Γράφει ο ΧΡΗΣΤΟΣ ΜΠΟΛΩΣΗΣ Υποστράτηγος
ε.α.
Κάποιο
Σαββατόβραδο, βρέθηκα μ’
ένα φίλο από
τα παλιά σ’ ένα
ταβερνάκι στη γειτονιά
που μεγάλωσα (εδώ μπορείτε να προσθέσετε, που πρωτοκλώτσησα
μπάλλα από πάνινα τόπια, που πρωτοερωτεύτηκα, που πρωτοκάπνισα και όλα εκείνα που
γράφουν οι περισπούδαστοι ταγοί της γραφίδος, λέτε και μας ενδιαφέρει πού πρωτοκάνανε τι). Στο Περιστέρι.
Τώρα βέβαια, πολλοί και με το δίκιο τους θα
σαρκάσουν:
«Ώπα! Κι’ αυτός μεγάλωσε σε λαϊκή γειτονιά. Να
δεις που τώρα θα μας πει και για το πηλοφόρι και την μπαντανόβουρτσα σαν τον
Παπαμιχαήλ» και
θα γελάσουν κουνώντας
με σημασία το
κεφάλι. Όμως έτσι
είναι και υπάρχουν
πολλοί μάρτυρες.
Όπως είναι γνωστό, σε τέτοιους, σαν το
ταβερνάκι, χώρους,μετά το 3ο– 4ο
ποτηράκι, για άλλους
περισσότερα για άλλους λιγώτερα,
έρχεται και η διάθεση για φιλοσοφία και ενίοτε αμπελοφιλοσοφία.
Μου λέει λοιπόν ο φίλος από τα παλιά:
Λοιπόν φίλε μου, εμείς, η γενιά μας εννοώ, πρέπει να θεωρούμε τους
εαυτούς μας πολύ τυχερούς.
Απόρησα.
Ρε τι λέει
τώρα αυτός; Ήπιε
δυό ποτήρια κρασί πάρα πάνω και λάλησε; Γιατί είμαστε
άραγε τυχεροί σκέφτηκα.
Επειδή
ζούμε σε μια
Χώρα, που έχει
φθάσει στα όρια
της χρεοκοπίας (μπορεί και
να τα έχει
ξεπεράσει και δεν
μας το λένε )
και ενώ ξέρουμε ονομαστικώς ποιοι φταίνε ( με άλλα
λόγια ποιοί τα αρπάξανε), εμείς
σφυρίζουμε αδιάφορα και δεχόμαστε οι ένοχοι να βάζουν το (μακρύ
έτσι κι’ αλλοιώς) χέρι
τους στη τσέπη μας για να πληρώσουμε
εμείς τα σπασμένα.
Επειδή αυτή η γεμάτη φως και χρώμα Πατρίδα,
όπως έλεγε ο Περικλής Γιαννόπουλος (
ποιος είναι πάλι αυτός;; ) γέμισε μουντάδα και
αντάρα;
Επειδή το αύριο των παιδιών μας, είναι πιό
αβέβαιο και ζοφερό από ποτέ;
Επειδή παραχωρούμε μέρος της κυριαρχίας
μας, σύμφωνα με τα πιο
επίσημα χείλη; Α,
ρε φουκαρά Κολοκοτρώνη,
δεν μπορείς να ξυπνήσεις για μια ώρα και να πιάσεις το γιαταγάνι; Αυτή τη φορά όμως να βαράς κατά δώθε…
Επειδή
έχουμε γίνει η
χλεύη των χθεσινών
αγριογούρουνων, όπως είπε πάλι ο Περικλής
Γιαννόπουλος (άντε πάλι αυ τός…);
Επειδή δεν μπορούμε να διοργανώσουμε ένα
ποδοσφαιρικό αγώνα ούτε καν Γ’ Εθνικής
χωρίς να πάρουμε «άδεια» από τους απανταχού χούλιγκανς (ελληνιστί αληταράδες);
Επειδή
100 ή και
λιγότεροι κουκουλοφόροι, κρανοφόροι, ακτιβιστές, οικολόγοι, αναρχικοί,
αντιεξουσιατές αντικομφορμιστές, αντί ό,τι θέλετε, μπορούν ανά πάσα στιγμή να
διαλύσουν το σύμπαν
εντελώς ανενόχλητοι, αφού
στείλουν προηγουμένως κάμποσους
αστυνομικούς στο νοσοκομείο;
Επειδή η γλώσσα μας έχει πάρει στραβό και
κατηφορικό δρόμο και μόνο ένα restart (επανεκκίνηση για τους αδαείς) ή
μάλλον ένα νέο format (ανάπλαση) μπορεί να την σώσει;
Επειδή η αγάπη προς την Πατρίδα θεωρείται
περίπου ποινικό αδίκημα και χαρακτηρίζεται από επίσημα χείλη ως ρατσισμός;
Επειδή
η ιστορία μας
διαστρεβλώνεται και με
απίστευτη ευκολία απαξιώνονται τα
πάντα και ωραιοποιούμε, εξομοιώνοντας δράστες και θύματα, τραγικές στιγμές στην
ζωή του Έθνους, όπως τις Σφαγές της
Σμύρνης του Σεπτεμβρίου του 1922, που τις ονομάσαμε περίπου έτσι: «Σημειώθηκε Sold Out ( ξεπούλημα
για τους ασχετους ) στα εισιτήρια της εταιρείας
«Κεμάλ τουρς» που εκτελεί την ακτοπλοϊκή γραμμή Σμύρνη – Πειραιάς και
παρατηρήθηκε μεγάλος συνωστισμός στα ταμεία …»;
Επειδή
η Θρησκεία μας
απαξιώνεται, χωρίς δυστυχώς
να αντιδρά η κεφαλή της, διότι – λέει - θεωρεί
ότι έτσι ασκεί πολιτική . Έτσι σιγά –
σιγά απολκαθηλώνονται σταυροί, εικόνες κλπ,
με την απίστευτη
δικαιολογία, ότι προκαλούνται
οι φιλοξενούμενοι στη
Χώρα μας Μουσουλμάνοι
(αστεία δικαιολογία μα τον
Αλλάχ…). Δεν
διάβασε κανείς την απάντηση που έδωσε σε παρόμοια αιτήματα λαθρομεταναστών (και όχι
μεταναστών όπως μερικοί τους αποκαλούν εκ του πονηρού βεβαίως) ο Πρωθυπουργός της Αυστραλίας;
Επειδή ο,τιδήποτε
το Εθνικό θεωρείται
παρωχημένο (ελληνιστί
Banal), γι’
αυτό ο όρος «Έθνος»
και τα παράγωγά του τείνουν να εξοβελισθούν; (Να ετοιμάζονται σιγά-σιγά για
αλλαγή ονόματος η Εθνική Ελλάδος, ο Εθνικός Πειραιώς, η εφημερίδα «ΕΘΝΟΣ» και
τα τσιγάρα Εθνος Κεράνης, αν κυκλοφορούν ακόμα…)
Επειδή τώρα μάθαμε πως υπάρχουν αόρατοι
ευεργέτες (κάτι δηλαδή
σαν τη «Γυναίκα –
Αράχνη» ή το «Παιδί
Φάντασμα» ή τον «Φάντομ Ντακ» ή «Το Φάντασμα της Όπερας» και άλλες δημοκρατικές
δυνάμεις…), που
καταθέτουν χορηγίες σε υπουργούς
και για εμάς όχι μόνο δεν υπάρχει χορηγός, αλλά μας έχουν κάνει και την υψίστη
τιμή να μας αναθέσουν εξ ολοκλήρου την σωτηρία του Τόπου μας (δεν
ξέρω αν το έχετε παρατηρήσει αλλά ο όρος «Πατρίδα»,
μάλλον μας αποχαιρετά…)
καταθέτοντας σχεδόν το 30 %
των
μηνιαίων εσόδων μας;
Επειδή τώρα μαθαίνουμε ότι υπάρχουν αυτιστικοί αξιωματικοί και παραδόπιστοι πιλότοι της Πολεμικής Αεροπορίας πού αναχαιτίζουν στο
Αιγαίο για τα λεφτά;
Φαίνεται πως το ύφος μου πρόδιδε τις σκέψεις
μου, Άλλωστε οι Αρχαίοι ημών πρόγονοι (και να με συγχωρούν όσοι
πιστεύουν ότι δεν είμαστε Έλληνες αλλά… μας κάνανε Έλληνες), το έχουν πει «Οία η μορφή τοιάδε και η ψυχή»
-Εεε ξύπνα, με σκουντάει ο φίλος από τα παλιά. Πού τρέχει ο λογισμός
σου. Σου είπα
ότι πρέπει να
θεωρούμε τη γενιά μας τυχερή και δεν μου είπες αν
συμφωνείς. Λέγε σε ακούω.
- Να σου πω. Από μια πλευρά ναι βέβαια δε λέω, όμως,
και μη έχοντας τι να πω θυμήθηκα την ατάκα του αείμνηστου Λογοθετίδη: «υπάρχει
όμως μία μερίς η οποία αντιτίθεται».
- Τι λες ρε σύ.
- Πως, πως συμφωνώ, αλλά…
- Α κατάλαβα, αναφώνησε ο φίλος από τα παλιά. Ρε, δε σου λέω για σήμερα. Σου μιλάω για τα
βραδάκια που πηγαίναμε με 3,50 δραχμές
και βλέπαμε δύο έργα στα θερινά τα σινεμά.
Σου μιλάω
για τα τραγούδια
που ακούγαμε που
είχαν αρχή, μέση και τέλος. Για
τραγούδια, που τους στίχους είχαν γράψει ο
Σεφέρης, ο Ελύτης,
ο Γκάτσος, ο
Παπαδόπουλος. Για τραγούδια που τα είχαν ντύσει με τη μουσική
τους ο Χατζηδάκης, ο Θεοδωράκης , ο
Ζαμπέτας, ο Ξαρχάκος ,
ο Σπανός , ο
Μούτσης, ο Πλέσας. Για τραγούδια που τραγουδούσαν ο Μπιθικώτσης, ο
Καζαντζίδης, η Μαρινέλλα, η Μοσχολιού, ο Κόκοτας.
Για τραγούδια που τα άκουγε ο κόσμος στα θέατρα ή
στις συναυλίες, τα αποτύπωνε
αμέσως και τα
έβγαζε σεργιάνι στη γειτονιά, που έλεγε και ο Μπιθικώτσης.
Σου μιλάω, συνέχισε ο φίλος από τα παλιά, για τότε που δούλευε μόνο ο πάτερ φαμίλιας και
ζούσε μια χαρά η οικογένεια.
Σου μιλάω για τότε που στα σχολεία οι Εθνικές
Επέτειοι γιορτάζονταν όπως έπρεπε
και οι δάσκαλοι
γαλβάνιζαν έτσι τις ψυχές των
μαθητών, που μετά από τη γιορτή έτρεχαν σύσσωμοι να
διαδηλώσουν για την
Κύπρο, για τον
Καραολή, για τον Δημητρίου
Για τότε που…., για τότε που… συνέχισε
ο φίλος από τα παλιά και πρόσεξα ότι στην άκρη του ματιού του κάτι γυάλισε.
- Εεεεεε ξύπνα. Άκουσα
τη φωνή του φίλου από τα παλιά.
Σε πήρε ο ύπνος φίλε. Δεν ήξερα ότι δε το σηκώνεις
το έρημο…Άντε πάμε σιγά-σιγά.