«Να εκβληθώσι πάραυτα εκ των σχολείων και να καώσι τα
υπάρχοντα αναγνωστικά βιβλία ως έργα ψεύδους και κακοβούλου προθέσεως».
Aν θέλατε να μάθετε πώς αντιμετώπισε μια
ειδική επιτροπή υπερσυντηρητικών αντιβενιζελικών διανοούμενων το παιδικό βιβλίο
του Ζαχαρία Παπαντωνίου ‘Τα Ψηλά Βουνά’, το οποίο πολύ πιθανόν είχατε συναντήσει και
εσείς ως μαθητής, το 1921, λίγο μετά την ήττα του Βενιζέλου στις
εκλογές του Νοεμβρίου του ίδιου χρόνου, πήρατε περίπου την απάντησή σας και
πιθανολογώ ότι η απάντηση που πήρατε δεν ήταν και ακριβώς ό,τι περιμένατε.
Πρόκειται, εξάλλου, μάλλον για το πιο εμβληματικό βιβλίο στην ιστορία του ελληνικού
εκπαιδευτικού συστήματος του 20ού και 21ου αιώνα με ένα μάλλον αθώο
θέμα. Ακολουθεί την ιστορία και τις περιπέτειες 25 παιδιών που περνούν το
καλοκαίρι τους κοντά στη Γρανίτσα Ευρυτανίας
κάτω από τη χαλαρή εποπτεία του κυρ‑Στέφανου,
του μόνου ενηλίκου που παρουσιάζεται στην αφήγηση. Πώς, λοιπόν, γίνεται ένα
βιβλίο με τέτοια θεματολογία να προκαλεί τόσο μεγάλο μένος; Χωρίς δολοφονίες,
σεξ ή οτιδήποτε τέτοιο προβοκατόρικο;
Το βιβλίο εκδόθηκε το Δεκέμβριο του 1918 ως αναγνωστικό
της Πρωτοβάθμιας Εκπαίδευσης. Είχε προηγηθεί η μεγάλη Εκπαιδευτική Μεταρρύθμιση του Ελευθερίου Βενιζέλου που έγινε το 1917 ως συμπλήρωμα των εκπαιδευτικών μεταρρυθμίσεων που είχαν
προηγηθεί το 1913. Bασικό πρόταγμα του νομοσχεδίου είναι η διευθέτηση
του γλωσσικού ζητήματος, για την οποία ο Βενιζέλος ήταν απολύτως αποφασισμένος.
Στην προσπάθεια αυτή εντάσσονται σπουδαίοι διανοούμενοι της εποχής (Δελμούζος,
Γληνός και φυσικά ο Τριανταφυλλίδης). Με το Ν.Δ.
2585/1917 καθιερώνεται η δημοτική γλώσσα σ’ όλες τις τάξεις
του δημοτικού σχολείου, με παράλληλη διδασκαλία της καθαρεύουσας στις δύο
τελευταίες τάξεις.
Ένδειξη των γλωσσικών και εκπαιδευτικών
πολιτικών που υπηρετούσε η Εκπαιδευτική
Μεταρρύθμιση είναι η επιλογή των 'Ψηλών Βουνών' -μαζί με άλλα 12- ως αναγνωστικού
της Γ’ Δημοτικού, ενός βιβλίου γραμμένου σε δημοτική γλώσσα, μακριά
από τη στριφνή καθαρεύουσα των προηγούμενων αναγνωστικών. Ένα βιβλίο επίσης που ξέφευγε από την
ηθικολογία και τον δογματισμό που ήταν η συνήθης πρακτική, καθώς
διαπραγματευόταν πολύ πιο ‘ανάλαφρα’ θέματα.
Η γλώσσα των κειμένων από την αρχή
σκανδάλισε τους καθαρευουσιάνους που αντιμετώπισαν την εξέλιξη ως εισβολή της ‘μαλλιαρής’ στον πυρήνα
του κράτους
Άλλωστε μια αλλαγή εκπαιδευτικής πολιτικής
συνδέεται απόλυτα με ένα τεράστιο πλέγμα άλλων ζητημάτων, όπως για παράδειγμα
ήταν και η ευκολότερη πρόσβαση στην εκπαίδευση των αλλόγλωσσων πληθυσμών που
είχαν ενταχθεί στο ελληνικό κράτος, πράγμα το οποίο εξυπηρετούσε η χρήση μιας
απλής καθημερινής γλώσσας, σε αντίθεση με τη δύσκολη καθαρεύουσα η οποία έμενε
βέβαια στις μεγαλύτερες τάξεις. Πράγμα που δεν αρκούσε.
Προκαλούνται, λοιπόν, αντιδράσεις σε μια
περίοδο όπου ούτως ή άλλως οι μνήμες από τα γεγονότα των Ευαγγελικών (1901) και των Ορεστειακών
(1903) είναι ακόμη φρέσκες. Το βιβλίο κατηγορείται
για μπολσεβικισμό και αντιπατριωτισμό, ενώ δίνεται έμφαση σε
μια αναφορά της βλαχικής γλώσσας και κάποιων βλαχικών λέξεων (σχεδόν
απαγορευμένο για την εποχή).
Κατηγορείται επίσης για την έλλειψη
θρησκευτικότητας, όπως τονίζει και ο γνωστός γλωσσολόγος και
καθαρευουσιάνος Χατζηδάκης "οὔτε πρωί οὔτε ἑσπέρας,
οὔτε πρό τοῦ φαγητοῦ οὔτε μετ’ αὐτό προσεύχονται, την Κυριακή «περί προσευχῆς,
περί ἐκκλησίας οὐδείς λόγος".
Όταν, λοιπόν, στις εκλογές της 1ης Νοεμβρίου του 1920, ο Βενιζέλος χάνει και μάλιστα αδυνατεί να
εκλεγεί βουλευτής, η φιλομοναρχική αντιβενιζελική παράταξη που ανεβαίνει στην
εξουσία δραστηριοποίειται άμεσα και βάζει ως μια από τις προτεραιότητές της την
κατάργηση της εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης με το μένος να επικεντρώνεται στο
έργο του Ζαχαρία
Παπαντωνίου.
Αμέσως, λοιπόν, διορίζεται μια επιτροπή “προς
εξέτασιν της γλωσσικής διδασκαλίας των δημοτικών σχολείων”, η οποία
πολύ γρήγορα θα δραστηριοποιηθεί και θα προτείνει όχι μόνο την απόσυρση των
αναγνωστικών
αλλά και την ποινική δίωξη όσων εμπνεύστηκαν και προώθησαν τη μεταρρύθμιση “να καταδιωχθώσι
ποινικώς οι υπαίτιοι των προς διαφθοράν της ελληνικής γλώσσης και παιδείας
τελεσθέντων πραξικοπημάτων”.
Ο Μανόλης
Τριανταφυλλίδης απάντησε μέσα από το έργο ‘Πριν Καούν’, ένα κείμενο που απευθυνόταν στους
εκπαιδευτικούς που πρόλαβαν για αυτά τα λίγα χρόνια να διδάξουν στο πλαίσιο του
νέου προγράμματος. Το κείμενο αυτό ουσιαστικά λειτουργούσε και ως απάντηση στις
έξαλλες αντιδράσεις τονίζοντας ότι οι μαθητές “θα ξανακυλήσουν στα παλιά αναγνωστικά και θα
σιγοχάσουν τη διαύγεια της σκέψης τους, την ευκολία να εκφράζωνται και τη χαρά
να μαθαίνουν, όσο μένετε (σ.σ. οι εκπαιδευτικοί) καταδικασμένοι
-αυτοκαταδικασμένοι- να τους μιλήτε σε μιαν άλλη γλώσσα και να τους διορθώνετε
και να τους χαλνάτε τη δική τους”.
Η διδασκαλία του βιβλίου διακόπτεται το 1921, το 1923 το
επαναφέρει η νέα κυβέρνηση Βενιζέλου στη Μέση Εκπαίδευση όπου
διδάσκεται για έξι χρόνια, ενώ το 1934, όταν
πια ο Βενιζέλος έχει τελειώσει την τελευταία θητεία του, υποβλήθηκε προς έγκριση και απορρίφθηκε. Ξαναγύρισε ως διδακτέα ύλη το 1965, όταν ήταν Γενικός Γραμματέας
του Υπουργείου Παιδείας ο προοδευτικός Ε.
Παπανούτσος, καθώς και το 1975, ως αναγνωστικό της Γ΄ τάξης του Δημοτικού.
Τις περισσότερες φορές δηλαδή η επαναφορά του βιβλίου συνδέεται με τις
σημαντικότερες προσπάθειες εκσυγχρονισμού του εκπαιδευτικού συστήματος,
προσπάθειες εξάλλου που μέχρι την επίλυση του Γλωσσικού Ζητήματος αφορούσαν και
την ίδια τη γλώσσα της εκπαίδευσης.
Τα ‘Ψηλά Βουνά’ μπορεί να μοιάζουν σήμερα -ακριβώς
λόγω της επικράτησης των ιδεών της Μεταπολίτευσης- ένα παντελώς ασφαλές και
αποπολιτικοποιημένο έργο, εμποτισμένο με μια παιδική αφέλεια. Ωστόσο, σε
διάφορες στιγμές του προηγούμενου αιώνα, όταν τα διακυβεύματα ήταν τελείως
διαφορετικά, σκανδάλισαν και δημιούργησαν εντάσεις. Με την έννοια αυτή,
το βιβλίο ήταν, τον καιρό που εκδόθηκε για πρώτη φορά, πραγματικά ριζοσπαστικό.
Μέσα από την ιστορία του, συνυφαίνεται η ιστορία του ελληνικού εκπαιδευτικού
συστήματος, μια ιστορία ματαιώσεων, άγριων πολιτικών συγκρούσεων και φωτισμένων
διανοουμένων που στοχοποιήθηκαν.