
όνομα δεν έγινε γνωστό.
Από την έρευνα
που έκανε στο σπίτι του ο Νίκος Μουσχουντής (ο
γνωστός Μουσχουντής, που τότε ήταν ανθυπομοίραρχος), ύστερα από εντολή του
διοικητή της Γενικής Ασφάλειας Τσαούση, βρέθηκαν περί τις
διακόσιες φωτογραφίες του με διάφορες φίλες του, αμέτρητα ερωτικά γράμματα κι
ένα κατάστιχο όπου καταγράφονταν τα ονόματα και οι διευθύνσεις εκατόν εβδομήντα
γυναικών. Το κατάστιχο επιγραφόταν «Εμπιστευτικό ευρετήριο».
«Την
ξέρω τη γυναικεία καρδιά, γιατί την έχω σπουδάσει», είπε στους
δημοσιογράφους. «Τις φίλες μου δεν τις πείραζα, όπως
κάνουν άλλοι. Οι σχέσεις μας σταματούσαν στην αλληλοεκτίμηση, αλλά φρόντιζα να
κάνω το κορίτσι να μ’ ερωτευτεί. Μοναδικό όπλο γι’ αυτό είναι η ζήλια. Άμα δει
ένα κορίτσι ότι φλερτάρετε μια φίλη του, αμέσως θα τσιμπήσει και θα προσπαθήσει
να σας κρατήσει πάση θυσία».
Οι
δημοσιογράφοι τον αποκαλούσαν Δον Ζουάν, Καζανόβα, Ταμερλάνο, Μινώταυρο, ακόμα και Λανδρύ. (Ως
γνωστόν, ο Λανδρύ, διαβόητος δολοφόνος γυναικών, κρατούσε ένα σημειωματάριο με
τα ονόματα των θυμάτων του και ποικίλες λεπτομέρειες). Μπορεί στο κατάστιχο
να ήταν γραμμένα τα
ονόματα 170 γυναικών, ο ίδιος όμως δήλωσε ότι οι φιλενάδες
του ήταν πάνω από 400. Χαρακτήριζε τον εαυτό του «Υπ’ αριθμόν ένα δημόσιο κίνδυνο του γυναικείου φύλου».
Με τις δηλώσεις
του ηλέκτριζε τους δημοσιογράφους, εκείνοι πάλι είχαν πλάσει ολόκληρο
μυθιστόρημα και οι εφημερίδες δημοσίευαν υπερβολές και ανακρίβειες.
Ποτέ δεν
παραδέχτηκε ότι εξαπατούσε τάζοντας γάμο. «Έκανα
γνωριμίες, είχα σχέσεις, είχα πολλές φιλενάδες, μπορεί να έδωσα μερικές
υποσχέσεις μνηστείας, αλλά ότι τις ξεγελούσα συστηματικά με αρραβώνα δεν είναι
σωστό»,
δήλωσε.
Όταν τον
πληροφόρησαν ότι η αστυνομία θα καλέσει τις αρραβωνιαστικιές του στη Γενική Ασφάλεια για να πιστοποιήσουν τις απάτες του, είπε:
«Κανένα κορίτσι δεν θα με καταγγείλει, γιατί δεν έκανα κανένα κακό. Αν με αφήσουν να γράψω μερικά γράμματα, θα δείτε ότι θα μαζευτούν εδώ στο Τμήμα καμιά πενηνταριά κορίτσια για να με δουν και θα κλαίνε που είμαι κλεισμένος στο κρατητήριο».
«Κανένα κορίτσι δεν θα με καταγγείλει, γιατί δεν έκανα κανένα κακό. Αν με αφήσουν να γράψω μερικά γράμματα, θα δείτε ότι θα μαζευτούν εδώ στο Τμήμα καμιά πενηνταριά κορίτσια για να με δουν και θα κλαίνε που είμαι κλεισμένος στο κρατητήριο».
Είχε δίκιο. Δεν
χρειάστηκε να γράψει γράμματα. Η αστυνομία κάλεσε τις κοπέλες που αναφέρονταν
στο κατάστιχο. Παρουσιάστηκαν συνοδευόμενες από γονείς ή συγγενείς. Δεν τον κατηγόρησαν για τίποτα.
Επειδή στο
σπίτι του είχαν βρεθεί τρία ρολόγια, το ένα από αυτά γυναικείο, από πλατίνα,
μεγάλης αξίας, οι εφημερίδες έκαναν λόγο για κλοπή. Καμία μήνυση δεν κατατέθηκε
εναντίον του ούτε για κλοπή ούτε για απάτη ούτε για αποπλάνηση. Η υπόθεση, προς
απογοήτευση των δημοσιογράφων, άρχισε να ξεφουσκώνει.
Όλα έδειχναν
πως δεν τον βάραινε καμία αξιόποινη πράξη και ότι δεν είχε παρά έναν ασυνήθιστα
μεγάλο κύκλο γυναικείων γνωριμιών. Βέβαια, ένας άνθρωπος που σε πέντε χρόνια
έχει συνάψει μερικές εκατοντάδες ερωτικές σχέσεις, διατηρεί αλληλογραφία, καρνέ
και φωτογραφίες, δεν είναι και πολύ σόι, αλλά δεν είναι και παράνομος.
Μετά από αυτά
θα έπρεπε να αφεθεί ελεύθερος, αλλά η Γενική Ασφάλεια
κράταγε άσο στο μανίκι της και
δεν τον άφησε να φύγει χωρίς να του κόψει μια γερή δαγκωνιά.
Ανάμεσα στα
πράγματα που βρέθηκαν στο σπίτι του ήταν κι ένα πλαστό απολυτήριο έφεδρου ανθυπολοχαγού. Σύμφωνα με αυτά που
ίσχυαν τότε, οι απολυόμενοι από τις τάξεις του στρατού με τον βαθμό του έφεδρου
ανθυπολοχαγού, είχαν το δικαίωμα να γραφτούν στο πανεπιστήμιο. Μ’ ένα τέτοιο
χαρτί στην τσέπη, το παραμύθι του περί έφεδρου αξιωματικού-φοιτητή της Νομικής-υπαλλήλου του ΟΛΠ γινόταν εύκολα
πιστευτό· αλλά αυτό ήταν και το ευαίσθητο σημείο του.
Παραπέμφθηκε για πλαστογραφία
δημοσίου εγγράφου.