Η Ελλάδα είναι πλέον γερασμένη καθώς το 22% σχεδόν των κατοίκων της είναι
πλέον άνω των 65 ετών και το ποσοστό των 85+ εγγίζει
το 3,5% (μόλις 0,04% το 1951).
Ταυτόχρονα για πρώτη φορά στη δημογραφική
ιστορία μας, ο πληθυσμός των ατόμων ηλικίας 0-14 ετών από τα
τέλη της δεκαετίας του 1990 υπολείπεται αυτού των 65 ετών και άνω (το 2018 οι 65 ετών και άνω
είναι κατά 800.000 περισσότεροι από τα άτομα 0-14 ετών).
Πρόκειται για στοιχεία έρευνας του Βύρωνα Κοτζαμάνη, καθηγητή Δημογραφίας και Δ/ντή του Εργαστηρίου Δημογραφικών και Κοινωνικών Αναλύσεων
του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας που
δημοσιευθήκαν στο 35ο τεύχος των «Δημογραφικών Νέων» με τίτλο «Ελλάδα, δημογραφικές εξελίξεις και
δημογραφικές προκλήσεις» που
εκδίδεται από το ΕΔΚΑ.
Σύμφωνα με τα στοιχεία υπάρχει υπερ-συγκέντρωση του
πληθυσμού σε ένα εξαιρετικά περιορισμένο τμήμα της συνολικής επιφάνειας της
χώρας μας καθώς σχεδόν 3 στους 4 κατοίκους
ζουν πλέον στις μητροπολιτικές περιοχές Αθηνών και Θεσσαλονίκης και
σε μια δεκάδα μεγάλων αστικών κέντρων (και την άμεση περιφέρειά τους), οι δε τάσεις εξόδου από τα αστικά κέντρα
την περίοδο της κρίσης, ακόμη και αν ενισχυθούν με κάποια μέτρα (ενίσχυση
π.χ. νέων για εγκατάσταση και δραστηριοποίησή τους στον ύπαιθρο χώρο), δεν πρόκειται να αλλάξουν ριζικά τον
πληθυσμιακό χάρτη της Ελλάδας τις άμεσα επόμενες δεκαετίες.
Ειδική αναφορά ο κ. Κοτζαμάνης κάνει στις αλλαγές της δομής των νοικοκυριών και των
οικογενειών μας, που, όπως αναφέρει έχουν αλλάξει ριζικά καθώς:
«Η μείωση της γαμηλιότητας
και της γεννητικότητας/γονιμότητας, η αύξηση των εκτός γάμου γεννήσεων και των
διαζυγίων και η ανάδειξη νέων μορφών συμβίωσης (βλ. σύμφωνα συμβίωσης)
συρρίκνωσαν όχι μόνον τον αριθμό των πολυμελών και των διευρυμένων νοικοκυριών
αλλά και αυτόν των πολυτέκνων οικογενειών καθώς οι τρίτες και τέταρτες
γεννήσεις από το 15% και 25% του συνόλου των γεννήσεων στις αρχές της δεκαετίας
του ’50, αποτελούν σήμερα αντίστοιχα το 10% και 8%.
Η μικρή σε μέγεθος
πυρηνική οικογένεια που προκύπτει από γάμο είναι μεν κυρίαρχη ακόμη, το ποσοστό
όμως των ζευγαριών που συμβιώνουν χωρίς γάμο αυξάνεται σταθερά, όπως αυξάνεται
τόσο το ποσοστό των παιδιών που ζει με γονείς που δεν έχουν ποτέ παντρευτεί όσο
και οι συμβιώσεις με σύμφωνο οι οποίες ξεπερνούν πλέον τις 4.000 (μια συμβίωση
σχεδόν ανά 10 πρώτους γάμους)».
Αυξάνεται επίσης, αναφέρει ο ίδιος, τόσο το
πλήθος των μονογονεϊκών οικογενειών
που αποτελούνται συνήθως από γυναίκες (απόρροια της αύξησης των
διαζυγίων και των εκτός γάμου γεννήσεων που από 2% το 1990 εγγίζουν πλέον το
10%) όσο και
ο αριθμός των άτεκνων ατόμων (πάνω
από το 20% σχεδόν των γυναικών που γεννήθηκαν στα τέλη της δεκαετίας του 1970
δεν θα αποκτήσουν ένα παιδί).
Τέλος τις τελευταίες δεκαετίες, αναφέρει ο
ίδιος, αυξάνεται και η μέση ηλικία όσων γυναικών αποκτούν πρώτο παιδί (άνω των
31 ετών το 2018 έναντι 26 ετών στα τέλη της δεκαετίας του ’80 και 29 ετών την
δεκαετία του 1950) ενώ
ταυτόχρονα άλλαξε ριζικά και η κατανομή των γεννήσεων ανά ηλικία της μητέρας
καθώς, ενώ τέσσερις δεκαετίες πριν 1 στις 2 γεννήσεις προέρχονταν από μητέρες
μεγαλύτερες των 30 ετών, σήμερα, το αυτό ισχύει για 2 στις 3 γεννήσεις.
Επομένως, διαπιστώνει ο κ. Κοτζαμάνης, οι
οικογενειακές δομές μας σήμερα διαφοροποιούνται σημαντικά αυτών του πρόσφατου
παρελθόντος, και κατ’ επέκταση, τα νέα οικογενειακά πρότυπα που
αναδύονται δεν είναι δυνατόν να μην λαμβάνονται υπόψη στον σχεδιασμό και την
υλοποίηση των προτεραιοτήτων στη διαμόρφωση της όποιας δημογραφικής πολιτικής.
Όσον αφορά το μέλλον, ο καθ. της Δημογραφία
και Δ/ντής του Εργαστηρίου Δημογραφικών και
Κοινωνικών Αναλύσεων (ΕΔΚΑ) του Παν. Θεσσαλίας αναφέρει ότι:
• Το 2035 το ποσοστό των
> 65 ετών και των >85 ετών στον συνολικό πληθυσμό αναμένεται να κυμανθεί
γύρω από το 27,5% για τους πρώτους και το 4,3% για τους δεύτερους, ενώ τα
ποσοστά των νέων (0- 14 και 0-18 ετών) αντίστοιχα θα κυμανθούν από 11,0% έως
12,4% και από 15,8% έως 14,2%.
• Το 2050 το ποσοστό των
> 65 ετών και των >85 ετών στον συνολικό πληθυσμό (22% και 3,5% το 2019)
αναμένεται να κυμανθεί από 33,1% έως 30,3% για τους πρώτους και 6,5%-4,9% για
τους δεύτερους, ενώ τα ποσοστά των νέων (0- 14 ετών και 0-18 ετών) από 14,8%
έως 12,0% για τους πρώτους και από 19% έως 15,4% για την δεύτερη ομάδα
αντίστοιχα.