Γράφει η Σοφία Βούλτεψη
Η επιμονή του κ. Τσίπρα – όπως προκύπτει και από το περιεχόμενο του σαββατιάτικου διαγγέλματός του – στην άμεση εξεύρεση «λύσης» για το θέμα των Σκοπίων καθίσταται πλέον ύποπτη.
Ύποπτη, διότι ο κ. Τσίπρας γνώριζε από την αρχή πολύ καλά πως οι γείτονες δεν πρόκειται να υποχωρήσουν από τον αλυτρωτισμό με τον οποίο έχουν διαποτίσει γενεές επί γενεών, ούτε να αλλάξουν το Σύνταγμά τους με ικανοποιητικό και ωφέλιμο τρόπο για τα ελληνικά εθνικά συμφέροντα.
Ύποπτη, διότι γνωρίζει πως όταν εδώ μιλούσαν για «παράθυρο ευκαιρίας», οι Σκοπιανοί συνομιλητές τους, με πρώτον και καλύτερο τον ίδιο τον υπουργό Εξωτερικών Ντιμιτρόφ, επέμεναν στα θέματα της εθνικής ταυτότητας και οι διαπραγματεύσεις διεξάγονταν με διαπραγματευτή, τον Ναουμόφσκι, που ήταν επιλογή της προηγούμενης κυβέρνησης.
Ύποπτη, διότι γνώριζε από την αρχή πως ο Ζάεφ δεν διαθέτει τον απαιτούμενο αριθμό εδρών στην σκοπιανή Βουλή, αντίθετα το κόμμα του Γκρουέφσκι είναι πρώτο σε ψήφους και σε έδρες.
Ύποπτη, διότι όλα δείχνουν ότι ο κ. Τσίπρας επιδίωξε μια από τις γνωστές του μπλόφες – αυτή τη φορά… διπλής όψεως: Σε πρώτη φάση να κοροϊδέψει τους Έλληνες ότι οι διαπραγματεύσεις πρέπει να αφορούν μόνο το όνομα – το άλλαξε μετά το τροπάρι όταν βάλαμε τις φωνές – και σε δεύτερη να κοροϊδέψει τον ξένο παράγοντα που τον πιέζει ότι τάχα προσπάθησε με όλες του τις δυνάμεις.
Ύποπτη, διότι εμφανίζει το συγκεκριμένο ζήτημα ως κορυφαίο για τα συμφέροντα της Ελλάδας. Όπως είπε στο διάγγελμά του «πρέπει όλοι να κατανοήσουν ότι η μη επίλυση του και η απώλεια της ευκαιρίας για λύση, θα αποβεί τελικά σε βάρος τόσο της Ελλάδας όσο και της σταθερότητας στην ευρύτερη περιοχή»…
Δηλαδή τι έπαθε όλα αυτά τα χρόνια η Ελλάδα από την μη επίλυση του προβλήματος; Και επιτέλους, αν κάποιοι καίγονται για τη σταθερότητα στην περιοχή (που τάχα εξαρτάται από το αν το συγκεκριμένο κρατίδιο θα γίνει μέλος του ΝΑΤΟ), γιατί αυτοί οι «κάποιοι» δεν πιέζουν τους Σκοπιανούς αλλά εμάς; Διότι δεν τους πιέζουν, αφού ο Νίμιτς τους θεωρεί «Μακεδόνες», άρα θεωρεί ότι υπάρχει «μακεδονική εθνότητα»!
Ύποπτη, διότι στο διάγγελμά του υπογράμμισε ότι η νέα πολιτική ηγεσία των Σκοπίων «έχει ανασκευάσει και αποσύρει σε κάποιο βαθμό την αλυτρωτική ρητορεία των προηγούμενων κυβερνήσεων». Μόνο που το πρόβλημα δεν είναι ο προφορικός λόγος, αλλά τι γράφει το Σύνταγμά τους…
Ύποπτη, διότι στο σαββατιάτικο διάγγελμά του χρησιμοποίησε τα επιχειρήματα των αντιπάλων. Είπε: «Και δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι τα τελευταία 25 χρόνια η πλειονότητα των χωρών του ΟΗΕ, έχουν αναγνωρίσει τη γειτονική χώρα με το Συνταγματικό της όνομα». Τι θέλει να μας πει; Ότι πρέπει να υποκύψουμε; Μα ακόμη και αν μια χώρα δεν θα δεχθεί την ύπαρξη «μακεδονικού έθνους», αυτή πρέπει να είναι μέχρι τέλους η Ελλάδα. Ας αφήσουμε που ο ΟΗΕ και η ΕΕ αναγνωρίζουν μόνο το προσωρινό όνομα και κανένα άλλο έως ότου επιλυθεί το ζήτημα.
Ύποπτη, διότι χρησιμοποίησε και το άλλο «επιχείρημα», σύμφωνα με το οποίο και στην προσωρινή ονομασία υπάρχει ο όρος «Μακεδονία». Με τη διαφορά, πρώτον ότι πρόκειται για προσωρινή ονομασία και δεύτερον περιλαμβάνει το «πρώην γιουγκοσλαβική», αναφέρεται δηλαδή σε ένα ομόσπονδο κρατίδιο μιας χώρας που δεν υπάρχει πια.
Και τέλος ύποπτη, διότι ο κ. Τσίπρας, καταλήγοντας στο διάγγελμά του έπραξε το αδιανόητο: Παρέπεμψε στον εθνικό μας ποιητή, λέγοντας πως «αν ό,τι είναι αληθινό είναι και εθνικό, τότε αυτή είναι σήμερα η μοναδική εθνική επιλογή»!
Συγγνώμη, αλλά ποιο είναι το αληθινό και επομένως εθνικό που οδηγεί και σε «μοναδική εθνική επιλογή»; Τα ψέματα των Σκοπιανών και η πλαστογράφηση της Ιστορίας μας; Προφανώς κάπως έτσι τα βλέπει τα πράγματα, αφού μετατρέπει και τα δικά του ψέματα σε… εθνικό κεφάλαιο – καλώντας μάλιστα και τον Ζάεφ να πει την αλήθεια στον λαό του όπως… έπραξε και ο ίδιος!
Δεν πρόκειται, βέβαια, για «μοναδική εθνική επιλογή», αλλά για «επιλογή εθνικής υποχώρησης» - δυστυχώς όχι «μοναδική».
Συγγνώμη, αλλά η αμέσως προηγούμενη «μοναδική εθνική επιλογή» με τη δικαιολογία της αποτροπής του πολέμου και της «σταθερότητας» στην περιοχή (για την ακρίβεια της σταθερότητας στη νοτιοανατολική πτέρυγα του ΝΑΤΟ) ήταν η απόφαση για απόσυρση, στα τέλη Νοεμβρίου 1967, της ελληνικής Μεραρχίας, που η κυβέρνηση Γεωργίου Παπανδρέου είχε αποστείλει το 1964 στην Κύπρο, για την αντιμετώπιση των διαρκών τουρκικών προκλήσεων και απειλών.
Δεν μπαίνω σε λεπτομέρειες για όσα διαδραματίζονταν εκείνη την περίοδο και όσα κατά καιρούς έχουν γραφεί για τον ρόλο διαφόρων (μεταξύ των οποίων και ο μεσολαβητής υφυπουργός Άμυνας των ΗΠΑ Σάιρους Βανς, ο οποίος – τι σύμπτωση! – ήταν και ο πρώτος διαπραγματευτής για το Σκοπιανό πριν από τον Νίμιτς), αλλά η τελευταία φορά που η Ελλάδα υποχώρησε σε πιέσεις σχετικές με μείζον εθνικό θέμα, ήταν η ανάκληση της Μεραρχίας από την Κύπρο.
Ας αφήσει, λοιπόν, ο κ. Τσίπρας τις «μοναδικές εθνικές επιλογές» και τις «σταθερότητες», γιατί και τότε η συμφωνία ήταν ετεροβαρής υπέρ της Τουρκίας: Η Ελλάδα, εγγυήτρια δύναμη, απέσυρε στρατιώτες από την Κύπρο που ζούσε υπό τις διαρκείς απειλές και προκλήσεις της Τουρκίας. Και η Τουρκία, η οποία με τη συμπεριφορά της παραβίαζε τις Συνθήκες της Ζυρίχης και του Λονδίνου, έβαλε για τα καλά πόδι στην Κύπρο
Με συνέπεια μια εθνική τραγωδία: Το 1974 η μεγαλόνησος βρέθηκε ανοχύρωτη ενώπιον της τουρκικής εισβολής, την οποία η Άγκυρα δεν θα επιχειρούσε αν η Μεραρχία ήταν στη θέση της…