Από Γιώργος Τούλας
Θα ξεκινήσω από την αρχή. Το μεσημεριάτικο
ύπνο τον μίσησα στον παιδικό σταθμό. Πήγαινα στην Ελπίδα στην Τούμπα, ένα κρατικό ίδρυμα, στο τέλος της
χούντας, που είχε περίπου στρατιωτική πειθαρχία. Εκεί λοιπόν κάθε μεσημέρι,
περίπου στη μια και μισή, αφού μας τάιζαν, μας έβαζαν στα κρεβάτια μας και μας υποχρέωναν να έχουμε κοιμηθεί σε δέκα λεπτά και
μέχρι τις πέντε το απόγευμα που μας έπαιρναν οι γονείς μας.
Αυτό το υποχρεωτικό με αποσυντόνιζε.
Προσπαθούσα πολύ, έκλεινα τα μάτια με μανία, όμως ο ύπνος δεν με έπαιρνε, ειδικά
όταν περνούσε ο έλεγχος. Μια φράου, με τακουνάκι που ακόμα θυμάμαι να ηχεί στα
αυτιά μου, περνούσε περίπου στις δύο παρά και έλεγχε αν κανείς δεν είχε
κοιμηθεί για να τον μαλώσει. Είχα βρει ένα κόλπο, ανέβαινα στο πάνω κρεβάτι της
κουκέτας, έκλεινα τα μάτια, ανέπνεα βαριά και όλα καλά. Την ξεγελούσα. Εκτός
από μια φορά, που είχε έρθει η σύζυγος του δικτάτορα Δέσποινα Παπαδοπούλου να
επιθεωρήσει το σταθμό και από το φόβο μου που δεν κατάφερνα να κοιμηθώ
κατουρήθηκα πάνω μου!
Τα χρόνια που ακολούθησαν ο μεσημεριανός ύπνος δεν με απασχόλησε. Η
ανάγκη του εμφανίστηκε για πρώτη φορά στο γυμνάσιο. Εκεί, όταν ήμασταν πρωινοί
στο σχολείο, γύριζα με λαχτάρα για έναν
υπνάκο, ενώ όταν ήμασταν απογευματινοί υπέφερα που τον έχανα. Ο ύπνος του μεσημεριού μου έγινε
απαραίτητος. Στην τρίτη τάξη του
Λυκείου, θυμάμαι το κουδούνι να χτυπά 13:25 να τρέχω σπίτι πανικόβλητος, να κοιμάμαι μέχρι τις 2
και μισή χωρίς καν να φάω μεσημεριανό και μετά να φεύγω με το λεωφορείο για το
φροντιστήριο των πανελληνίων στο κέντρο της πόλης που ξεκινούσε στις 3! Σε όποιον το έλεγα δεν το πίστευε!
Στους χαλαρούς ρυθμούς του Πανεπιστημίου ο μεσημεριανός ύπνος έγινε θρησκεία. Στην οποία πίστεψα και δεν εγκατέλειψα
ποτέ. Όπου και αν ήμουν, σε όποια φάση, αυτή η πολύτιμη μια ώρα της απόσυρσης
από τα εγκόσμια, το χειμώνα με τη ζεστασιά των παπλωμάτων, το καλοκαίρι με την
αποχαύνωση της ζέστης, έγινε η πιο αναζωγονητική συνήθεια της ζωής μου.
Προσπαθούσα πάντα να το κερδίζω και όταν
δεν τα κατάφερνα η έλλειψη του μου
δημιουργούσε εκνευρισμό στο υπόλοιπο μισό της μέρας.
Στις μέρες μας ο μεσημεριανός ύπνος έχει ενοχοποιηθεί με ένα τρόπο. Τα ωράρια
και ο τρόπος ζωής που έχει αλλάξει τόσο έχουν κάνει σχεδόν ενοχικό. Ειδικά στην
Αθήνα. Στις μεγάλες εταιρίες που η δουλειά ξεκινά μετά τις δέκα, το να πεις ότι στις πέντε εγώ θα αποσυρθώ γιατί η
μέρα μου ξεκίνησε στις επτά το πρωί μοιάζει αδιανόητο.
Παλιά στο σπίτι που είχαμε τα σταθερά, βγάζαμε
και κανένα τηλέφωνο από τη πρίζα και όλα ήταν μια χαρά. Τώρα με το κινητό πρέπει
να απολογείσαι, γιατί δεν απάντησες ενώ σε καλούσαν για κάτι, σε μια
στιγμή που παλιά τηρούνταν με ευλάβεια η
ώρα της κοινής ησυχίας. Τώρα πια δεν υπάρχει απλά τέτοια ώρα. Δεν
υπάρχει καν το κοινή.
Παρόλα αυτά για μένα η συνήθεια αυτή, η
υπέροχη μεσημεριάτικη σιέστα δεν χάθηκε σχεδόν ποτέ. Παρά σε ελάχιστες
εξαιρέσεις. Η επιστροφή στο σπίτι, ή σε όποιο τέλος πάντων σημείο του κόσμου
και αν βρίσκομαι, με το αντίστοιχο ωράριο της κάθε χώρας, προσπαθώ να
συμπεριλαμβάνει αυτή την ελάχιστη ώρα της χαλάρωσης, της απομάκρυνσης από τα
εγκόσμια, της τόνωσης που σου επιτρέπει πιο νηφάλιος να συνεχίσεις τις
δραστηριότητες σου με μπαταρίες γεμάτες και όρεξη.
Τον
αγαπώ πολύ τον ύπνο στη μέση της μέρας. Είναι μια τελευταία
πολυτέλεια που μου έμεινε σε ένα κόσμο που ομογενοποιεί, υποβάλει πρότυπα, σαρώνει τις ζωές.
Και κάθε φορά που κάποιος με απορία με ρωτήσει: Καλά είναι δυνατόν να
κοιμάσαι τα μεσημέρια του απαντώ με απόλυτη βεβαιότητα: Ναι είναι!
ΥΓ. Δεν σας γράφω τίποτε από αυτά που λένε οι
επιστήμονες για τα καλά που κάνει ο μεσημεριανός ύπνος στην υγεία. Αυτά να τα
ανακαλύψετε μόνοι…