Ο Αθανάσιος
Σουλιώτης γεννήθηκε στην Ερμούπολη της Σύρου το 1878 και ακολούθησε καριέρα στρατιωτικού. Με το ξέσπασμα του Μακεδονικού Αγώνα, μετέβη στη
Θεσσαλονίκη όπου σύστησε δική του συνωμοτική κίνηση που έφερε το όνομα «Οργάνωσις Θεσσαλονίκης», ενώ απέκτησε το
ψευδώνυμο Νικολαΐδης. Η εν λόγω
οργάνωση κινήθηκε στο πλαίσιο της υποστήριξης των ελληνικών ενόπλων σωμάτων που
δραστηριοποιούνταν στο χώρο της Μακεδονίας. Μετά τον άτυπο τερματισμό του
Μακεδονικού Αγώνα (1908), επέστρεψε στην Αθήνα.
Την ίδια χρονιά, σύστησε, μαζί με τον Ίωνα
Δραγούμη, στην Πόλη, την «Οργάνωσις
Κωνσταντινουπόλεως» την οποία
διηύθυνε μέχρι το 1912. Ο Σουλιώτης
ενεργούσε ως μυστικός πράκτορας και για τον λόγο αυτό κινούταν συνεχώς
παρασκηνιακά.
Με την κήρυξη του Α΄ Βαλκανικού πολέμου, ο Σουλιώτης έφυγε από την Κωνσταντινούπολη με προορισμό την Αθήνα.
Με την κήρυξη του Α΄ Βαλκανικού πολέμου, ο Σουλιώτης έφυγε από την Κωνσταντινούπολη με προορισμό την Αθήνα.
Η ελληνική κυβέρνηση, ύστερα από
πληροφορίες που είχε συγκεντρώσει, ανησυχούσε για τις κινήσεις της 7ης βουλγαρικής Μεραρχίας, η οποία βρισκόταν
υπό τις διαταγές του Βούλγαρου στρατηγού Θεοδωρώφ.
Για τον λόγο αυτό, ο τότε υπουργός Εξωτερικών, Λάμπρος Κορομηλάς ζήτησε από τον
Σουλιώτη να μεταβεί στη Βουλγαρία για
να παρακολουθήσει εκ του σύνεγγυς τις κινήσεις της συγκεκριμένης Μεραρχίας. Τοποθετήθηκε, λοιπόν, ως σύνδεσμος του
ελληνικού επιτελείου στον βουλγαρικό στρατό.
Στις 16 Οκτωβρίου 1912, ο Σουλιώτης έφτασε στη Σόφια και με δυσκολία
έλαβε από τον Βούλγαρο υπουργό των Στρατιωτικών πληροφορίες, σχετικά με τις
κινήσεις της Μεραρχίας Θεοδωρώφ. Οι
Βούλγαροι, τον διαβεβαίωσαν, ότι ο Θεοδωρώφ
θα επέστρεφε στη Σόφια και αμέσως μετά θα κινούνταν προς την Αδριανούπολη. Στις
19 Οκτωβρίου, ο Σουλιώτης
έφτασε στο Κιουστεντίλ (πόλη
της δυτικής Βουλγαρίας). Από πηγές του σερβικού στρατού, ενημερώθηκε
ότι η δεύτερη ταξιαρχία της Μεραρχίας βρισκόταν στο Τσάρεβο–Σέλο (σημερινό Ντέλτσεβο, πόλη της
ΠΓΔΜ), ενώ ο Θεοδωρώφ φαινόταν
να επισπεύδει την προς το νότο πορεία της Μεραρχίας, καταργώντας
ακόμα και την πενθήμερη ανάπαυση των στρατευμάτων.
Συνεπώς, οι Βούλγαροι προσπαθούσαν να τον
παραπλανήσουν, δεδομένου ότι τον είχαν ενημερώσει ότι ο Βούλγαρος στρατηγός θα
βάδιζε κατά της Αδριανούπολης. Προσπαθώντας να αποσπάσει περισσότερες
πληροφορίες από τους Βουλγάρους, ο Σουλιώτης
συναντήθηκε με τον τοπικό φρούραρχο. Η συνάντηση αυτή αποτελεί αντιπροσωπευτικό
δείγμα της αμοιβαίας καχυποψίας και της έλλειψης εμπιστοσύνης μεταξύ των δυο
κρατών. Όπως αναφέρει χαρακτηριστικά ο Σουλιώτης,
στις ερωτήσεις του, σχετικά με το που βρισκόταν η Μεραρχία
Θεοδωρώφ, ο Βούλγαρος αξιωματικός ήταν «δυσπιστότατος και εχεμυθότατος, που όλο δεν ξέρω
μου έλεγε».
Άρχισαν πάλι τα «δεν ξέρω»
Επόμενος σταθμός, στη προσπάθεια αναζήτησης
του Θεοδωρώφ, ήταν το Τισάνοβο. Ούτε, όμως, εκεί έλαβε καμία
πληροφορία για την πορεία της 7ης Μεραρχίας.
Χωρίς χρονοτριβή, ο Σουλιώτης αναχώρησε για το Τσάρεβο.
Στη παραπάνω διαδρομή είχε συνοδεία έναν Βούλγαρο λοχαγό για να ελέγχει τις
κινήσεις του. Φτάνοντας, ζήτησε να
συναντηθεί με τον στρατηγό Θεοδωρώφ,
αλλά οι Βούλγαροι αξιωματικοί δεν του έδωσαν ουσιαστικές πληροφορίες, λέγοντάς
του ότι δεν γνώριζαν την ακριβή θέση της 7ης
βουλγαρικής Μεραρχίας. Για το περιστατικό, γράφει ο Σουλιώτης στο ημερολόγιο του: «Όλοι οι Βούλγαροι
αξιωματικοί, που ήταν εκεί, άρχισαν πάλι τα «δεν ξέρω» και ούτε που είναι ο
Θοδωρώφ ήθελαν να μου πουν[…]».
Ο Σουλιώτης
αντιλήφθηκε ότι οι πληροφορίες που είχε από το Κιουστεντίλ,
σχετικά με τις κινήσεις, αλλά και στις αληθινές προθέσεις της Μεραρχίας Θεοδωρώφ ήταν βάσιμες. Περισσότερο ανησυχητικό για τον ίδιο ήταν το
γεγονός ότι δεν υπήρχε αντίσταση από τον τουρκικό στρατό, συνεπώς οι Βούλγαροι
θα έφταναν τάχιστα έξω από τη Θεσσαλονίκη. Από τις συνομιλίες μεταξύ των
Βουλγάρων αξιωματικών, κατάλαβε ότι ο
Θεοδωρώφ βρίσκεται στη Άνω Τζουμαγιά (σημερινό
Μπλαγκόεβγκραντ, πόλη της Βουλγαρίας).
Την στιγμή εκείνη, ο Έλληνας αξιωματικός θεώρησε
σκόπιμο να ενημερώσει την ελληνική κυβέρνηση για τις κινήσεις του Βούλγαρου
αξιωματικού. Τα κατά τόπους, όμως, τηλεγραφεία αρνούνταν να αποστείλουν τα
κρυπτογραφικά τηλεγραφήματα του προς την ελληνική πρεσβεία Σόφιας ή ακόμα και
αν τα δέχονταν ήταν αμφίβολο αν τα παρέδιδαν.
Οι βουλγαρικές τηλεγραφικές υπηρεσίες
εδέχθησαν μόνο να αποστείλουν κρυπτογραφικό τηλεγράφημα του Σουλιώτη στον Έλληνα πρεσβευτή στη Σόφια,
Δημήτριο Πανά, υπό τον όρο ότι το τηλεγράφημα αυτό θα αποστελλόταν πρώτα στο
βουλγαρικό υπουργείο των Εξωτερικών, το οποίο θα μεταβίβαζε στον Έλληνα
πρεσβευτή στη Σόφια, ανοικτό τηλεγράφημα. Ο Σουλιώτης,
μη έχοντας άλλο τρόπο απέστειλε το κρυπτογραφικό τηλεγράφημα, με όσες
πληροφορίες είχε συγκεντρώσει, ζητώντας παράλληλα από τον πρέσβη να τον
ενημερώσει ότι έλαβε γνώση του τηλεγραφήματος.
Η μοιραία συνάντηση
Χωρίς να περιμένει να συγκεντρώσει
περισσότερες πληροφορίες για την ακριβή θέση της 7ης
Μεραρχίας, ο Σουλιώτης αναχώρησε
όσο το δυνατόν γρηγορότερα για την Άνω
Τζουμαγιά. Στις 21 ή 22
Οκτωβρίου, ο
Σουλιώτης έφτασε στον προορισμό του. Εκεί, θα συναντηθεί με τον γιατρό Φίλιππο Νίκογλου, ο οποίος θα του δώσει σημαντικές πληροφορίες για τις κινήσεις του
Θεοδωρώφ.
Ο Νίκογλου
καταγόταν από τη Στενήμαχο της Ανατολικής Ρωμυλίας. Πριν τον πόλεμο, ήταν
εγκατεστημένος στη Σόφια, όπου διατηρούσε ιατρική κλινική. Ως Βούλγαρος
υπήκοος, υπηρετούσε στον βουλγαρικό στρατό, όχι απλώς ως έφεδρος ιατρός, αλλά
ως διευθυντής υγειονομικού της Μεραρχίας.
Η μονάδα του βρισκόταν στο Τσάρεβο Σέλο,
όταν ήρθε διαταγή να κινηθούν προς Άνω
Τζουμαγιά.
Λόγω, όμως, δυσμενών καιρικών συνθηκών
σταμάτησε η πορεία τους. Μολαταύτα, ο ίδιος άφησε πίσω τη μονάδα του και βάδισε
μόνος προς την Άνω Τζουμαγιά. Εκεί, ο Νίκογλου πληροφορήθηκε την ύπαρξη Έλληνα
αξιωματικού και ζήτησε να τον συναντήσει.
Ο Έλληνας γιατρός έδωσε την πληροφορία στον
Σουλιώτη ότι ο Βούλγαρος διάδοχος, Βόρις, συνοδευόμενος από τον αρχιστράτηγο Πετρώφ
και τον πρεσβευτή Στάντσεφ διήλθαν από τη Άνω Τζουμαγιά, κατευθυνόμενοι προς τη
Θεσσαλονίκη. Ακόμα, είχε δει και μια βασιλική άμαξα, προορισμένη
πιθανότατα για την είσοδο του Βούλγαρου διαδόχου στη πόλη. Άμεσα σχετιζόμενη με
τα παραπάνω ήταν και η πληροφορία ότι σε χάνι της περιοχής διέμεναν ορισμένοι
στρατιώτες της φρουράς του βουλγαρικού στέμματος.
Η πεποίθηση των Βουλγάρων για την κατάληψη
της Θεσσαλονίκης από τους ίδιους ήταν ιδιαίτερα ισχυρή. Η αντίληψη αυτή πήγαζε
από την άποψη που είχαν οι Βούλγαροι επιτελείς για το αξιόμαχο του ελληνικού
στρατού, το οποίο είχε πληγεί ανεπανόρθωτα μετά τον ατυχή ελληνοτουρκικό πόλεμο
του 1897.
Σύμφωνα με τον Νίκογλου, οι Βούλγαροι, «[…]έχοντες δε την χειρίστην ιδέαν περί του
ελληνικού στρατού και φρονούντες ότι αυτός δεν θα ηδύνατο να υπερβή τα σύνορα
[…] ήσαν τόσο πεποισμένοι περί της επιτυχίας του σχεδίου αυτών […]». Ακόμη, σύμφωνα με τον Νίκογλου, «[…]εφρονούν οι Βούλγαροι ότι
η μικρά Ελλάς η έχουσα 66 χιλιάδας στρατού, δεν θα δυνηθή να νικήση τον
Τουρκικόν στρατόν και ούτω τα Βουλγαρικά στρατεύματα θα καταλάβωσι την
Θεσσαλονίκην». Από
την άλλη πλευρά, η συνολική δύναμη του βουλγαρικού στρατεύματος ανερχόταν σε 300.000 πεζούς, 5.000 ιππείς
και 720 πυροβόλα.
Uti possidetis
Ο Νίκογλου,
επίσης, εμπιστεύτηκε στον Σουλιώτη, ότι
από την αρχή του πολέμου όλες οι εμπιστευτικές διαταγές του βουλγαρικού στρατού
συνιστούσαν να καταβληθεί πάσα δυνατή προσπάθεια, όπως οι μακεδονικές πόλεις,
και προ πάντων η Θεσσαλονίκη, καταλαμβάνονταν πριν από την προέλαση του
ελληνικού στρατού. Οι Βούλγαροι βιάζονταν να καταλάβουν τη Θεσσαλονίκη, διότι
μεταξύ των συμμάχων ίσχυε η αρχή του uti possidetis, όσον αφορά τη μεταπολεμική διανομή των εδαφικών κερδών.
Τα σχέδια τους ευνοούνταν από το γεγονός
ότι αντιμετώπιζαν, όπως προείπαμε, ισχνή τουρκική αντίσταση. Αυτό συνέβη, διότι
ο Τούρκος αρχιστράτηγος Χασάν Ταχσίν Πασάς
μετακίνησε δυνάμεις (15.000 άνδρες) προς το νότο για να ενισχύσει την άμυνα της
Θεσσαλονίκης, έναντι της ελληνικής προέλασης.
Ο Σουλιώτης θέλησε να ενημερώσει την ελληνική
κυβέρνηση για όσα έμαθε, ωστόσο για τα τηλεγραφήματα που είχε στείλει στον
Έλληνα πρεσβευτή στη Σόφια, τόσο από Κιουστεντίλ
όσο και από το Τσάρεβο Σέλο, δεν είχε
λάβει απάντηση, λόγω αλλοίωσής τους από τη βουλγαρική πλευρά. Αποφάσισε,
λοιπόν, να αναχωρήσει για τη βουλγαρική πρωτεύουσα. Σε αυτό το σημείο, ο Νίκογλου τον βοήθησε, λέγοντας στον βούλγαρο
φρούραρχο ότι ο Έλληνας αξιωματικός ήταν άρρωστος και έπρεπε να μεταφερθεί
άμεσα στη Σόφια.
Ο Έλληνες πρέσβης ενημερώνεται
Ο Σουλιώτης
αναχώρησε κάτω από αντίξοες καιρικές συνθήκες και έφτασε στη Σόφια το απόγευμα
της 23ης
Οκτωβρίου, όπου και ενημέρωσε τον Έλληνα πρεσβευτή για όσα είχε
μάθει. Εκείνος με τη σειρά του απηύθυνε τηλεγράφημα στο ελληνικό
υπουργείο των Εξωτερικών (23.10.1912), όπου, μεταξύ άλλων, ανέφερε ότι «η Μεραρχία
Θεοδωρώφ, δύναμης τεσσάρων συνταγμάτων πεζικού 25.000 ενεργεί προς Ιστίπ με
βάσιν Τσαρεβόσελο. Προ τριών ημερών κατόπιν οδηγιών εκ Σόφιας σκοπουσών
κατάληψιν όσον το δυνατόν περισσότερων μερών προ πέρατος πολέμου μεραρχία
Θεοδορώφ
μετέφερεν βάσιν αυτής εις άνω Τζουμαγιάν και εκείθεν μετά σώματος
Γεώργιεφ τριών συνταγμάτων πεζικού 15.000 υπό κοινήν διοίκησιν Θεοδωρώφ ενεργεί
νυν προς κοιλάδα Στρυμώνος […] Μετά κατάληψιν Σερρών θα βαδίσωσι προς
Θεσσαλονίκην».
Όταν το βράδυ της 26ης Οκτωβρίου, ο Ταχσίν
πασάς παρέδιδε στον Κωνσταντίνο τη Θεσσαλονίκη, οι Βούλγαροι βρίσκονταν
κοντά στο Κιλκίς, ερχόμενοι από την Άνω
Τζουμαγιά. Οι απόψεις του Νίκογλου
σχετικά με τις πραγματικές προθέσεις του Θεοδωρώφ
είχαν αποδειχθεί σωστές. Ο Αθανάσιος Σουλιώτης – Νικολαΐδης και ο Φίλιππος Νίκογλου διαδραμάτισαν κρίσιμο
ρόλο στην απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης, τον Οκτώβριο του 1912, από τον
Ελληνικό Στρατό. Οι πληροφορίες του πρώτου
προς την ελληνική κυβέρνηση, τις οποίες σε μεγάλο βαθμό είχε
αντλήσει από τον Φίλιππο Νίκογλου, υπήρξαν η καλύτερη απάντηση στο δίλημμα της
ελληνικής στρατιωτικής ηγεσίας: Μοναστήρι ή Θεσσαλονίκη.
Ο Νίκογλου,
μετά τους Βαλκανικούς πολέμους, μετανάστευσε στην Ελλάδα, και συγκεκριμένα στην
Αθήνα, όπου συνέχισε να ασκεί το επάγγελμα του γιατρού μέχρι το 1950. Πέθανε σε βαθιά γηρατειά το 1953. Για τον
κρίσιμο ρόλο που διαδραμάτισε στην απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης, τιμήθηκε με
τον Χρυσό Σταυρό του
Τάγματος Γεωργίου Α’ (1950), ενώ ο
Δήμος Θεσσαλονίκης τον ανακήρυξε επίτιμο δημότη και έδωσε το όνομα του στην οδό Ανακτόρων.