Ο γάμος δεν είναι για κάποιους παρά μια
απλή οικονομική συναλλαγή και η ιδιαίτερη αυτή πρακτική του 19ου αιώνα επιβεβαίωνε αναμφίβολα την επιχειρηματική διάσταση της ένωσης
ενώπιον θεών και ανθρώπων.
Ο σύζυγος έπαιρνε το στεφάνι του στην τοπική αγορά με σκοπό να την πουλήσει στον πλειοδότη. Τόσο απλά!
Το πράγμα παραήταν κοινό εξάλλου στην εργατική τάξη της Αγγλίας για να αποτελεί καθ’ οιονδήποτε τρόπο σκάνδαλο.
Κι έτσι εκεί στις αρχές και τα μέσα του 19ου αιώνα η πώληση συζύγου έγινε για τους πληβείους Βρετανούς η ευκολότερη και πιο ανέξοδη εναλλακτική στο παραδοσιακό διαζύγιο.
Πριν από το 1857 άλλωστε, τη χρονιά που εμφανίστηκε στην Αγγλία το πρώτο δικαστήριο ειδικά για γαμήλιες αντιδικίες, το διαζύγιο μόνο εύκολο δεν ήταν. Ήταν, αντιθέτως, μια επίπονη, χρονοβόρα και δαπανηρή διαδικασία στην οποία εμπλέκονταν πολλοί.
Κοινώς, χρειαζόσουν κοινοβουλευτική πράξη και εκκλησιαστικό φιρμάνι για να χωρίσεις την πρώην εκλεκτή της καρδιάς σου και η εργατική τάξη δεν είχε πρόσβαση σε κείνα τα σκαλιά της κοινωνικής ιεραρχίας. Ούτε είχε φυσικά τα κοντά 15.000 ευρώ (σε σημερινές αξίες) που κόστιζε ένα διαζύγιο!
Κι έτσι ο δαιμόνιος ανθρώπινος νους βρήκε τη λύση, μεταβιβάζοντας απλώς το «ιδιοκτησιακό καθεστώς» της συζύγου σε όποιον θα πλήρωνε τα περισσότερα στη δημοπρασία που στηνόταν κανονικά και με τον νόμο σε λαϊκές αγορές και πανηγύρια. Άλλοι πουλούσαν αγελάδες και κατσίκες, άλλοι πάλι τη γυναικούλα τους!
Στην πραγματικότητα, οι λεπτομέρειες των συζυγικών δημοπρασιών θύμιζαν επικινδύνως πολύ τις κοινές αγοραπωλησίες άλλων αγαθών. Ο άντρας την έσερνε στην εμποροπανήγυρη ή την υπαίθρια αγορά δεμένη με ένα χοντρό σχοινί από τη μέση, την ανέβαζε σε ένα βάθρο και συμπλήρωνε κατόπιν το καρτελάκι της τιμής. Με το ίδιο σχοινί την παρέδιδε κατόπιν στον κύριο που θα έβαζε βαθύτερα το
χέρι στην τσέπη για πάρτη της.Ο σύζυγος έπαιρνε το στεφάνι του στην τοπική αγορά με σκοπό να την πουλήσει στον πλειοδότη. Τόσο απλά!
Το πράγμα παραήταν κοινό εξάλλου στην εργατική τάξη της Αγγλίας για να αποτελεί καθ’ οιονδήποτε τρόπο σκάνδαλο.
Κι έτσι εκεί στις αρχές και τα μέσα του 19ου αιώνα η πώληση συζύγου έγινε για τους πληβείους Βρετανούς η ευκολότερη και πιο ανέξοδη εναλλακτική στο παραδοσιακό διαζύγιο.
Πριν από το 1857 άλλωστε, τη χρονιά που εμφανίστηκε στην Αγγλία το πρώτο δικαστήριο ειδικά για γαμήλιες αντιδικίες, το διαζύγιο μόνο εύκολο δεν ήταν. Ήταν, αντιθέτως, μια επίπονη, χρονοβόρα και δαπανηρή διαδικασία στην οποία εμπλέκονταν πολλοί.
Κοινώς, χρειαζόσουν κοινοβουλευτική πράξη και εκκλησιαστικό φιρμάνι για να χωρίσεις την πρώην εκλεκτή της καρδιάς σου και η εργατική τάξη δεν είχε πρόσβαση σε κείνα τα σκαλιά της κοινωνικής ιεραρχίας. Ούτε είχε φυσικά τα κοντά 15.000 ευρώ (σε σημερινές αξίες) που κόστιζε ένα διαζύγιο!
Κι έτσι ο δαιμόνιος ανθρώπινος νους βρήκε τη λύση, μεταβιβάζοντας απλώς το «ιδιοκτησιακό καθεστώς» της συζύγου σε όποιον θα πλήρωνε τα περισσότερα στη δημοπρασία που στηνόταν κανονικά και με τον νόμο σε λαϊκές αγορές και πανηγύρια. Άλλοι πουλούσαν αγελάδες και κατσίκες, άλλοι πάλι τη γυναικούλα τους!
Στην πραγματικότητα, οι λεπτομέρειες των συζυγικών δημοπρασιών θύμιζαν επικινδύνως πολύ τις κοινές αγοραπωλησίες άλλων αγαθών. Ο άντρας την έσερνε στην εμποροπανήγυρη ή την υπαίθρια αγορά δεμένη με ένα χοντρό σχοινί από τη μέση, την ανέβαζε σε ένα βάθρο και συμπλήρωνε κατόπιν το καρτελάκι της τιμής. Με το ίδιο σχοινί την παρέδιδε κατόπιν στον κύριο που θα έβαζε βαθύτερα το
Εννοείται ότι όλες οι σταθερές της αγοραπωλησίας ήταν εκεί, όπως τα παζάρια και η κατασυκοφάντηση του προϊόντος για να πέσει η τιμή του. Αν και όταν κλεινόταν η συμφωνία, το δυστυχισμένο ζεύγος τραβούσε δρόμους χωριστούς και ο κύριος του γάμου όχι μόνο δεν πλήρωνε μία για νομικά τερτίπια αλλά έβγαζε κιόλας το κατιτίς του.
Στην ουσία βέβαια η εμπορική αυτή δραστηριότητα με την αγοραπωλησία των γυναικών κειτόταν στις παρυφές του νόμου, στο περιθώριο της επίσημης πολιτείας. Επειδή όμως αφορούσε αποκλειστικά στους φτωχούς και καταφρονεμένους της κοινωνίας, οι Αρχές συνήθιζαν να κάνουν τα στραβά μάτια.
Κι ενώ ένα τόσο βάρβαρο έθιμο μοιάζει σε μας σήμερα τουλάχιστον προσβλητικό, είναι σημαντικό να μη λησμονούμε τόσο την εποχή όσο και τις συνθήκες που το υποβάσταξαν. Πριν από την Πράξη Γάμου του 1753 εξάλλου το βρετανικό Δίκαιο δεν απαιτούσε κανονική τελετή σε εκκλησία, αφήνοντας τα γαμήλια δεσμά να είναι μια εντελώς προσωπική και προσυμφωνημένη διευθέτηση.
Κι ενώ σε τέτοιες αγοραπωλησίες συζύγων η γυναίκα μετατρεπόταν σε αντικείμενο, δεν ήταν πάντα ο σκληροτράχηλος σύζυγος αυτός που προέβαινε στην κίνηση. Ήταν συχνά οι κυρίες που έθεταν το θέμα, ώστε να δώσουν τέλος σε έναν δυστυχισμένο γάμο. Εκείνες είχαν εξάλλου τον τελικό λόγο στη δοσοληψία και εκείνες αποφάσιζαν αν θα αποδεχτούν ή θα απορρίψουν τον πλειοδότη. Ακόμα και βέτο μπορούσαν να βάλουν σε έναν επίδοξο αγοραστή, αν δεν ήταν καθόλου του γούστου τους.
Συχνότατα μάλιστα τα δύο συμβαλλόμενα μέρη είχαν συμφωνήσει τους όρους της αγοράς βδομάδες πριν από τον δημόσιο πλειστηριασμό, κάνοντας τις μασκαράτες που λάμβαναν χώρα στην αγορά τίποτα άλλο από μια ιδιαίτερη γαμήλια τελετή!
Οι γυναίκες σταμάτησαν να πωλούνται (και να αγοράζονται φυσικά) από τη στιγμή που καθιερώθηκε το οικογενειακό Δίκαιο και απλοποιήθηκαν οι νομικές διαδικασίες των διαζυγίων, αν και κάποια παραδείγματα των παλιών αυτών μεθόδων έμειναν αμανάτι στην ανθρωπότητα.
Ακόμα και τόσο πρόσφατα όσο το 2009, φτωχοί αγρότες στην ύπαιθρο της Ινδίας αναγκάστηκαν να πουλήσουν τις γυναίκες τους για να κρατήσουν χαρούμενους τους τοκογλύφους και να αποπληρώσουν τα χρέη τους, όπως μας αποκάλυψε το BBC.
Ακόμα πιο πρόσφατα, το 2016, μια δημοπρασία στη μεγαλύτερη αγορά του πλανήτη, το eBay, έγινε πρώτη είδηση, όταν ένας κύριος έβγαλε σε αγγελία την «άπονη σύζυγό» του! Φαρσέρ ξεφαρσέρ, μάζεψε προσφορές ακόμα και 65.000 δολαρίων, πριν πάρει γραμμή το eBay τι συμβαίνει και κατεβάσει την αγγελία…